Βαλσάκια από ρεμπέτικο πάλκο!
09/12/2023Η στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου, μιλώντας για το ρεμπέτικο, δίνει μια παραστατική εικόνα του, τονίζοντας πως: «Πατάει σε δρόμους και κανόνες ρυθμικούς και αρμονικούς, που κουβαλούν όλο το καταστάλαγμα ενός ιδιαίτερου και αυθεντικού τρόπου έκφρασης. Πόνος, χαρά, αίσθηση απώλειας, ανάγκη φυγής και διαφυγής, αγώνας της ανθρώπινης ψυχής να αφήσει το στίγμα της σε δύσκολους καιρούς για την ίδια την επιβίωση…
«Τρία λεπτά και 10 δεύτερα έχετε. Προσοχή στα λάθη και να κρατάτε το χρόνο. Το κερί είναι πανάκριβο και πρέπει να γίνει η φωνογράφηση με τη μία!». Κάπως έτσι επαναλαμβάνονταν η οδηγία, κάθε που ήταν να γράψουν έναν δίσκο φωνογράφου. Η ορχήστρα έμπαινε σύσσωμη, μουσικοί και τραγουδιστές έπαιζαν και τραγουδούσαν και το κομμάτι έβγαινε. Στις πρόβες είχανε χρονομετρήσει ακριβώς, αφήνοντας απ’ έξω εισαγωγές, μελωδίες, ρεφρέν και γέφυρες ώστε να πέσουν μέσα στο χρόνο. Αν, παρ’ όλη την πρόβα ο τεχνικός εγγραφής έβλεπε πως ξέφευγαν, τούς έκανε νόημα και το τέμπο, στα τελειώματα, γινόταν πιο γρήγορο. Σπανίως μεν αλλά συνέβαινε.
Στη συνέχεια η κέρινη μήτρα πήγαινε στο εργοστάσιο και έβγαιναν οι δίσκοι. Τους έπαιρναν τα μαγαζιά και από ‘κει έπαιρναν το δρόμο τους για τα σπίτια, τα καφενεία και τους φωνογραφιτζήδες. Και τα ρεμπέτικα τραγούδια απλώνονταν σαν πυρκαγιά, που ζέσταινε τις ψυχές των λαϊκών ανθρώπων, συντροφεύοντάς τους στις χαρές και στις λύπες.
Η στιχουργός Λίνα Νικολακοπούλου, μιλώντας για το ρεμπέτικο, δίνει μια παραστατική εικόνα του, τονίζοντας πως: «Πατάει σε δρόμους και κανόνες ρυθμικούς και αρμονικούς, που κουβαλούν όλο το καταστάλαγμα ενός ιδιαίτερου και αυθεντικού τρόπου έκφρασης. Πόνος, χαρά, αίσθηση απώλειας, ανάγκη φυγής και διαφυγής, αγώνας της ανθρώπινης ψυχής να αφήσει το στίγμα της σε δύσκολους καιρούς για την ίδια την επιβίωση…
Όσο για τα λόγια των τραγουδιών, είναι τόσο λιτά, καίρια και ελεύθερα, όσο η επιθυμία αυτών που τα έγραφαν να παρηγορηθούν, να διαμαρτυρηθούν, να γιατρευτούν, να γελάσουν και να ξεχάσουν… Τα ψάχνουμε, τα παίζουμε ξανά και κάθε φορά μετράμε τους σύγχρονους εαυτούς μας μαζί τους, προσπαθώντας να καταλάβουμε τι μας δένει με αυτά και τι μας συγκινεί ακόμα τόσο βαθιά».
Η έρευνα που ποτέ δεν σταματά
Ερευνώντας κάποιος τα ρεμπέτικα τραγούδια, όσο πιο βαθειά στην ιστορία τους μπαίνει, τόσο και πιο πολύ συνειδητοποιεί πως αυτή η έρευνα δεν μπορεί να τελειώσει, οριστικά, ποτέ. Να φτάσει, δηλαδή, στο σημείο ο ερευνητής να πει, κάποια στιγμή: «Αυτά είναι όλα, ολοκλήρωσα!». Κυριολεκτικά, δεν φτάνουν δυο και τρεις ζωές να ψάχνεις και να βρίσκεις, μια που και πάλι, κάτι θα μείνει απ’ έξω…
Έτσι, πιστεύω πως πιο ρεαλιστικό είναι να προσθέτουμε “λιθαράκια” σ’ αυτήν την έρευνα, χωρίς να βαυκαλιζόμαστε πως θα δούμε ποτέ το οικοδόμημα στην τελική του, οριστική μορφή.
Σ’ αυτό μου, λοιπόν, το σημείωμα, είπα να κάνω μια μικρή περιήγηση σε ένα είδος που ξεφεύγει από την κλασική πεπατημένη του χασάπικου – ζεϊμπέκικου και των οριεντάλ ακουσμάτων. Μια που η ρεμπέτικη δημιουργία αρκετές φορές και για διάφορους λόγους, άλλοτε από διάθεση αναζήτησης άλλων μουσικών μορφών και άλλοτε για βιοποριστικούς, κινήθηκε και πέραν της… καθ’ ημάς Ανατολής. Και, συγκεκριμένα, σκοπεύω να σας πάρω σε ένα μικρό ταξιδάκι, να γνωρίσουμε τα ρεμπέτικα βαλσάκια…
Βαλς και… όπερα από ρεμπέτες
Μου λέγανε μια παλιά ιστορία, όπου μεγαλοκτηματίας των Μεσογείων ή από εκεί τριγύρω, τελοσπάντων, συνοδεύοντας σε κατάστημα λαϊκών ασμάτων δεσποσύνη, ουδεμίαν σχέσιν έχουσα με λαϊκά ακούσματα, εισέπραξε την παρατήρηση: «Καλά είναι αυτά αλλά εγώ προτιμώ την όπερα!».
