Βλέποντας την “Καλλίστη” να βυθίζεται και να… αναδύεται
09/07/2023«Όχι, Δάφνη. Εσύ έχεις λόγο που έρχεσαι εδώ. Εξάλλου εγώ ήμουν που σου πρότεινα αυτό το πορτραίτο. Ελπίζω ότι δε θα με παρερμηνεύσεις-θεωρώντας πιθανώς ότι σε χρησιμοποιώ-αν σου πω ότι είσαι μέρος του ελληνικού τοπίου, στο οποίο είμαι αποφασισμένος να θητεύσω. Με τον όποιο τρόπο, το τονίζω αυτό»… Ως αφετηρία αυτού του κειμένου επέλεξα, ένα απόσπασμα όχι από την “Καλλίστη”, αλλά από το πρώτο μυθιστόρημα της Αννίτας Παναρέτου, με τίτλο “Τα πορτραίτα της” για δύο λόγους, που περισσότερο συνυφαίνονται, παρά διακρίνονται μεταξύ τους.
Ο πρώτος συνδέεται συνολικά με το έργο της συγγραφέως, πρωτεϊκό στον πυρήνα του, καθώς καταπιάνεται, χωρίς φόβο αλλά με πάθος, με ετερόκλητα είδη: με μια μελέτη εμφανίστηκε στο πεδίο της λογοτεχνίας (ΙΜ Παναγιωτόπουλος, Συνολική θεώρηση του έργου του, εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα, 1990).
Δοκιμάστηκε και στο παιδικό αφήγημα (“Μια ιστορία καλοκαιρινή”, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 1992), συνέχισε με το μνημειώδες πεντάτομο έργο “Ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία” (εκδ. Επικαιρότητα, 1995), ασχολήθηκε με τον Παντελή Πρεβελάκη και τον Χρυσόστομο Γανιάρη, ενώ από το 2007 περνάει στη λογοτεχνική αφήγηση με την ιστορική βιογραφία/επιστολικό μυθιστόρημα “Η παρηγορία των επιστολών σου” (εκδόσεις Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 2021).
Ακολουθούν τα βιβλία “Τα πορτραίτα της” (εκδόσεις Εστία, 2011), το “Ψυχής εγκώμιον” (Εστία, 2019), που χαρακτηρίζεται «μαρτυρία» και η “Καλλίστη” (εκδ. Αλφειός, 2022). Προσωρινή διακοπή στην λογοτεχνική της διαδρομή η ιστορική μελέτη “Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου, Έλληνες όμηροι και αιχμάλωτοι σε ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα και φυλακές, 1941-1945”, εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα, 2020, που τιμήθηκε το 2021 με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.
Το βύθισμα ενός χωριού
Μπροστά στον πολυσχιδή χαρακτήρα της συγγραφικής της πορείας για τον επίδοξο κριτικό μόνο ένα κλειδί υπάρχει: η διαπίστωση, ένα οιονεί “άνοιξε σουσάμι”, πως με όποιο είδος και αν ασχοληθεί η Αννίτα Παναρέτου, όποια πορεία και να πάρει η πένα ή το πληκτρολόγιό της, στην ουσία σχεδιάζει διαφορετικές εκδοχές του ίδιου βιβλίου. Ενός βιβλίου φτιαγμένου από ιστορία, χρόνο, μνήμη, από αποσιώπηση και ζωγραφική.
Με αυτόν τον τρόπο, και εδώ περνάω στον δεύτερο λόγο, το πρώτο της μυθιστόρημα, “Τα πορτραίτα της” μπορεί να πει κανείς πως αποτελεί το alter ego της πιο πρόσφατης νουβέλας, της Καλλίστης. Στα “Πορτραίτα της” είναι ο αστικός χώρος, η Αθήνα του Μεσοπολέμου και μια νέα γυναίκα, η Δάφνη, που βυθίζεται μέσα στην ζωγραφική της αναπαράσταση, προκειμένου να αναδυθεί το τοπίο.
Στην “Καλλίστη” βρισκόμαστε στην επαρχία παρακολουθώντας το βύθισμα ενός χωριού, για να βρει ένας άνδρας αυτή τη φορά τον εαυτό του. Προσέξτε: το γεγονός είναι πραγματικό και έλαβε χώρα από το 1969 έως το 1979, όταν σκεπάστηκε κάτω από τα νερά του Μόρνου το χωριό Κάλλιον, για τη δημιουργία τεχνητής λίμνης στην πεδιάδα ανάμεσα στα Βαρδούσια και την Γκιώνα. Στο έργο της Αννίτας Παναρέτου δεν υπάρχουν σύνορα. Η ιστορία διατρέχει τις μυθοπλασίες της, όπως το νερό εισβάλλει στα έρημα σπίτια.
Η σπουδαιότητα της “Καλλίστης”
Προς επίρρωση του διαλόγου ιστορίας-μυθοπλασίας σίγουρα δεν στερείται ενδιαφέροντος ότι η συγγραφή του βιβλίου κράτησε περίπου 15 χρόνια, ενώ εκδόθηκε 20 χρόνια αργότερα από τη χρονολογία ολοκλήρωσής του. Μοιάζει σαν η συγγραφέας όλο αυτό το διάστημα να κατασκεύαζε τη δική της “τεχνητή λίμνη”, το δικό της “φράγμα”, βυθίζοντας (ή μήπως αποκαλύπτοντας;) στις λέξεις της μια άλλη πατρίδα, έξω από τη γεωγραφία.
Ωστόσο, αν η εξιστόρηση είχε περιοριστεί στο χωριό που χάθηκε, δε θα είχαμε ίσως κάτι περισσότερο από μια ενδιαφέρουσα λογοτεχνική μαρτυρία. Η Αννίτα Παναρέτου έχει την έμπνευση, και κατά την άποψή μου εδώ έγκειται η σπουδαιότητα της “Καλλίστης”, να επικεντρωθεί στο χωριό που αναδύεται ξανά μέσα από τα νερά της τεχνητής λίμνης κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ανομβρίας.
Μέσα από βλέμματα που δημιουργείται η εντύπωση πως εναλλάσσονται σε σημείο να μην διαχωρίζεται το βλέμμα του αφηγητή από εκείνο του ήρωα, αλλά πάντα ή σχεδόν πάντα με τριτοπρόσωπη αφήγηση, παρακολουθούμε το νεκρό χωριό να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας. Οι περιγραφές παραπέμπουν σε αγιογραφίες.
Για μια τέτοια αγιογραφία, την εικόνα των οσίων Ζωσιμά και Σαββατίας από το Σολοβέτσκ, έγραφε ο Ευγένιος Τρουμπετσκόι: «η φτώχια αυτού του γήινου τοπίου χρειάζεται στον εικονογράφο, για να υπογραμμίσει την τεράστια ομορφιά του μοναχικού κοινοβίου». Στην Αννίτα Παναρέτου το απόκοσμο του βυθισμένου χωριού είναι ο δρόμος, για να αναδειχθεί η ομορφιά (προσθέτω: και η οδύνη) μιας ζώσας ψυχής που επιμένει να θυμάται.
Ο Στάλκερ
Κάθε δρόμος χρειάζεται έναν οδηγό. Τον “Στάλκερ”. Και αν στην ταινία του Αντρέι Ταρκόφκσι ο Στάλκερ οδηγεί τον συγγραφέα και τον επιστήμονα σε ένα φυσικό τοπίο, στη “Ζώνη”, ενδεχομένως μετωνυμία ενός βυζαντινού ναού, στην “Καλλίστη” ο ήρωας γίνεται ο δικός μας Στάλκερ, αφυπνίζοντας, μέσα σε ένα αντίστοιχα διαβρωμένο τοπίο, σε εμάς, τους επιλήσμονες, την ανάγκη να θυμηθούμε.
Μπορεί αυτό που περιμένει στο τέλος της διαδρομής να είναι “στάλες χοντρές” που πέφτουν πάνω σε μια παρτίδα τάβλι – στάλες από δάκρυα ή από βροχή, κανείς δεν ξέρει – ωστόσο η “Καλλίστη” έχει ήδη οδηγήσει τον αναγνώστη της πάλι στον άνθρωπο, έξω από τη βαρβαρότητα των ημερών. Ακόμη και αν εκεί περιμένει η σιωπή.