Βακιρτζής: Ο δολοφονημένος πατέρας των αφισών του σινεμά
01/03/2023Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη γέννηση του κορυφαίου ειδικά στο είδος της αφίσας του κινηματογράφου ζωγράφου Γιώργου Βακιρτζή, που έφυγε από τη ζωή το 1988, χτυπημένος με λοστό από δολοφονικά χέρια σε κεντρική αθηναϊκή λεωφόρο. Την εικαστική παρακαταθήκη του για ταινίες στον κατεστραμμένο κινηματογράφο “Αττικόν” της οδού Σταδίου την ξαναζωντάνεψε η έκθεση στο ένα από τα δύο κτήρια του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, στην Πλατεία Κλαυθμώνος, ενδιαφέροντος υλικού για κινηματογραφικές γιγαντοαφίσες του από τη συλλογή “Starlets”.
Ήδη από τη δεκαετία του 1920 κινηματογράφοι της Αθήνα δέχονταν σκηνογραφική διακόσμηση (ντεκόρ) συνήθως σε χώρους 30-60 τ.μ. από επαγγελματίες, όπως οι Θόδωρος Αρμενόπουλος, Γιάννης Αμπελάς, που είχε το εργαστήριό του στην οδό Σωκράτους 25, και ο ρουμανικής καταγωγής Μήτσος Μακρής, που πέθανε πρησμένος από την κατοχική πείνα, φυματικός. Ακολούθησαν ξένοι ζωγράφοι, όπως ο Ρώσος Ν. Κμιντόβιτς και στην Κοκκινιά ο Τούρκος Κιαμήλ Νούρης, αλλά και Έλληνες ομότεχνοί του, όπως ο Κώστας Κουζούνης (1913-1952).
Εκείνος όμως που καλλιέργησε θαυμαστά το είδος της γιγαντοαφίσας στην Αθήνα υπήρξε αναμφίβολα ο σπουδαγμένος στη Σχολή Καλών Τεχνών, κυρίως αγιογράφος Στέφανος Αλμαλιώτης (1910-1987). Με την αξιομνημόνευτη ταχύτητά του στο σχέδιο και με εξαιρετικές ικανότητές του στο χρώμα, άφησε τη σφραγίδα του κατά το τέλος της δεκαετίας του 1930 στη λεγόμενη “Σχολή όπως Αθήνας”.
Χαρακτηριστικά της αθηναϊκής γιγαντοαφίσας είναι η μετάβαση από τον σκηνογραφικό διάκοσμο του τριών διαστάσεων χώρου στη δυναμική σύνθεση εικόνων και γραμμάτων σε δύο διαστάσεις, που καταγόταν από τον συνδυασμό του ρυθμού του κινηματογραφικού μοντάζ και των μεγάλων επιφανειών της αφίσας.
Τα πρωινά της Δευτέρας εικαστικοί καλλιτέχνες, φιλότεχνοι και φιλοθεάμον κοινό, πριν κατευθυνθούν στην εργασία τους, στέκονταν μπροστά στις εφήμερες συνθέσεις των κεντρικών κινηματογράφων, οι οποίες κυριαρχούσαν σαν ανοιχτές εκθέσεις ζωγραφικής.
Οι αιθουσάρχες των κινηματογράφων, ανάμεσά τους και ο δαιμόνιος Σπύρος Δ. Σκούρας (1893-1971) που ήλεγχε τον κινηματογράφο “Αττικόν”, ―το κτήριο του οποίου, σχεδιασμένο από τον Ερνέστο Τσίλλερ (1837-1923), το υλοποίησε ο Αλέξανδρος Νικολούδης (1874-1944),― ζητούσαν ολοένα και πιο κραυγαλέα θεάματα… Η ώρα του Γιώργου Βακιρτζή είχε έρθει!
“Λεβεντιά σιωπηλή και σεμνή”
Με αυτές τις λέξεις χαρακτήριζε τον Βακιρτζή η δεύτερη σύζυγός του Αλίκη στο βιβλίο συναγωγής κειμένων του “Όλος ο κόσμος είναι ζωγραφική” (Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997). Ο μικρασιατικής καταγωγής γεννημένος στη Μυτιλήνη Βακιρτζής ήρθε σε επαφή με την τέχνη δεκατετράχρονος, το 1936, στο εργαστήριο επιγραφών του Κιαμήλ, μαθαίνοντας να γράφει ταμπέλες, να γεμίζει με γράμματα τοίχους σε ουζερί, σε εστιατόρια και σε τράπεζες, με χρώματα αραιωμένα σε νερό και κουβαλώντας την απαραίτητη σκάλα στον ώμο του.
Περήφανος, λέρωνε επίτηδες τα παντελόνια του με μπογιές για να τον περνάνε στη γειτονιά για ζωγράφο, ασχέτως αν έκανε επιγραφές με γράμματα και με κοσμήματα. Κάποτε το αφεντικό του ανέλαβε να κάνει διαφημίσεις για κινηματογράφους της συνοικίας όπου ήταν το μαγαζί του.
Τότε ο νεαρός άκουσε, πρώτη φορά, τη λέξη “αφίσες” για ρεκλάμες σε χαρτί του μέτρου με ψαρόκολλες, που το καλοκαίρι είχαν πολύ βαριά οσμή. Δάσκαλό του στην τέχνη της γιγαντοαφίσας ο Βακιρτζής θεωρούσε τον Αλμαλιώτη, κοντά στον οποίο μαθήτευσε από το 1938 έως το 1940.