Άρχοντας με τα όλα του αυτός – μην το προγκήξουμε το κορίτσι και είναι και μπάνικο – ανταποκρίθηκε άμεσα: «Όπερα θες μανίτσα; Η επιθυμία σου διαταγή!». Στράφηκε στο γκαρσόνι, το φώναξε κοντά του και τού έδωσε μια χρυσή λίρα Αγγλίας, με την εντολή: «Δώσ’ τη στο μαέστρο και πέσ’ του να μάς παίξει καμιά… όπερα!».
Την όπερα δεν την ξέρανε αλλά τη λίρα την γνωρίζανε… εξ όψεως, φυσικά. Έτσι, για να μπορέσουνε να την δικαιούνται, βάσει της παραγγελιάς, ο μπουζουκτσής έδωσε εντολή: «Βαράτε τσάμικο λεβέντικο και ακολουθάτε!».
Και άρχισε, με ηρωικό ύφος να τραγουδά, με όλη την ορχήστρα να τον σιγοντάρει: «Όπερα, μωρέ όπερα, ο βλάχος θέλει όπερα!».
Ήτανε, βλέπετε, αυτή η τάση του Νεοέλληνα να θέλει να το παίζει… Ευρωπαίος, όταν λίγδωνε το άντερό του και έπιανε τίποτα στραβά λεφτά και όταν στο τραπέζι υπήρχανε γυναίκες, από τις… καθωσπρέπει.
Οπότε, το πρόγραμμα, ειδικά όταν υπήρχαν οικογένειες ανάμεσα στους θαμώνες, πέραν των λαϊκών ακουσμάτων, περιλάμβανε, απαραιτήτως, κάποια βαλς και καμιά… Κουμπαρσίτα.
Ρεμπέτικα βαλσάκια
Σε μια πρόχειρη έρευνα που έκανα, με αφορμή ένα ρεμπέτικο βαλσάκι, που γράψαμε με τον συνεργάτη μου, λαϊκό συνθέτη Θεόφιλο Μετασίδη, “αλίευσα” από το διαδίκτυο την παρακάτω λίστα με ρεμπέτικα βαλσάκια, που έχει συνταχθεί από τον ερευνητή Σάκη Πάπιστα:
• “ΑΣ ΜΗ ΞΗΜΕΡΩΝΕ ΠΟΤΕ”, των Κώστα Μάνεση & Απ. Χατζηχρήστου (Απ. Χατζηχρήστος – Ε. Χατζηχρήστος) (Κανταδόρικο) (1939;)
• “ΕΛΑ ΝΑ ΠΑΜΕ ΤΣΑΡΚΑ”, του Απ. Χατζηχρήστου (Απ. Χατζηχρήστος – Γιάννης Σταμούλης ή Μπιρ – Αλλάχ) (Κανταδόρικο) (1947)
• “Η ΜΑΡΓΙΩ (ΜΑΜΖΕΛ ΜΑΡΙ)”, των Μ. Μάτσα & Σπ. Περιστέρη (Ελένη Λαμπίρη – Πάνος Σάμης) (Χιουμοριστικό) (1949)
• “Η ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ”, των Μπάμπη Βασιλειάδη ή Τσάντα & Στράτου Παγιουμτζή (Στράτος – Στελλάκης) (Ερωτικό) (1946)
• “ΜΑΤΙΑ ΤΣΑΚΙΡΙΚΑ”, των Ζακ Ιακωβίδη & Σπ. Περιστέρη (Ε. Λαμπίρη – Κ. Ρούκουνας) (Ερωτικό) (1956)
• “ΜΕ ΜΙΑ ΒΑΡΚΟΥΛΑ”, των Γ. Φωτίδα & Σπ. Καλφόπουλου (Γ. Παπαδόπουλος – Σούλα Καλφοπούλου) (Ερωτικό) (1953)
• “ΠΑΜΕ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ”, των Μ. Μάτσα & Σπ. Περιστέρη (Π. Σάμης – Στ. Χασκίλ) (Ερωτικό) (1949)
• “ΠΛΗΓΩΜΕΝΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ”, του Γ. Παπαϊωάννου (Ρένα Ντάλλια – Νίκος Καλλέργης) (Ερωτικό) (1951)
• “ΣΤΟ ΓΛΥΚΟ ΧΑΡΑΓΜΑ”, των Μ. Μάτσα & Σπ. Περιστέρη (Δ. Περδικόπουλος – Γ. Μανησαλής ή Λαδόπουλος) (Κανταδόρικο) (1947)
• “ΤΟ ΡΟΛΟΓΑΚΙ ΠΟΥ ΦΟΡΕΙΣ”, των Κ. Κοφινιώτη & Π. Τούντα (Ι. Γεωργακοπούλου – Μ. Χιώτης) (Του Χωρισμού) (1940)
• “ΕΜΑΘΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ”, του Γιώργου Κατσαρού – Θεολογίτη (Γ. Κατσαρός) (Χασικλίδικο) (1929)
Κλείνοντας, αποτολμώ, αν και βρίσκομαι εκτός… ρεμπέτικου χρόνου, να “ευλογήσω τα γένια μου”, με ένα καινούργιο ηλικιακά αλλά παλιακό ως προς το ύφος, ρεμπέτικο βαλσάκι, που έχει τίτλο:
“ΒΓΗΚΑΜΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΠΟΛΑ”, σε στίχους δικούς μου και μουσική του Θεόφιλου Μετασίδη: