Ξαναζωντανεύει η μυκηναϊκή ακρόπολη στην Κωπαΐδα
15/01/2022Τα κυκλώπεια τείχη στην ακρόπολη στην Κωπαΐδα περνούν επί δύο αιώνες σχεδόν απαρατήρητα και τα θαυμάζουν μόνον όσοι έχουν χωράφια εκεί τριγύρω. Όμως πρόκειται για την μεγαλύτερη σε έκταση οχυρωμένη μυκηναϊκή ακρόπολη της Ελλάδος που έχει διατηρηθεί σε σημαντικό βαθμό. Τώρα αποφασίστηκε να επιδειχθεί ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον για αυτήν, με την προοπτική της αξιοποίησης, αλλά και διασύνδεσής της με άλλες μυκηναϊκές ακροπόλεις.
Το δε πλέον αξιομνημόνευτο στοιχείο αυτών των τειχών, είναι ότι τα έχτισαν άνθρωποι που κατάφεραν να αποξηράνουν την Κωπαΐδα πλήρως, κάτι που στη σύγχρονη Ιστορία εμείς καταφέραμε μόλις το 1931 και μάλιστα με σκληρά “παζάρια”. Το έργο για τη μυκηναϊκή ακρόπολη είχαν αναλάβει Γάλλοι και το 1881 έγιναν πανηγυρικά εγκαίνια. Όμως το 1887 ξέσπασε φωτιά γιατί οι Γάλλοι δεν σκέφτηκαν τα εύφλεκτα φύκια, πάχους τεσσάρων μέτρων στον πάτο της λίμνης.
Η φωτιά που ξέσπασε στην τύρφη έκαιγε επί δύο χρόνια, εμβάθυνε την πεδιάδα, και ξαναγέμισε νερό η λίμνη. Μετέπειτα αναλαμβάνουν Άγγλοι, που ουσιαστικά στηρίζονται στο σύστημα των Μινύων και το 1890 προχωρούν την αποστράγγιση, αλλά αρχίζουν τα προβλήματα μεταξύ των καλλιεργητών και της αγγλικής εταιρείας που είχε “ρίξει κεφάλαια” και είχε τον πρώτο λόγο στην διανομή γαιών. Το έργο ολοκληρώνεται το 1931 με μεγάλες δυσκολίες, καθώς οι εργαζόμενοι προσβάλλονταν από ελονοσία και δύσκολα βρίσκονταν εργατικά χέρια.
Από τους Άγγλους απαλλαχτήκαμε το 1953 και η γη μοιράστηκε σε 13.000 καλλιεργητές. Tώρα αποφασίσθηκε να γίνει εμπεριστατωμένη μελέτη του μνημείου και της εποχής του και να προβληθεί. Στο πλαίσιο αυτό θα αξιοποιηθεί το υφιστάμενο οδικό δίκτυο και θα οργανωθεί δίκτυο με κάθε μυκηναϊκή ακρόπολη (Ορχομενός-Κωπαΐδα-Αγία Μαρίνα-Άγιος Ιωάννης), ώστε η ακρόπολη της Κωπαΐδας να ενταχθεί ως κόμβος στο δίκτυο πεζοπορίας.
Η ονομασία και το παρελθόν
Δεν είναι γνωστή η αρχαία ονομασία για το κυκλώπειο τείχος, μήκους τεσσάρων χιλιομέτρων σε ένα σχήμα ακανόνιστου τριγώνου. Η ονομασία Γλα που χρησιμοποιεί δυστυχώς και το υπουργείο Πολιτισμού, είναι κατάλοιπο από την εποχή που ήταν ευρέως διαδομένα τα αρβανίτικα και πιθανόν είναι παραφθορά του αλβανικού κουλά ή του τουρκικού κιουλέ, που σημαίνουν “φρούριο”. Η ονομασία της ακρόπολης και ο πολιτισμός των Μινύων χάθηκε και το κάστρο τους έμεινε θλιβερά παρατημένο επί δύο αιώνες.
Οι Μινύες της Βοιωτίας (πλούσια φυλή που συγγενείς τους από την Θεσσαλία συμμετείχαν και στην Αργοναυτική εκστρατεία) θεωρούνται οι ιδρυτές του προϊστορικού οικισμού στην λίμνη της Κωπαΐδας, όπου σε ένα νησί της έχτισαν ακρόπολη για να διαχειρίζονται τα έσοδα και τις καλλιέργειες από την πεδιάδα, αλλά και για να αποσύρονται εκεί όταν αυτή πλημμύριζε. Από το φρούριο αυτό αμύνονταν και στους μπόλικους εχθρούς τους. Εκεί κατέφευγαν και οι καλλιεργητές όταν γίνονταν πόλεμοι, όμως δεν ήταν οικισμός και οι αγρότες φιλοξενούνταν μόνον εκτάκτως.