Ο δάσκαλος Αλμαλιώτης
Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγή, έχοντας πάρει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Θεσσαλονίκη κοντά στον ζωγράφο θρησκευτικών έργων Γιάννη Ματσίγγο, που διατηρούσε το εργαστήριό του στον αριθμό 335 της Εγνατίας, απέναντι από το Β΄ Γυμνάσιο, συνέχισε από το 1930 με σπουδές ζωγραφικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ) με τον Δημήτριο Γερανιώτη (1871-1966), τον Σπύρο Βικάτο (1872-1960) και τον Ουμβέρτο Αργυρό (1883-1963), αριστούχος κάθε χρόνο στην προσωπογραφία, ο Αλμαλιώτης στράφηκε νωρίς στη γιγαντοαφίσα. Το 1938 ζωγράφισε τον αριστουργηματικό Ιπποκράτη σε υπερφυσικό μέγεθος για την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Παρισιού.
Το 1939 άνοιξε, ύστερα από αρκετές περιπέτειες, το εργαστήριό του στην αθηναϊκή συνοικία του Αγίου Παύλου, στην οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Το μετέφερε αργότερα στην οδό Ζωοδόχου Πηγής 15. Κατά την Κατοχή ήταν κέντρο για τη δημιουργία αντιστασιακών αφισών και ξυλογραφιών.Ο Αλμαλιώτης αναδείχθηκε αριστοτέχνης στη ζωγραφική μνημειακής κλίμακας, ταχύτατος στην εκτέλεση απαιτητικών έργων, ενώ υπήρξε ανανεωτής της ζωγραφικής με υδροχρώματα και με ψαρόκολλα, φιλοτεχνώντας χιλιόμετρα χαρτιού με εξαιρετικές για την ακρίβειά τους στο σχέδιο μορφές.
Υπολόγιζε, με κάποιαν υπερβολή, ότι οι γιγαντοαφίσες του κάλυπταν την απόσταση από την Ομόνοια έως τη Θήβα, κοντά 90 χιλιόμετρα. Από το 1956 επιδόθηκε στη θρησκευτική ζωγραφική και διακεκριμένο κατόρθωμά του είναι η Αγία Τριάδα, καθεδρικός ναός του Πειραιά, στον οποίον ο τοιχογραφικός διάκοσμος εκτείνεται στα 4400 τ.μ.!
Η ακμή του Βακιρτζή
Ο Βακιρτζής σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ από το 1939 έως το 1946 με δασκάλους του τον Αργυρό και τον Κωστή Παρθένη (1878-1967), ενώ ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη ζωγραφική και στη χαρακτική στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού από το 1952 έως το 1953 τον Jean Souverbie (1891-1981) και Édouard Joseph Goerg (1893-1969), φοιτώντας επιπλέον σε ιδιωτικές σχολές και σε άλλα εργαστήρια. Από το 1945 έως το 1963 επιδόθηκε εμφατικά στην τέχνη της γιγαντοαφίσας.
Την ίδια περίοδο τον βρίσκουμε καλλιτεχνικό διευθυντή στη “Skouras Film” και στη διαφημιστική εταιρεία “Γνώμη”, συνεργαζόμενον ακόμα με τη “Finos Film” και με την παρισινή “LTC”. Από το 1955 έως το 1960 διακοσμητικά έργα του εντάχθηκαν σε εμπορικά καταστήματα. Δούλεψε και στις γραφικές τέχνες τα χρόνια 1956-74, επιμελούμενος εκδόσεις και εξώφυλλα εντύπων, θεατρικές και εμπορικές αφίσες για τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού και για τα ελληνικά φεστιβάλ από το 1963 έως το 1967.
«Έμαθα να σκαρώνω μεγάλα τελάρα, να φτιάνω ντεκουπέ, αυτά που λένε ξεγυρισμένες επιφάνειες, να κολλώ τα χαρτιά μ’ ευχέρεια, να φτιάνω όμορφα τα χρώματα, να σχεδιάζω τετράγωνα τρεις και τέσσερις φορές μεγαλύτερα από το μπόι μου κεφάλια, να γράφω γράμματα ειδικά γι’ αυτές τις δουλειές, να ζωγραφίζω στις δύσκολες στιγμές που δεν τάβγαζαν πέρα στον χρόνο οι μαστόροι μου, να τοποθετώ ντεκόρ μέσα στο καταχείμωνο», θυμόταν σε έκδοσή του για τις κινηματογραφικές γιγαντοαφίσες του το 1968, προσθέτοντας «κατά την εκτέλεση, στην αρχή, όταν η επιφάνεια ήταν νωπή, η διαπασών των σκούρων τόνων τρόμαζε […] Στο στέγνωμα μόνο αποκαλύπτονται οι πραγματικοί τόνοι που επιδιώκεις».
Φιλοτέχνησε πληθώρα μετοπών για κινηματογράφους στο κέντρο της Αθήνας, εργαζόμενος αποκλειστικά για τον κινηματογράφο “Αττικόν” στην οδό Χρήστου Λαδά 11. Γνώρισε και άλλους συναδέλφους του στη γιγαντοαφίσα, όπως τον Μανόλη Παναγιωτόπουλο (1907-1990), τον Χαράλαμπο Σεράση (1914-1995), τον Βαγγέλη Φαεινό (1918-1985), τον Γεράσιμο (Μεμά) Τουλιάτο (1919-2007), τον αδελφό του Κώστα Κουζούνη Γιώργο (1922-1998) και τον Νικόλαο Ανδρεάκο (1932-1994), που τον εκτιμούσε ιδιαιτέρως. «Ο Γιώργος Βακιρτζής, ώς τα τελευταία του, διατηρούσε […] τον αμόλυντο αέρα και το ήθος μιας γενιάς που χάνεται σιγά σιγά, που χάνεται μαζί με τους ανθρώπους της και ό,τι αξεπέραστο εκπροσωπούσε», συμπέραινε ο φίλος του ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005).