Ο κόσμος του μπουζουκιού πριν γίνει μόδα…
03/06/2023Το μπουζούκι, όργανο κατ’ εξοχήν μονήρες, που απαιτεί μεγάλη ικανότητα, ανέδειξε κατά καιρούς δεξιοτέχνες που απέκτησαν ξεχωριστή φήμη, τοπική ή και πανελλήνια. Εδώ πρέπει να τονίσω ότι η έκταση της φήμης δεν ήταν, όπως και δεν είναι, ανάλογη τόσο της ικανότητα, αλλά του μέσου που την διαδίδει και των επιμέρους κοινωνικών συνθηκών.
Για παράδειγμα, θα αναφερθώ σε γνωστά ονόματα. Όλοι γνωρίζουν τις μεγάλες ικανότητες του Μανώλη Χιώτη, όμως ελάχιστοι τις απείρως μεγαλύτερες του Γιοβάν Τσαούς, γιατί ο μεν πρώτος βρέθηκε σε εποχή πολύ πιο βολική για να προβληθεί το μπουζούκι, ενώ ο δεύτερος μόλις που πρόλαβε να ηχογραφήσει δώδεκα (12) συνολικά τραγούδια, σε μια εποχή δύσκολη και προκατειλημμένη απέναντι στο συγκεκριμένο όργανο.
Από παλιά δεν γνωρίζουμε ονόματα μπουζουξήδων. Υπάρχει μόνο ένα διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για έναν μπουζουξή, όπως και η επισήμανση του Δημήτρη Καμπούρογλου πως στην Αθήνα υπήρχαν «καλλιφωνότατοι μπουζουκτσήδες». Γνωρίζουμε πως ο στρατηγός Μακρυγιάννης έπαιζε μπουζούκι ή ότι ο Αναγνώστης Μάθεσης, καπετάνιος στην εποχή του Όθωνα, έπαιζε κι αυτός μπουζούκι, όμως δεν μπορούμε να ξέρουμε τον βαθμό δεξιοτεχνίας τους.
Επώνυμη καταγραφή δεξιοτέχνη μπουζουξή βρίσκεται σε ένα άρθρο του 1908, στο “Τριφυλιακόν Ημερολόγιον”. Σ’ αυτό κατονομάζεται ο δεξιοτέχνης Λυκούργος Τζανέας από τους Γαργαλιάνους: «Αν είναι αληθές το λεγόμενον ότι η μουσική είναι τελειοποιημένη ομιλία ανταποκρινομένη απ’ ευθείας προς το αίσθημα, ότι ως λέγουσιν είναι μία φυσική συνέπεια της προόδου του λόγου και της συν τω χρόνω αναπτύξεως και τελειοποιήσεως της φωνής του ανθρώπου…».
«Τότε διά το μπουζούκι, ως προς γλώσσαν μητρικήν, υποχρεούμαι και εγώ ως επαρχιώτης μουσοπόλος να προσφέρω υπέρ της εγχωρίου μουσικής, υπέρ του μπουζουκίου ως φόρον εκτιμήσεως, όχι μόνον τας ολίγας τούτας γραμμάς, αλλά και την ειλικρινή εξομολόγησίν μου ότι αυτήν την μουσικήν εννοώ ως την γλώσσαν την μάλλον ανταποκρινομένην προς τας μυχίους διαθέσεις της ψυχής μου… διότι δι’ αυτής εδιδάχδην τους πρώτους… και γλυκύτερους μουσικούς φθόγγους».
Δεξιοτέχνες της εποχής
Σημαντική πηγή πληροφόρησης για παλιούς μπουζουξήδες είναι τα αυτοβιογραφικά στοιχεία ανθρώπων που έχουν ζήσει τον χώρο και τον κόσμο του ρεμπέτικου τραγουδιού. Ο Μάρκος Βαμβακάρης αναφέρεται σε συμπατριώτες του μπουζουξήδες: «Από τη Σύρα ακόμα, πιτσιρίκος, άκουσα πολλούς παλαιούς μπουζουξήδες. Τον Μανωλάκη τον Τρεισήμιση απ’ την Απάνω Χώρα, τον Στραβογιώργη τον Αόμματο, τον Μαούτσο, τον Αντρικάκη, τους κουρείς Βαφέα και Καραγιάννη και τον Παγκαλάκη, ο οποίος έπαιζε άριστον τζουρά. Αυτοί όλοι είναι Συριανοί».
Αυτός, μάλιστα, που τον επηρέασε και τον έκανε να μάθει μπουζούκι ήταν ένας παλιός φίλος του πατέρα του από τη Σύρο, που μετά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά: «… Στη Σύρα, που ήμουνα μικρός 10-12 χρόνων, ο πατέρας μου απόκτησε έναν φίλο, αυτόν τον Νίκο τον Αϊβαλιώτη, ο οποίος έπαιζε μπουζούκι… Λίγο πριν πάω στρατιώτης, το 1924 ή αρχή του 25, άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο, τον Αϊβαλιώτη, να παίζει το μπουζούκι του, το οποίο τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου…».
Στον Πειραιά εγκατεστημένος ο Βαμβακάρης, θυμάται και αναφέρεται σε κάποιους δεξιοτέχνες της εποχής (δεκαετία του ’20). «Ερχόντουσαν εκείνο τον καιρό διάφοροι μπουζουξήδες παλαιοί, ο Γιάννης ο Γυαλιάς, κάποιος Αλεκάκι, το πιο καλό μπουζούκι εκείνου του καιρού, όμως όχι εμένα να με φτάσει, ο Μπογιατζής και άλλοι πολλοί. Κάποιος Αποστολής Ζουμαρίτης, πολύ καλό μπουζούκι, αλλά πολύ κακός άνθρωπος… και κάποιος άλλος από την Αθήνα, ονόματι Μανέτας κι ένας τυπογράφος Γεώργιος Σκούρτης. Όλοι αυτοί καλά μπουζούκια εκείνου του καιρού».
Ο Νίκος Μάθεσης, ιχθυέμπορος, νταής και στιχουργός, μιλά για τα χρόνια τα παλιά:
«Όταν μιλάω για τα χρόνια τα πρώτα, που βγήκα εγώ στην πιάτσα της μαγκιάς, δεν υπήρχανε τότες μπουζουξήδες επαγγελματίες. Ο Μιμικός έπαιζε, ο Μπογιατζής ο Μιμικός, που είχε χρόνια τεκέ στον Πειραιά. Ο Τσίμπλης έπαιζε, ο Γυαλιάς, ο Παράκιας, ο Γαβρήλος. Αυτός ο Γαβρήλος ήταν θείος του Μπάτη κι έπαιζε ταξίμια, που σου ’βγαζε την καρδιά. Ο Γαβρήλος έμαθε μπουζούκι τον Σκριβάνο και τους άλλους. Αυτός έμαθε μπαγλαμά τον Μπάτη… Εκτός απ’ αυτούς έπαιζε κι ο πατέρας του Κερομύτη, ο Χαρίλαος. Αρχοντόμαγκας… Απ’ τους πρώτους ήτανε κι ο Στεφανάκης ο Σπιτάμπελος… Σ’ άλλες περιοχές έπαιζαν οι άλλοι, που τους γνώριζα, ο Σκούρτης, ο Ασημαρήτης, ο Ρεγγίνας».
Η εποχή των… μερακλήδων
Ο Γιώργος Μπάτης, ανάμεσα στις πολλές δουλειές που έκανε, είχε φτιάξει και ένα χοροδιδασκαλείο. Αναφερόμενος σ’ αυτό, ο Μιχάλης Γενίτσαρης δίνει κι αυτός κάποια ονόματα: «Στο χοροδιδασκαλείο του Μπάτη, λοιπόν, ερχόταν όλο το σινάφι. Ο Μάρκος Βαμβακάρης… ένας Μήτσος Καρυδάκιας, που έπαιζε κι αυτός μπουζούκι… Ένας Σημαρίτης ερχόταν, ο Σκούρτης ερχόταν ο τυπογράφος, ένας Σταύρος που ήταν μηχανικός στα ψυγεία, ο οποίος αυτός έπαιζε και το καλύτερο μπουζούκι απ’ όλους. Ερχόταν ο Γιάννης ο Γυαλιάς, ο Ηλίας Καμπανάος, ο περίφημος νταής Γιώργος Σκριβάνος, ο αδελφός του ο Νίκος κι ένας μπάρμπα-Νώντας από την Αθήνα. Αυτοί παίζανε όλοι μπουζούκι, ήταν οι πρώτοι πριν βγει μπουζουξής στη δουλειά, επαγγελματίας».
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου θυμάται κάποιους μπουζουξήδες του Πειραιά: «Στον Πειραιά έπαιζε ο Σκριβάνος, ήταν νταής, αλλά καλό παιδί, ο Σκούρτης ο τυπογράφος, ο πατέρας του συναδέλφου μας του Κερομύτη, ο Χαρίλαος και κάτι λίγοι ακόμα. Τότες, εκείνα τα χρόνια, κατέβαιναν στις Τζιτζιφιές δυο γεροντάκια και έπαιζαν μπουζούκι. Ο ένας ήταν ο Θανάσης, λιγάκι ανισόρροπος. Τρελός αλλά το παίξιμό του τρέλαινε εμένα! Έπαιζε πολύ καλά, ήταν γλυκός, όλο διωνίες και καλά πιασίματα. Ο άλλος από τους δύο γέρους λεγότανε Ασημαρήτης».
Ο Στέλιος Κερομύτης, σ’ ένα σύντομο σημείωμά του με τίτλο “Ιστορία Μπουζουκιού” γράφει: «Το μπουζούκι το εγνώρισα το 1916 σε ηλικία 8 ετών, διότι έπαιζε ο πατέρας μου ως ερασιτέχνης… Ο πατέρας μου τυγχάνει να έχει μια ταβέρνα και από την ταβέρνα αυτήν παρέλασαν οι μπουζουκτσήδες που θα σας ονομάσω. Ο πρώτος που γνώρισα λεγόμενος Ζυμαρίτης, ο δεύτερος ο Μανέτης, ο Ρεγγίνας, ο Μιμικός ο Μπογιατζής και ο Χαρίλαος, αυτοί ήταν οι μπουζουκτσήδες της εποχής εκείνης που ’παιζαν κάπως συστηματικά».
Αυτές, πάνω-κάτω, είναι οι κύριες καταγραφές, που αναφέρονται στους παλιούς μπουζουξήδες, την εποχή που ακόμα δεν υπήρχαν δίσκοι ούτε μαγαζιά με μπουζούκια.
Ήταν ακόμα η εποχή που στο μπουζούκι ο οργανοπαίκτης κένταγε μόνος του τη χαρά, τον καημό, το μεράκι του. Ήταν ακόμα η εποχή που υπήρχαν μερακλήδες… Μετά ήρθε το εμπόριο…