Οι Μινύες όταν άκμαζαν, είχαν φόρου υποτελή την Θήβα και πιθανόν την Αθήνα. Ο μύθος θέλει να καταστράφηκαν από τους Ηρακλειδείς, τάχα όταν ο Ηρακλής έφραξε με τεράστιους βράχους τις καταβόθρες και ξαναπλημμύρισε την λίμνη. Υπάρχουν ενδείξεις για μεγάλη φωτιά, που είναι άγνωστο (αν και πιθανό) να την έβαλαν εχθροί των Μινύων, συγκεκριμένα οι Θηβαίοι. Δεν αποκλείεται να συνέπεσαν και φυσικές καταστροφές, όπως σεισμοί. Αποτέλεσμα: οι Μινύες της περιοχής έφυγαν –όσοι επέζησαν– και πήραν μαζί και όλα τα υπάρχοντά τους.
Τα τείχη και το σύστημα αποστράγγισης
Οι Μινύες αποστράγγιζαν τη λίμνη με ένα μικτό σύστημα με σήραγγες, διώρυγες και καταβόθρες, εκμεταλλευόμενοι και τα φυσικά υπόγεια σπήλαια. H έκταση στο εσωτερικό του τείχους, που φτάνει τα 200 στρέμματα, ήταν χωρισμένη με ένα λοξό διατείχισμα. Η είσοδος ήταν αυστηρά ελεγχόμενη όπως φαίνεται. Εικάζεται πως δεν επρόκειτο για παλάτι, αλλά ουσιαστικά για μια διαρχία αξιωματούχων, με τον έναν να επιβλέπει την αποθήκευση των καλλιεργειών από την πεδιάδα και τον άλλων να επιβλέπει τα αποστραγγιστικά έργα. Αυτά συντηρούνταν διαρκώς.
Και οι δύο πτέρυγες αποτελούνται από μικρά διαμερίσματα των δύο ή τριών δωματίων, τα οποία συνδέονται με ένα σύστημα διαδρόμων που τους επιτρέπουν να επικοινωνούν αλλά και να απομονώνονται. Tο κτίριο είχε και ξύλινες πόρτες, οι οποίες όμως όλες αμπάρωναν. Oι τοίχοι αποτελούνταν από καλοχτισμένα λίθινα τοιχόβαθρα αλλά και ωμές πλίθες με ξυλοδεσιά. Oι στέγες ήσαν επικλινείς, σκεπασμένες με πήλινα κεραμίδια, από τα οποία βρέθηκαν αρκετά. Υπάρχει και μία σειρά δωματίων από τα οποία ένα ή δύο σε κάθε πτέρυγα μπορεί να ήταν εργαστήρια ή κατοικίες.
Βρέθηκαν πίθοι (αποθηκευτικά αγγεία) και μεγάλοι αμφορείς, λεκάνες για το πλύσιμο των χεριών (προχοΐδια), αλλά και εκατοντάδες εδώδιμα στρείδια και άφθονο καμένο σιτάρι, που μάλλον τότε ήταν αποθηκευμένο σε σάκους. Ήσαν αποθήκες τροφίμων συνολικής χωρητικότητος 2.000 τόνων τουλάχιστον καθώς και δωμάτια κατοικίας, εργαστήρια κ.λπ. Τα παλαιότερα όστρακα που βρέθηκαν εκεί ανήκουν στους τελευταίους χρόνους της υστεροελλαδικής περιόδου (1650 έως 1050 π.Χ.).
Πολλοί επιστήμονες θεωρούν ότι το φρούριο στην Κωπαΐδα χτίστηκε στις αρχές του 13ου αι. π.X. και καταστράφηκε πριν από το 1.200 π.X. και άρα άντεξε κάτι λιγότερο από έναν αιώνα. Tο κοίλο της λίμνης περιβάλλεται από απότομα ασβεστολιθικά πρανή στα οποία ανοίγονται κατά τόπους τα σπηλαιώδη στόμια υπογείων διόδων, διαφόρων σχημάτων και μεγεθών, οι καταβόθρες, που αποστράγγιζαν ένα μέρος από τα νερά. Tα νερά προέρχονταν από τις βροχές, κυρίως όμως από τα ποτάμια της περιοχής που χύνονταν στο λεκανοπέδιο.
