Σε χρηματοοικονομικές συμπληγάδες η Τουρκία – Οι αμείλικτοι αριθμοί
10/06/2023Από το 2018 η Τουρκία εκδήλωσε τα συμπτώματα μίας ολέθριας χρηματοοικονομικής κρίσης. Κατά την διάρκεια της τελευταίας διετίας η λίρα έχει υποτιμηθεί κατά 90% έναντι του δολαρίου και του ευρώ, ενώ κατά την διάρκεια του 2022 ο πληθωρισμός έφθασε το 85%, το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 24 ετών. Πέραν του τεραστίου ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, των δυσθεώρητων υποχρεώσεων εξυπηρέτησης του εξωτερικού της χρέους ($216 δισ. για το 2023) και της αποκατάστασης των καταστροφών λόγω των σεισμών, το νέο οικονομικό επιτελείο έχει να αντιμετωπίσει και το πρόσθετο βάρος από τις προστατευόμενες από την υποτίμηση καταθέσεις που φθάνουν τα $160 δισ.
Το πρόγραμμα προστασίας των καταθέσεων από την υποτίμηση της τουρκικής λίρας εφαρμόστηκε με την μεγάλη αναταραχή στην αγορά συναλλάγματος στα τέλη Δεκεμβρίου του 2021, με στόχο την αναχαίτιση της δολαριοποίησης, ενθαρρύνοντας τους καταθέτες να αποταμιεύουν τουρκικές λίρες. Με βάση το πρόγραμμα, οι καταθέσεις προστατεύονται από το υπουργείο Οικονομικών και την Κεντρική Τράπεζα Τουρκίας έναντι οποιασδήποτε απώλειας λόγω υποτίμησης της λίρας, χωρίς να επηρεάζεται το επιτόκιο των τραπεζών που προστίθεται.
Οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα αντιπροσωπεύουν το 40% του συνόλου έναντι 60% πριν από την εφαρμογή του προγράμματος, ενώ για να προωθηθεί η αποδολαριοποίηση, οι αρχές υποχρεώνουν τις τράπεζες να διακρατούν κρατικούς τίτλους χαμηλών αποδόσεων, όταν οι καταθέσεις σε τουρκική λίρα υποχωρούν κάτω από το όριο του 70% του συνόλου. Η συγκεκριμένη υποχρέωση εξωθεί τις τράπεζες να πιέζουν τους πελάτες προς την δημιουργία προστατευόμενων καταθέσεων, διοχετεύοντας ταυτόχρονα σκληρό συνάλλαγμα από τις μετατροπές προς την Κεντρική Τράπεζα.
Το πρόγραμμα, όμως, έχει σοβαρό κόστος και οι καλύψεις των προστατευόμενων καταθέσεων κατά το 2022 επιβαρύνουν το υπουργείο Οικονομικών με 200 δισ. λίρες ($12,25 δισ.), ενώ η υποχώρηση της ισοτιμίας κατά 25% έναντι του δολαρίου στο πρώτο εξάμηνο του 2023 συνεπάγεται πρόσθετο κόστος της τάξης των $40 δισ. Εάν μάλιστα επαληθευθεί η εκτίμηση της Morgan Stanley για υποτίμηση του τουρκικού νομίσματος κατά 30% το 2023 (μάλλον υπερβολικά συντηρητική), εφόσον δεν υπάρξει μεταβολή της νομισματικής πολιτικής, τότε το κόστος προστασίας εκτινάσσεται στα $48 δισ.
Η υποστήριξη της τουρκικής λίρας συνεπάγεται χαλιναγώγηση των ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων. Παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός υποχώρησε επίσημα κάτω από το 40% τον Μάϊο, οι τιμές, ειδικά στα είδη διατροφής, παραμένουν δυσθεώρητα υψηλές, λόγω της περιορισμένης προσφοράς που πλήττεται από την μείωση της αγροτικής παραγωγής. Οι καταστροφικοί σεισμοί έχουν πλήξει μια ευρεία αγροτική ζώνη που εισφέρει το 15% στην συνολική τουρκική αγροτική παραγωγή και κατά τα φαινόμενα το πρόβλημα των ελλείψεων δεν πρόκειται να επιλυθεί άμεσα, με συνέπεια να ενισχύει τις πληθωριστικές πιέσεις.
Η τουρκική οικονομία εξαρτάται καταθλιπτικά από τις εισαγωγές, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας και των πρώτων υλών, οπότε η οποιαδήποτε απότομη άνοδος των τιμών στο συνάλλαγμα, συνεπάγεται αύξηση των τιμών για τους καταναλωτές. Η δραματική υποτίμηση της λίρας, υποχρέωσε την Κεντρική Τράπεζα Τουρκίας σε απεγνωσμένες προσπάθειες να σταθεροποιήσει έστω και προσωρινά τις συναλλαγματικές ισοτιμίες κατά την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου.
