Τα “Μουσεία Influencers” πολλαπλασιάζουν το αποτύπωμα στην κοινωνία
30/10/2023Ο πολιτισμός δεν έχει τίποτα να φοβηθεί, παρά μόνο να κερδίσει, από τις διευκολύνσεις της εποχής. Οι νέες τεχνολογίες, το περιβάλλον Τεχνητής Νοημοσύνης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν αποτελούν απλώς ένα σημαντικό εργαλείο δουλειάς, εξωστρέφειας και επικοινωνίας των πολιτιστικών φορέων με το κοινό. Οι νέες τεχνολογίες, το περιβάλλον Τεχνητής Νοημοσύνης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν κομμάτι του σύγχρονου πολιτισμού και ως τέτοιο, ιδανικά, πρέπει να συνυπάρχουν, να συμπορεύονται και να συνδημιουργούν με τους παραδοσιακούς πολιτιστικούς φορείς, όπως παρουσιάζω στο τελευταίο μου βιβλίο “Μουσεία Influencers”.
Παράδειγμα πρώτο: Οκτώβριος 2023. Το Βρετανικό Μουσείο ανακοινώνει στην παγκόσμια κοινότητα την απόφασή του να ψηφιοποιήσει το σύνολο της συλλογής του, δίνοντας στο κοινό τη δυνατότητα πρόσβασης από το πιο μικρό έως το πιο μεγάλο αντικείμενο, μέσω της ιστοσελίδας του. Έχει προηγηθεί ένα σοβαρό πλήγμα στην εικόνα του μουσείου, τον Αύγουστο του ιδίου έτους, όταν έγινε γνωστή η υπόθεση κλοπής περίπου 2000 αντικειμένων ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου.
Παράδειγμα δεύτερο: Μάρτιος 2021. Μεσούσης της πανδημίας του κορονοϊου και ενώ το κοινό βιώνει αλλεπάλληλα lockdowns και υφίσταται τις συνέπειες της κοινωνικής αποστασιοποίησης, το μουσείο “Λούβρο” προσέφερε στο κοινό πρόσβαση στο σύνολο της συλλογής του και όχι μόνο στα αντικείμενα που εκτίθενται στις αίθουσές τους. Έγιναν προσβάσιμα μέσω διαδικτύου 482.000 έργα τέχνης σε οποιονδήποτε πολίτη, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου.
Δυο σύγχρονα παραδείγματα από δυο εμβληματικούς φορείς, τα οποία έχουν ένα κοινό σημείο που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Μια κρίση, έγινε αφορμή για την ψηφιακή αναβάθμιση των συγκεκριμένων ιδρυμάτων. Μια κρίση αξιοπιστίας, στην περίπτωση του Βρετανικού Μουσείου και μια υγειονομική κρίση, στην περίπτωση του Λούβρου, επέσπευσαν διεργασίες που τεχνικά ήταν ομολογουμένως εφικτό να είχαν ήδη πραγματωθεί αρκετά χρόνια νωρίτερα.
Τα μικρότερα μουσεία
Εύλογα κάποιος διερωτάται: αν ένας κεντρικός, παγκοσμίου φήμης, υψηλής επισκεψιμότητας μουσειακός φορέας χρειάζεται ένα τόσο ισχυρό σοκ, προκειμένου να κάνει τις υπερβάσεις και να επιταχύνει μια πλήρη μετάβαση στη νέα εποχή, τι συμβαίνει σε μικρότερα ιδρύματα; Με τον όρο “μικρότερα ιδρύματα”, αναφερόμαστε σε φορείς της περιφέρειας ή ακόμη πόλεων ή πρωτευουσών που δεν βρίσκονται σε κεντρικές θέσεις. Δηλαδή, σε πολιτιστικά ιδρύματα μικρότερης επισκεψιμότητας και εμβέλειας, που μοιραία έχουν περιορισμένα έσοδα και μικρές έως ανύπαρκτες κρατικές ή ιδιωτικές ενισχύσεις / επιχορηγήσεις.
Πόσο εύκολο είναι ένα απομακρυσμένο μουσείο να λειτουργήσει “μη φοβικά” ή ακόμη και “τολμηρά”,, ανταποκρινόμενο στις προκλήσεις της νέας εποχής, όταν το Λούβρο ή το Βρετανικό Μουσείο χρειάστηκαν ένα σοκ, για να κάνουν το μεγάλο άλμα της ψηφιοποίησης; Στην Ελλάδα, την απάντηση έδωσε αρκετά νωρίς, ήδη το 2008, ένα μικρό μουσείο που ιδρύθηκε στα ορεινά της Λέσβου, στο χωριό Χύδηρα. Σαρανταπέντε λεπτά από τον Μόλυβο, 15 ολόκληρα χρόνια πριν, ιδρύθηκε το πρώτο ψηφιακό μουσείο της χώρας, το μουσείο “Γιώργου Ιακωβίδη”.
Το μουσείο είναι αφιερωμένο στο έργο του κορυφαίου ζωγράφου, ενός καλλιτέχνη, ο οποίος θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου και ο οποίος υπήρξε ο πρώτος διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης. Όπως περιγράφεται στον ιστότοπό του το μουσείο: «αποτελεί προσομοίωση ενός πραγματικού Μουσείου με πολλαπλές λειτουργίες και δυνατότητες. Με δεδομένη την απουσία πραγματικών έργων, φιλοδοξεί να γίνει ένας πόλος έλξης των επισκεπτών της Λέσβου αλλά και των μόνιμων κατοίκων της, ιδιαίτερα των νέων. Ένας τόπος όπου η τεχνολογία και η τέχνη συναντιούνται για να μυήσουν τον επισκέπτη κάθε ηλικίας στη ζωή και το έργο του ανθρώπου και δημιουργού, Γεώργιου Ιακωβίδη».
Όταν σε ένα ορεινό χωριό ενός ακριτικού νησιού μιας μεσογειακής χώρας υιοθετείται τεχνολογία αιχμής (οθόνες TFT, touch screens, δίγλωσσα πάνελ με ενσωματωμένες έγχρωμες φωτιζόμενες διαφάνειες και οθόνη κινηματογραφικής προβολής) την πρώτη δεκαετία του 2000, με εκπεφρασμένο στόχο την προσέλκυση του κοινού, είναι δύσκολο να αποδεχθεί κάποιος ότι σήμερα υπάρχουν ιδρύματα που δεν θέτουν ως κυρίαρχη προτεραιότητά τους, όχι απλώς τη σύνδεσή τους, αλλά την ταύτισή τους με τον ψηφιακό κόσμο. Πολύ περισσότερο όταν σήμερα το κοινό εξαρτά κάθε πτυχή της καθημερινότητάς του (εργασία, ενημέρωση, εκπαίδευση, ψυχαγωγία κλπ), με τις νέες τεχνολογίες.
Με όχημα τα social media
Σύγχρονη έρευνα στις ΗΠΑ, συνδέει τους influencers του διαδικτύου ακόμη και με την επισκεψιμότητα των μουσείων. Ειδικότερα, η αμερικανική έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα πως το 28% των χρηστών του TikTok έχει επισκεφθεί κάποιο αξιοθέατο (υδάτινο πάρκο, λούναπαρκ, ενυδρείο, μουσείο κλπ) επειδή το είδε σε κάποιο βίντεο της δημοφιλούς πλατφόρμας.
Όπως προανέφερα, στο τελευταίο μου βιβλίο “Mουσεία Influencers” επιχειρώ να αποτυπώσω πως φορείς του πολιτισμού, στα χρόνια των ψηφιακών influencers υιοθετούν τα νέα μέσα και άρα τις νέες δυνατότητες και ευκαιρίες. Πρώτον, για να πολλαπλασιάσουν την επιρροή τους και δεύτερον, και για να εμβαθύνουν τα μηνύματα που εκπέμπουν και τελικά να ενισχύσουν το αποτύπωμά τους στην κοινωνία.
Σε σχέση με το πρώτο. Τον Ιούλιο 2020, η διάσημη influencer Chiara Ferragni επισκέπτεται της Galleria Uffizi της Φλωρεντίας για τις ανάγκες μιας φωτογράφησης της Vogue. Καθώς βρίσκεται μπροστά από την “Γέννηση της Αφροδίτης”, τον διάσημο πίνακα του Sandro Botticelli, αυτοφωτογραφίζεται και αναρτά την εικόνα στον προσωπικό της λογαριασμό στο Instagram, που εκείνη την περίοδο είχε 20.000.000 ακολούθους.
Το μουσείο αναπαράγει την εικόνα στους επίσημους λογαριασμούς του, χαρακτηρίζοντας την influencer «ένα είδος σύγχρονης θεότητας, την εποχή των social media». Ακολουθεί χιονοστιβάδα αρνητικών κριτικών για την επιλογή του μουσείου να αναδείξει ως πλεονέκτημα την παρουσία της Ferragni στις αίθουσές του, ωθώντας τον ίδιο τον διευθυντή του Uffizi, Eike Schmidt, να υπερασπιστεί την επιλογή του, γνωστοποιώντας πως το Σαββατοκύριακο μετά από την πολυσυζητημένη επίσκεψη, κατεγράφη αύξηση 27% στους νέους επισκέπτες. Το μουσείο σε αυτή την περίπτωση αντιμετωπίζει ξεκάθαρα τα νέα μέσα ως συμμάχους για την ενίσχυση της δυναμικής του.
Aληθινοί influencers
Σε σχέση με το δεύτερο. Οι σύγχρονοι συμπεριληπτικοί μουσειακοί φορείς δεν επιχειρούν μονάχα να συσφίξουν τη σχέση τους με την κοινωνία, αξιοποιώντας τα νέα μέσα ως μοχλό εξωστρέφειας ή ακόμα και ανάπτυξης νέων μουσειολογικών προσεγγίσεων (Τεχνητή Νοημοσύνη, εφαρμογές επαυξημένης και εικονικής πραγματικότητας κλπ).
Περισσότερο από αυτό, τα μουσεία επιδιώκουν –όλο και πιο συχνά– την ουσιαστικότερη παρέμβασή τους στα κοινά και την διείσδυσή τους στον πυρήνα των κοινωνικών ζυμώσεων. Παράγουν πολιτική, επανεξετάζουν στάσεις και αντιλήψεις ζωής, επιχειρούν να εκριζώσουν παρωχημένες πεποιθήσεις και να καταπολεμήσουν ρατσιστικές ή σεξιστικές διακρίσεις, προωθούν συμπεριληπτικές θέσεις και υπερασπίζονται την κοινωνική ενσωμάτωση ευάλωτων ομάδων.
Μέσα από τις ίδιες τους τις επιλογές τα μουσεία επιτυγχάνουν να εντυπωθούν στη συνείδηση του κοινού ως διαμορφωτές της κοινής γνώμης, ως δηλαδή αληθινοί σύγχρονοι influencers. Σύμφωνα με πρόσφατη διαδικτυακή έρευνα (από 27 Απριλίου έως 18 Μαΐου 2023) σε δείγμα 490 ατόμων και η οποία παρουσιάζεται στο βιβλίο μου 6 στους 10 ερωτηθέντες δήλωσαν πως αποδέχονται τον χαρακτηρισμό influencer για τα μουσεία, αποδεχόμενοι προφανώς την επιδραστικότητά τους.
Αν σκεφτεί κανείς πως νέα έκθεση (Οκτώβριος 2023), της Morning Consult, την οποία παρουσίασε το CNBC, δείχνει επίσης πως περίπου 6 στους 10 ανθρώπους της Γενιάς “Ζ” (Gen Zers), θα ήθελαν να κάνουν καριέρα ως influencers. Αυτό σημαίνει –με έναν τρόπο– πως τα μουσεία, ένας τόσο παλιός θεσμός, κατόρθωσε να γίνει αυτό που σχεδόν κάθε πολίτης ονειρεύεται σήμερα για τον εαυτό του. Τα μουσεία μοιάζουν να είναι πιο “σημερινά” από ποτέ…
Η περίπτωση Guggenheim
Και αν ο ψηφιακός κόσμος, για κάποιους δεν είναι ο αληθινός κόσμος, οι αναλογίες είναι εντυπωσιακές. Το παράδειγμα του μουσείου στο Bilbao είναι γνωστό. Τρεις δεκαετίες νωρίτερα, η Χώρα των Βάσκων βρίσκεται σε μαρασμό, η ανεργία είναι στα ύψη, η βιομηχανική ζώνη έχει καταρρεύσει μέχρι τη στιγμή που το Guggenheim αποφασίζει να δημιουργήσει εκεί ένα από τα εμβληματικότερα παραρτήματά του.
Ο τουριστικός χάρτης αλλάζει, η περιοχή παίρνει ξανά ζωή και γίνεται αμέσως σημείο αναφοράς. Το ψηφιακό ανάλογο του μουσείου δημιουργήθηκε μόλις πέρυσι, το 2022. Η σχεδόν αναιμική παρουσία του στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης αντιστρέφεται με αφορμή την επέτειο των 25 χρόνων λειτουργίας του. Σύμφωνα με το the art newspaper η ώθηση από τους εορτασμούς, ενίσχυσε τους λογαριασμούς του μουσείου στις δημοφιλείς πλατφόρμες κατά 60%, με αποτέλεσμα να ενταχθεί για πρώτη φορά στη λίστα με τα κορυφαία 20 μουσεία στα social media.
Τα μουσεία πλέον γνωρίζουν πως τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης δε λειτουργούν μόνο ως δίαυλοι επικοινωνίας και προώθησης των δράσεων ενός πολιτιστικού ιδρύματος, αλλά και ως βασικό μέσο ενδυνάμωσης των μηνυμάτων που εκπέμπουν ως φορείς. Μέσω των social media μπορούν και απευθύνονται ακόμη και σε τμήματα της κοινωνίας που ενδεχομένως δεν θα περάσουν ποτέ το κατώφλι τους.
Η χρήση των νέων τεχνολογιών αποτελεί συνεπώς μονόδρομο, για την εύρυθμη λειτουργία τους και τη συνολική επίτευξη των στόχων τους. Ως στιβαροί οργανισμοί, τα “Μουσεία Influencers” θα πρέπει καθημερινά να αναμετρώνται και με την φθαρτότητά τους. Να στέκονται αδιάλλακτα απέναντι μοναχά σε αποκλεισμούς, να αφουγκράζονται τον παλμό και τις ανάγκες της εποχής και να εφευρίσκουν διαρκώς νέους τρόπους επαφής με το κοινό.