Τζιμ Λόντος, ο τραγουδισμένος παγκόσμιος πρωτοπαλαιστής
26/12/2021Το όνομά του ήταν τα χρόνια του Μεσοπολέμου συνώνυμο του ελληνικού πείσματος και της παλικαριάς και ο απόηχός του θρύλου του φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Ο Τζιμ Λόντος, ο θρυλικός παγκόσμιος πρωτοπαλαιστής, γνωστός σ’ όλο τον κόσμο με αυτό το ψευδώνυμο, γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου το 1894, στο Κουτσοπόδι του Άργους, με το όνομα Χρήστος Θεοφίλου. Ήταν ο μικρότερος από 13 αδέλφια. Το 1910 μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Για να βιοπορισθεί έκανε διάφορες δουλειές.
Δούλεψε αχθοφόρος, καμαρότος, μοντέλο για ζωγράφους και φωτογράφους κ.ά. Παράλληλα επιδόθηκε στο αγώνισμα της ελεύθερης πάλης όπου και διακρίθηκε. Τρία μόλις χρόνια από την ενασχόλησή του με την πάλη θεωρείτο από τους ικανότερους ερασιτέχνες παλαιστές στην περιφέρεια του Σαν Φρανσίσκο.
Στη συνέχεια –όπως ήταν αναμενόμενο– μεταπήδησε στην επαγγελματική πάλη, αφού πρώτα εργάστηκε σε τσίρκο ως κατσέρ σε ακροβατικό νούμερο. Μετρίου αναστήματος, με ύψος μόλις 1,68 μ., με βάρος 88 κιλά και προικισμένος με μεγάλη δύναμη, είχε γίνει το ίνδαλμα των απανταχού φιλάθλων. Έχοντας σπάνια αντοχή, έδωσε αγώνες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Από Αμερική, Ευρώπη, Αφρική (Αίγυπτο) έως και Αυστραλία.
Στις 8 Ιουνίου του 1930 ανακηρύχθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής, τίτλο που κράτησε μέχρι το 1946, οπότε κι απεσύρθη από τους επίσημους αγώνες. Σ’ εκείνο το διάστημα των δεκαέξι χρόνων έδωσε περί τους 2.500 αγώνες και ηττήθηκε λιγότερες από 10 φορές!
Όλοι συμφωνούν πως είχε τόσες επιτυχίες γιατί συνδύαζε την σωματική δύναμη με την τεχνική της πάλης. Έγινε ταχύτατα γνωστός για το λεγόμενο “αεροπλανικό κόλπο”, όπου σήκωνε τον αντίπαλό του στον αέρα, τον στριφογύριζε και τον πέταγε στο καναβάτσο… με το οποίο εξουδετέρωνε τους αντιπάλους του. Πέθανε στην Καλιφόρνια, στις 19 Αυγούστου 1975, από ανακοπή καρδιάς.
Τζιμ Λόντος και Βαμβακάρης
Οι περισσότεροι, θέλω να πιστεύω, έχουμε ακούσει –ίσως και τραγουδήσει, κάποιοι από εμάς– τους στίχους του τραγουδιού «Αν μ’ αξιώσει ο Θεός», που έγραψε ο Μάρκος Βαμβακάρης στα 1936. Όπου, για να δώσει έμφαση και να υποδηλώσει το μεγαλείο του μεγάρου, που ονειρεύεται να φτιάξει, αν τον αξιώσει ο Θεός να αποκτήσει λεφτά, χρησιμοποιεί τα ονόματα πέντε διάσημων, διεθνώς, προσώπων την εποχή του Μεσοπολέμου. Των κορυφαίων ηθοποιών Βίλι Φριτς, Γκρέτα Γκάρμπο και Λίλιαν Χάρβεϊ, του διάσημου βαθύφωνου της Σκάλας του Μιλάνου Ζακ Κεπούρα και του… Τζιμ Λόντου!
Αν μ’ αξιώσει ο Θεός
λεφτά και αποκτήσω,
θα χτίσω ένα μέγαρο
τους πλούσιους να ελκύσω.
Θα ‘ρχόντουσαν πελάτες μου
κορίτσια να ‘χουν τρέλες
κι ο Βίλι Φριτς θα σκάρωνε
αφράτους αργιλέδες
Η Γκρέτα Γκάρμπο, μάγκα μου,
θ’ ανάβει το τσιμπούκι
κι ο Ζακ Κεπούρα στη γωνιά,
τρελός στο μαστουρλούκι.
Κι ο Τζίμη Λόντος για νταής,
θα κάθεται στις τσίλιες
Κι η Λίλιαν η Χάρβεϊ
θα διώχνει τις μπασκίνες.
Σχεδόν άγνωστο, από την άλλη, παραμένει ένα τραγούδι του κορυφαίου συνθέτη της σμυρνέικης σχολής, που κυριάρχησε στα μουσικά πράγματα της χώρας κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου, του Παναγιώτη Τούντα κι αναφέρεται ειδικά στον Τζιμ Λόντο. Κυκλοφόρησε το 1934, το τραγουδά η Ρόζα Εσκενάζυ κι έχει τίτλο: «Στο Λεβέντη Μας Τζιμ Λόντο». Αλλά ας δούμε τι λέει το τραγούδι:
Μες στη καινούργια τη γενιά,
το πρώτο παλικάρι,
μέσα σε όλο το ντουνιά,
κάθε Ρωμιού καμάρι.
Το ατσαλένιο σου κορμί,
Ανατολή και Δύση,
ακόμα δεν ευρέθηκε,
κανείς να το νικήσει.
Ρεφρέν (δις)
Πέτα τους κάτω Λόντο μου,
λεβέντη μου να ζήσεις.
Όλους μπροστά στα πόδια σου,
κανένα μην αφήσεις.
Όπως το Ρώσο τον τρανό,
το Ρώσο το βαρβάτο,
με λεβεντιά τον έστρωσες,
σωρό – κουβάρι κάτω.
Και το μεγάλο Γερμανό,
τον Πολωνό και άλλους,
μόνον εσύ τους νίκησες
κι αυτούς τους πιο μεγάλους.
Ρεφρέν (δις)
Να σημειώσουμε ότι στο τραγούδι, Ρώσο εννοεί τον Κόλα (Νικόλα) Κβαριάνι (για την ακρίβεια ήταν Γεωργιανός, γεννημένος στο Κουταΐσι), Πολωνό τον Στανισλάβ Σμπίσκο και Γερμανό, πιθανώς, τον Σόνεμπεργκ. Στο σημείο που λέει «Πέτα τους κάτω Λόντο μου» αναφέρεται στο φημισμένο “αεροπλανικό κόλπο” του (δείτε τη σχετική φωτογραφία).
Το τραγούδι, που δεν διακρίνεται για τη στιχουργική του ποιότητα, περιγράφει, πάντως, το θέμα του και πετυχαίνει το σκοπό του που είναι η απόδοση τιμής στον ήρωα. Να μην ξεχνάμε ότι τα λόγια του γράφτηκαν, εν τάχει, για να αποδώσουν τον θρίαμβό του επί του Κβαριάνι, που συνέβη στις 22 Οκτωβρίου 1933, στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο της Αθήνας. Τον αγώνα διοργάνωσε ο Πανιώνιος, με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων για την ανέγερση του Σταδίου του στη Νέα Σμύρνη.
Για την ιστορία, ο αντίπαλος του Τζιμ Λόντου, εκείνη την εποχή ζούσε στην Βαρσοβία και στη συνέχεια μετανάστευσε κι αυτός στις ΗΠΑ. Μάνατζερ είχε τον Ελληνοαμερικανό Τζον Κόντος. Ο Λόντος και ο μάνατζερ του Κβαριάνι συμφώνησαν τους όρους του αγώνα. Θα είχε δίωρη διάρκεια, εκτός αν σημειωνόταν πτώση νωρίτερα και μεταξύ άλλων απαγορευόταν… «ο διά των δύο χειρών στραγγαλισμός» όπως και «το χώσιμο των δακτύλων εις την μύτη, το στόμα και τα μάτια».
Η μουσική του τραγουδιού είναι ένα πάντρεμα των δρόμων Χιτζάζ και Χιτζασκιάρ, βασισμένη σε παλιό μικρασιάτικο μοτίβο, πάνω στον τόνο του ντο. Ο ρυθμός του τσιφτετέλι.
Για τον ίδιο αγώνα, ο Μάρκος Βαμβακάρης έγραψε το 1933 και αυτός τραγούδι στο Λόντο, με τίτλο “Λόντος και Κβαριάνι” και είναι ζεϊμπέκικο. Το τραγούδησε ο ίδιος. Διακρίνουμε δυσκολία στην εκφορά του ονόματος του αντιπάλου του Λόντου (ο Κβαριάνι αποκαλείται… Κοριάνι) και απλοϊκό στίχο, που δεν παραλείπει, πάντως, να διαφημίζει, εν κατακλείδι, την πατρίδα του Πρωτοπαλαιστή, το Άργος!
Πάρ’ την αιμοβορία σου και τράβα στην πατρίδα σου
αγαπητέ Κοριάνι, αγαπητέ Κοριάνι.
Που σ’ έστειλε ο Λόντος μας σε μακρινό σιργιάνι. (δις)
Ήρθες απ’ την πατρίδα σου το ζόρικο να κάνεις
κι ο κόσμος αν δε σε γλίτωνε κόντεψες να πεθάνεις (δις)
Να ήσουνα μονάχα εσύ κομμάτια πια να γίνει
μα απ’ όσοι εβρεθήκανε την βάψανε κι εκείνοι. (δις)
Κι έτσι λοιπόν ο Λόντος μας βρέθηκε παλικάρι
κι όλος ο κόσμος τον αγαπά του Άργους το καμάρι. (δις)