Φαραωνικό έργο στην Κωπαΐδα
Tα μεγαλύτερα, ο Mέλας, ο Bοιωτικός Kηφισσός και η Έρκυνα (νύμφη, σύντροφος της Περσεφόνης), έρχονταν από τα δυτικά, ενισχυόμενα και από τον Φάλαρο (Πόντζας), τον Tρίτωνα, τον Λόφι (από το όνομα του γιου του βασιλιά της Αλιάρτου, όμως ονομάζεται και Ξηρόρεμα) και άλλα μικρότερα ρέματα που κατέβαιναν από τις πλαγιές των λόφων της νότιας όχθης. Tο αποξηραντικό πρόγραμμα των αρχαίων βασιζόταν στην εκτροπή της ροής των ποταμών και στη δημιουργία καταβοθρών.
Εκεί όπου διοχετευόταν το νερό της λίμνης και φαίνεται πως το σύστημα κατέληγε κυρίως στην παραλία “Σκορπονέρια” Ορχομενού, σε απόσταση περίπου 7 χιλιομέτρων από την λίμνη. Έσκαψαν βαθιές διώρυγες τρόπον τινά και τις έχτισαν. Oι περισσότερες διώρυγες στην Κωπαΐδα σχηματίστηκαν με την κατασκευή αναχωμάτων ύψους περίπου 2 μέτρων και πλάτους αρκετά περισσότερων μέτρων.
Σε κάποια σημεία, ως μια πλευρά της διώρυγας χρησιμοποιήθηκε το πρανές του βράχου-λόφου στον οποίο χτίστηκε η ακρόπολη, ενώ η άλλη πλευρά δομήθηκε από πέτρες, στεγανοποιημένες ώστε να αντέχουν την διάβρωση από τα νερά. Μακρύτερα από το πρανές του λόφου, στην κοιλάδα, οι διώρυγες είχαν κατασκευαστεί με πέτρες και από τις δύο πλευρές. Όλα αυτά τα έργα γίνονταν το καλοκαίρι που η Κωπαΐδα στέρευε και σταματούσαν όταν η ακρόπολη ξαναγινόταν νησί. Ώσπου κατάφεραν να την διατηρούν πλέον μόνιμα αποξηραμένη και το νησί έγινε ακρόπολη.
Οι Μινύες της Βοιωτίας
Υπολογίσθηκε ότι για την κατασκευή των αναχωμάτων μετακινήθηκαν 2 εκατ. κυβικά μέτρα χωμάτων και ότι η λιθεπένδυσή τους χρειάστηκε 250.000 κυβικά μέτρα πέτρες. Υπολογίζεται, επίσης, ότι το μεγάλο κανάλι είχε ροή 100 κυβικών μέτρων το δευτερόλεπτο. Είναι πολύ πιθανόν ότι οι στέψεις (το πάνω μέρος) των αναχωμάτων είχαν επιπεδοποιηθεί για να περνούν άμαξες και τα τοιχία των διωρύγων χρησίμευαν και ως οδικές συγκοινωνιακές αρτηρίες, ενώ οι διώρυγες καθαυτές χρησιμοποιούνταν από μικρά πλωτά μέσα, για τη διακίνηση βαριών και ογκωδών φορτίων.
Οι Μυνίες, προϊστορικό ελληνικό έθνος, με γενάρχη τον Μινύα, δεν φαίνεται να συνδέονταν με τους Μινύες στον Ορχομενό της Θεσσαλίας, αλλά με τον Ορχομενό της Βοιωτίας, αν και πιθανόν υπήρχε κάποια μακρινή συγγένεια. Ο Παυσανίας πρόλαβε και είδε τον τάφο του Μινύα, βασιλιά του Ορχομενού, χωρίς το θολωτό κτίσμα να έχει υποστεί καταστροφές. Είχε κτισθεί κάποια στιγμή από το 1500 έως το 1250 π.Χ.
Σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι οι Μινύες της Βοιωτίας άκμασαν ιδίως κατά το πρώτο ήμισυ της 2ης χιλιετίας π.Χ. και επί μακρό διάστημα και ότι μάλιστα δημιούργησαν πολλές αποικίες. Όσο για τον γενάρχη τους, καταγόταν από ημίθεους, αφού σύμφωνα με τον μύθο, ήταν δισέγγονος του Άλμου, βασιλιά του Ορχομενού και διαδόχου του άκληρου Ετεοκλή. Ο Άλμος είχε δύο κόρες που η μια ζευγάρωσε με τον Ποσειδώνα και γέννησε τον Χρύση, ο οποίος εν συνεχεία παντρεύτηκε κοινή θνητή και απέκτησε τον Μινύα.