Όμως, μετά τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης ξέσπασε νέα αναταραχή στην αγορά συναλλάγματος. Κι αυτό παρά την παρουσίαση του νέου οικονομικού επιτελείου, που υπόσχεται ορθολογική προσέγγιση στους τομείς την νομισματικής και της οικονομικής πολιτικής. Οι αγορές εκτιμούν πως ο Τούρκος πρόεδρος δεν θα επιτρέψει μεγάλα περιθώρια ελιγμών στο νέο Υπουργό Οικονομικών Mehmet Simsek και στην προερχόμενη από τις ΗΠΑ έμπειρη ανώτατη τραπεζικό της Goldman Sachs, Hafize Gaye Erkan που αναλαμβάνει τα ηνία της Κεντρικής Τράπεζας Τουρκίας.
Συσσώρευση προβλημάτων
Για να παρασύρει το εκλογικό σώμα προς την αναφανδόν υποστήριξή του και με ακόμα νωπή την καταστροφική εμπειρία των σεισμών, ο Erdogan εξήγγειλε αρκετές νέες παροχές. Αυτές δυστυχώς πιέζουν ακόμα περισσότερο την οικονομία και οδηγούν σε συνεχή αιμορραγία τα αποθέματα σε συνάλλαγμα. Οι παροχές συμπεριλαμβάνουν αύξηση κατά 45% των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και μείωση των χρονικών ορίων συνταξιοδότησης.
Από την άλλη πλευρά, η αυταρχική διακυβέρνησή του και η δεινή οικονομική κρίση, προκαλούν φυγή πολλών μορφωμένων νέων προς τις χώρες της Ευρώπης. Η φυγή αναπόφευκτα εξασθενίζει τις δυνατότητες αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης και ενδεχόμενα ο Τούρκος πρόεδρος θα υποχρεωθεί να αναθεωρήσει κάποια σημεία της εσωτερικής πολιτικής που αποξενώνουν τους αποφοίτους των πανεπιστημίων, καθώς προτιμούν το κοσμικό κράτος από το καθεστώς της χώρας τους.
Η γενικά οικτρή οικονομική κατάσταση υποχρεώνει τον Erdogan σε σειρά αναγκαστικών κινήσεων στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Στρέφει προς το παρόν την προσοχή του στις σχέσεις με τα Εμιράτα, το Κατάρ, την Σαουδική Αραβία, αλλά και με την Ρωσία, προσδοκώντας οικονομική υποστήριξη. Στο παρασκήνιο κινείται και το Πεκίνο, αλλά εάν η συνδρομή των ανωτέρω κριθεί ανεπαρκής, αναπόφευκτα η Τουρκία θα κινηθεί προς τις ΗΠΑ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αν και δεν έχει δώσει καμία υπόσχεση για αλλαγές στον τομέα της εσωτερικής ή της εξωτερικής πολιτικής, η ενδεχόμενη αποτυχία στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης θα επιβάλλει στον Erdogan σειρά αλλαγών που ο ίδιος δεν επιθυμεί.
Ο Τούρκος πρόεδρος οφείλει να επιλύσει και τα θέματα του προϋπολογισμού, που επιβαρύνονται με τις έκτακτες δαπάνες που συσσωρεύουν οι καταστροφές των σεισμών του Φεβρουαρίου. Το έλλειμμα στο πρώτο τετράμηνο του 2023 έφθασε το 50% του προβλεπόμενου για ολόκληρο το έτος και τελικά πρόκειται να αναρριχηθεί στο 6% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση έχει την ανάγκη συμπληρωματικού προϋπολογισμού με πρόσθετους φόρους και μέτρα πιστωτικής συρρίκνωσης για να καλύψει τα επικίνδυνα ελλείμματα.
Για να χαλιναγωγηθεί ο πληθωρισμός επιβάλλεται η περικοπή των δαπανών σε σκληρό συνάλλαγμα (εισαγωγές) και η ενίσχυση των εσόδων σε σκληρό συνάλλαγμα από τις εξαγωγές και τον τουρισμό. Η ανάπτυξη χωρίς συντελεστή αποπληθωρισμού προβλέπεται να κινηθεί στο 2-3%, αν και τα συγκεκριμένα μέτρα ίσως προκαλέσουν πολιτικές πιέσεις με δεδομένες τις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου του 2024. Το νέο οικονομικό επιτελείο, πάντως, καλείται να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της Τουρκίας στις αγορές, ώστε να προσελκύσει επενδυτικά κεφάλαια, εγκαταλείποντας την μέχρι τούδε οικονομική πολιτική του Τούρκου προέδρου.