Ο Τσίπρας δεν θέλει αυτόνομο παίκτη στο κέντρο
14/12/2017του Σταύρου Λυγερού –
Η τελευταία έγκυρη δημοσκόπηση της MRB, που δείχνει το προβάδισμα της ΝΔ να έχει μειωθεί αισθητά, επιβεβαιώνει την εμπειρική εκτίμηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει κάποια σημάδια μερικής ανάκαμψης. Η διαφορά, όμως, είναι ακόμα μεγάλη και δύσκολα ανατρέπεται. Στο Μαξίμου, όμως, ελπίζουν ότι θα κάνουν το θαύμα, αλλά οι πιο προσγειωμένοι θεωρούν πως κεντρικός στόχος τους πρέπει να είναι να μην εξασφαλίσει η ΝΔ αυτοδυναμία.
Πριν λίγους μήνες, έθεταν ως κεντρικό στόχο ο ΣΥΡΙΖΑ να παραμείνει ο άλλος πυλώνας του πολιτικού συστήματος, κυριαρχώντας πολιτικοεκλογικά στην Κεντροαριστερά. Τότε υψηλά ιστάμενος κυβερνητικός παράγοντας μας είχε πει: «εάν έχουμε κάποια ελπίδα να κερδίσουμε είναι με τη φυγή προς τα εμπρός. Δεν λέω πως είναι εύκολο να αντιστραφεί το αρνητικό για μας κλίμα. Λέω, όμως, πως έτσι θα παραμείνουμε ο ένας από τους δυο πόλους του πολιτικού συστήματος και θα έχουμε μέλλον. Εάν ακολουθούσαμε άλλο δρόμο θα πέφταμε σε τοίχο. Θα κάναμε ζημιά και στη χώρα και στον ΣΥΡΙΖΑ».
Τώρα πλέον, στο Μαξίμου θεωρούν δεδομένο πως έχουν εδραιωθεί ως ο άλλος πόλος του πολιτικού συστήματος. Όσον αφορά στα μικρά κόμματα που αποσχίσθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ (Λαϊκή Ενότητα και Πλεύση Ελευθερίας), θεωρούν πως έχουν δείξει τα όριά τους. Έχουν αντιμνημονιακή σημαία, αλλά δεν έχουν πείσει ότι μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης. Ίσως αποσπάσουν κάποιες λίγες ψήφους από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν συνιστούν απειλή.
Όσον αφορά το Κίνημα Αλλαγής εκτιμούν πως δεν είναι ικανό να προσελκύσει εκλογικά την πλειονότητα των δυσαρεστημένων κεντροαριστερών ψηφοφόρων, οι οποίοι δεν πρόκειται να ψηφίσουν τη ΝΔ. Παρόλα αυτά, παρακολουθούν με προσοχή τις σχετικές διεργασίες. Στόχος του πολιτικού σχεδιασμού τους είναι να μην δοθεί το περιθώριο στην υπό συγκρότηση παράταξη του ενδιάμεσου χώρου να ενισχυθεί.
Στενό μαρκάρισμα
Αν και δημοσκοπικά το Κίνημα Αλλαγής εμφανίζεται ενισχυμένο, δεν καταγράφεται τάση μαζικής επιστροφής πρώην “πράσινων” ψηφοφόρων. Από την άλλη πλευρά, όμως, το ΠΑΣΟΚ έχει δείξει ότι διαθέτει κάτω φράγμα στην εκλογική επιρροή του. Αυτό σημαίνει ότι, σε συνδυασμό με τα δορυφορικά σχήματα που συναποτελούν το Κίνημα Αλλαγής, παραμένει ένας μικρομεσαίος, αλλά εκλογικά σταθερός πολιτικός παίκτης.
Η στρατηγική του Τσίπρα είναι σπρώξει την υπό συγκρότηση ενδιάμεση παράταξη ή προς την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ή προς την πλευρά της ΝΔ. Προ μηνών είχε απευθύνει κάλεσμα προς τη Γεννηματά για συνεργασία στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων. Όπως είναι γνωστό, το άνοιγμά του έπεσε στο κενό. Για το Μαξίμου, ωστόσο, έχει σημασία ότι αυτό το πολιτικό φλερτ βγάζει στην επιφάνεια τις εσωτερικές αντιθέσεις του Κινήματος Αλλαγής.
