Ασυμβίβαστο υπουργού-βουλευτή, δημοψηφίσματα και ανεξάρτητες αρχές
15/02/2019Το πακέτο της συνταγματικής αναθεώρησης, εκτός των άλλων, περιέχει δύο σημαντικές παρεμβάσεις (δημοψηφίσματα και ανεξάρτητες αρχές), αλλά χαρακτηρίζεται από μία ηχηρή απουσία: την καθιέρωση ασυμβίβαστου μεταξύ υπουργού-βουλευτή. Αν και το ασυμβίβαστο αυτό δεν συνηθίζεται σε κοινοβουλευτικά πολιτεύματα, θα μπορούσε να λύσει πολλά προβλήματα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Θα μπορούσε να ανεβάσει την ποιότητα του κυβερνητικού έργου. Ταυτοχρόνως, θα μετέτρεπε τη Βουλή σε πραγματική νομοθετική εξουσία και όχι σε μηχανισμό επικύρωσης των επιλογών της εκτελεστικής εξουσίας, όπως είναι σήμερα.
Σήμερα, κάθε βουλευτής νοιώθει ως υποψήφιος προς υπουργοποίηση και ως εκ τούτου γίνεται πολιτικά όμηρος του πρωθυπουργού. Με άλλα λόγια δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του ως μέλος της νομοθετικής εξουσίας. Με δεδομένο ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ανήκει στο κυβερνών ή στα κυβερνώντα κόμματα, η ανεξάρτητη νομοθετική εξουσία στην πράξη εκφυλίζεται σε θεραπαινίδα της εκτελεστικής.
Το ίδιο ισχύει και για την επίσης ανεξάρτητη δικαστική εξουσία, λόγω του γεγονότος ότι οι ηγεσίες των ανωτάτων δικαστηρίων διορίζονται από την κυβέρνηση. Εάν η νομοθετική εξουσία ήταν πραγματικά ανεξάρτητη θα μπορούσε να έχει ενεργό και αυτόνομο ρόλο στην επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, ενισχύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία.
Με άλλα λόγια, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα στην Ελλάδα, το ασυμβίβαστο υπουργού-βουλευτή είναι όρος για να μετατραπεί από τύπο σε ουσία η συνταγματική διάταξη για την ανεξαρτησία των τριών εξουσιών. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο για να καταστεί λειτουργική η μεταξύ τους ισορροπία, η οποία και θεωρείται εγγύηση για την ευρυθμία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Στο πλαίσιο αυτό έχει σημασία η πρόταση να τεθεί ανώτατο όριο τριών θητειών για τους βουλευτές. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι πρέπει να σπάσει η αναπαραγωγή των πελατειακών μηχανισμών επανεκλογής. Πρόκειται για θεμιτό επιχείρημα, επειδή ο βουλευτής δεν πρέπει να γίνεται επάγγελμα. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν είναι αβάσιμο το επιχείρημα πως όταν εκλέγει ο λαός δεν πρέπει να τίθεται συνταγματική απαγόρευση. Στην Ελλάδα των πελατειακών σχέσεων, πάντως, θα βοηθήσει εάν τεθεί όριο. Όποιος, άλλωστε, θέλει, θα μπορεί να ξαναδιεκδικήσει την εκλογή του, αφού προηγουμένως μείνει εκτός Βουλής για μία τουλάχιστον τετραετία.
Μια σημαντική καινοτομία
Σημαντική καινοτομία είναι η με την ψήφο των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ εισαγωγή των δημοψηφισμάτων στην πολιτική ζωή. Για την ακρίβεια η δυνατότητα του λαϊκού παράγοντα να επιβάλει δημοψήφισμα ή να αποκτά νομοθετική πρωτοβουλία. Η πρώτη κριτική που ασκείται ισχυρίζεται ότι με τα δημοψηφίσματα υπονομεύεται ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας του πολιτεύματος.
Πρόκειται για νομικίστικο επιχείρημα που υποκρύπτει μία “αριστοκρατική” αντίληψη και μία δυσπιστία προς τον λαϊκό παράγοντα. Το δημοψήφισμα είναι η μόνη δυνατή εκδοχή της άμεσης δημοκρατίας. Συμπληρώνει και εμπλουτίζει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η αντιπροσωπευτικότητα, άλλωστε, δεν έχει καθιερωθεί σαν ιδανικό. Έχει καθιερωθεί, επειδή στις σύγχρονες Πολιτείες δεν είναι πρακτικά δυνατή η διακυβέρνηση με άμεση δημοκρατία.
Όποιος πιστεύει πως είναι για το καλό μίας Πολιτείας η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εμπλοκή των πολιτών στα κοινά δεν μπορεί να βρει σοβαρά επιχειρήματα εναντίον της λελογισμένης διεξαγωγής δημοψηφισμάτων. Οι ρήτρες, άλλωστε, που τίθενται δεν επιτρέπουν κατάχρηση. Δαιμονοποιούν ή τουλάχιστον αντιτίθενται στα δημοψηφίσματα όσοι θεωρούν ότι οι πολίτες πρέπει μόνο να ψηφίζουν κάθε τέσσερα χρόνια τα υφιστάμενα κόμματα και στη συνέχεια να αφήνουν αποκλειστικά στα χέρια της κυβέρνησης –εν μέρει και της Βουλής– τη λήψη όλων των αποφάσεων.
Επειδή, όμως, δεν μπορούν να εκφράσουν δημοσίως την άποψη ότι ο λαός είναι ανίκανος να αποφασίζει για κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την τύχη του, ισχυρίζονται ότι τα δημοψηφίσματα διχάζουν. Στην πραγματικότητα, αυτή η λογική υποκρύπτει την ίδια “αριστοκρατική” νοοτροπία. Με την ίδια λογική και η δημοκρατία διχάζει, αφού αναδεικνύει τα ζητήματα και τις σχετικές αντιθέσεις που διατρέχουν κάθε κοινωνία. Το ζητούμενο, όμως, δεν είναι οι αντιθέσεις να επικαλύπτονται, αλλά να επιλύονται με δημοκρατικό τρόπο.
Οι ανεξάρτητες αρχές
Ένα άλλο ζήτημα που ετέθη στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη συνταγματική αναθεώρηση είναι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τις ανεξάρτητες αρχές. Μία ανεξάρτητη αρχή μπορεί να συστήνεται με αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Υπενθυμίζουμε ότι –όχι αδικαιολόγητα– ο Τσίπρας είχε χαρακτηρίσει τις ανεξάρτητες αρχές αποθέωση της τεχνοκρατικής ιδεολογίας, η οποία έχει την τάση να συρρικνώνει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Η τάση για δημιουργία ανεξάρτητων αρχών είναι διεθνής, αλλά η Ελλάδα το έχει παρακάνει. Κι αυτό χωρίς να μιλήσουμε για την πρωτοφανή μνημονιακή επιβολή να μετατραπεί σε ανεξάρτητη αρχή ο σκληρός πυρήνας του κράτους που είναι η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων. Είναι αληθές πως υπάρχουν πολλές παθογένειες στη λειτουργία των κυβερνήσεων, αλλά τουλάχιστον αυτές έχουν τη δημοκρατική νομιμοποίηση και περισσότερο ή λιγότερο ελέγχονται. Αντιθέτως, ο θεσμικός έλεγχος των ανεξάρτητων αρχών είναι απαράδεκτα περιορισμένος.