Όπως προαναφέραμε, στόχος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι υποχρεωτικά να φέρει τη νέα παράταξη προς την πλευρά του. Θα το ήθελαν, βεβαίως, αλλά έχουν επίγνωση πως αυτό το ενδεχόμενο δεν συγκεντρώνει πολλές πιθανότητες. Σαφώς περισσότερες πιθανότητες συγκεντρώνει το ενδεχόμενο μίας συνεργασίας του Κινήματος Αλλαγής με τη ΝΔ για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Το σενάριο αυτό είναι καλοδεχούμενο στο Μαξίμου, επειδή θεωρούν πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα μείνει μόνος του να εκφράσει τον ευρύτερο χώρο της αντι-Δεξιάς. Με άλλα λόγια, θεωρούν πως θα ωφεληθούν και εάν η ενδιάμεση παράταξη συνεργαστεί μαζί τους και εάν συνεργαστούν με τον Μητσοτάκη. Δεν τους συμφέρει το Κίνημα Αλλαγής να ενισχύεται σε βαθμό που να μπορεί να σταθεί αυτόνομα ως τρίτος πολιτικός πόλος». Γι’ αυτό και οι πιέσεις προς τη Γεννηματά να ξεκαθαρίσει τον προσανατολισμό της προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση θα ενισχυθούν όσο θα έρχεται πλησιέστερα το ενδεχόμενο εκλογών.
Η δύσκολη αυτονομία
Είναι κοινό μυστικό ότι η πλειονότητα των στελεχών του Κινήματος Αλλαγής θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικό εχθρό. Αντιθέτως, τη ΝΔ την θεωρεί πολιτικό αντίπαλο, με τον οποίο, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να συνεργασθεί, όπως είχε πράξει και την περίοδο 2012-15 επί κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου. Υπάρχει, ωστόσο, και μία τάση που θα προτιμούσε μία υπό όρους σύμπλευση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά μετά τις εκλογές, όταν και το κόμμα του Τσίπρα θα έχει –σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– πάει στην αντιπολίτευση.
Η Γεννηματά επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ των αντίρροπων αυτών τάσεων. Διακηρυγμένος στόχος και της ίδιας και των άλλων συνιστωσών είναι η συγκρότηση μίας παράταξης ικανής να επανασυσπειρώσει τον χώρο της Κεντροαριστεράς και να τον καταστήσει και πάλι έναν εκ των δύο πυλώνων του πολιτικού συστήματος. Η φιλοδοξία αυτή δεν επιβεβαιώνεται Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μία επιχείρηση συγκόλλησης κάποιων μικρομερίδων του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ συν ό,τι έχει απομείνει από το Ποτάμι και τη ΔΗΜΑΡ.
Στα λόγια το Κίνημα Αλλαγής συμφωνούν στην ανάγκη πολιτικής αυτονομίας έναντι και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Στην πράξη, όμως, διολισθαίνουν –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο– προς μία ετεροβαρή ισορροπία, συμπλέοντας κατά κανόνα με τη ΝΔ. Αυτό εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι ως αντιπολιτευόμενα κόμματα βρίσκονται συχνά στην ίδια όχθη.
Ανομολόγητη σύγκλιση συμφερόντων
Όπως, ωστόσο, είχε φανεί με κραυγαλέο τρόπο στην ψηφοφορία για την απλή αναλογική το καλοκαίρι του 2016 δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος. Είναι εμφανές ότι τόσο οι ιδεολογικές εκλεκτικές συγγένειες όσο και οι έξωθεν επιρροές ωθούν την πλειονότητα των στελεχών του Κινήματος Αλλαγής προς την πλευρά του Μητσοτάκη. Όπως προαναφέραμε, όμως, υπάρχει και μία μειονότητα που κοιτάζει προς την άλλη πλευρά.
Το Μαξίμου επιχειρεί να εκμεταλλευθεί αυτήν ακριβώς την αντίφαση με σκοπό να καθαρίσει πολιτικά-εκλογικά το έδαφος στον ενδιάμεσο χώρο. Το κλίμα πόλωσης συμφέρει και γι’ αυτό καλλιεργείται και από τα δύο μεγάλα κόμματα. Το αξιοσημείωτο είναι ότι σ’ αυτό συμβάλει με τη ρητορική της και η Γεννηματά, παρότι προοπτικά πιθανότατα θα της γυρίσει πολιτικό μπούμεραγκ.
Ο Μητσοτάκης “χαϊδεύει” πολιτικά τη Γεννηματά και προσπαθεί να ενισχύσει τα φιλικά προς αυτόν ερείσματα στο Κίνημα Αλλαγής. Θέλει να το ρυμουλκήσει προς την πλευρά του, για να έχει πολιτικό βάθος και αν χρειασθεί μετά τις εκλογές να έχει έτοιμο κυβερνητικό εταίρο. Όπως έχουμε ήδη πει, μία τέτοια εξέλιξη βολεύει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη βολεύει μια χαρά και τη ΝΔ να έχει απέναντί της τον ΣΥΡΙΖΑ παρά ένα κλασικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα με μεγαλύτερη πολιτική αποδοχή και εκλογική διεισδυτικότητα. Είναι ακριβώς γι’ αυτό που δημιουργείται εκ των πραγμάτων μία ανομολόγητη σύγκλιση συμφερόντων ανάμεσα στους δύο μεγάλους παίκτες.