Μισό αιώνα μετά – Η υποβάθμιση των δημοκρατικών θεσμών
22/11/2023Σε ό,τι αφορά την λειτουργία του πολιτεύματος, η πλέον ανησυχητική εξέλιξη των τελευταίων χρόνων είναι το λεγόμενο “επιτελικό κράτος”.
Συμπληρώθηκαν πλέον 50 χρόνια από την ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου, που σηματοδότησε την αποκατάσταση, λίγους μήνες μετά, της δημοκρατίας στην χώρα μας. Παρότι εγκαινιάσθηκε έτσι η δεύτερη μεγάλη περίοδο δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής ομαλότητας (η πρώτη ήταν από το 1864 έως το 1915) όλα δείχνουν ότι οι δύο αυτές επέτειοι δεν ενδείκνυνται για πανηγυρισμούς. Αντίθετα, επιτάσσουν, για να είναι επίκαιρες, περισυλλογή και εγρήγορση, διότι αυτό που βιώνουμε το τελευταίο διάστημα δεν είναι η θριαμβεύουσα, αλλά η “μελαγχολική δημοκρατία”.
Ο εύστοχος αυτός τίτλος του βιβλίου του Πασκάλ Μπρυκνέρ έχει χρησιμοποιηθεί βέβαια και άλλες φορές για να περιγράψει δυσλειτουργίες και υστερήσεις των δημοκρατικών μας θεσμών. Ποτέ όμως δεν ήταν τόσο ταιριαστός όσο σήμερα, για να αποδώσει πλήρως την σημερινή ζοφερή εικόνα τους, τόσο στο επίπεδο της λειτουργίας του πολιτεύματος, όσο και στο επίπεδο της προστασίας του κράτους δικαίου και των ατομικών δικαιωμάτων. Ας τα δούμε όμως συγκεκριμένα, ξεκινώντας από το πρώτο σκέλος:
Αντικοινοβουλευτικό υπερπρωθυπουργείο το “επιτελικό κράτος”
Σε ό,τι αφορά την λειτουργία του πολιτεύματος, η πλέον ανησυχητική εξέλιξη των τελευταίων χρόνων είναι το λεγόμενο “επιτελικό κράτος”. Όταν μιλάμε για επιτελική λειτουργία του κράτους εννοούμε δύο αλληλένδετες επιλογές: πρώτον, μικρά και ευέλικτα υπουργεία, που διατηρούν μόνο τις επιτελικές αρμοδιότητες και δεύτερον μεταφορά και αποκεντρωμένη άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, με παράλληλη αναβάθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αντίθετα, το ψευδεπίγραφο “επιτελικό κράτος”, που καθιέρωσε η σημερινή κυβέρνηση, δεν υπηρετεί σε κανένα σημείο την επιτελικότητα.
Ως προς την άσκηση της κεντρικής εξουσίας, ο συγκεντρωτισμός της αυξήθηκε αντί να μειωθεί. Ως προς τον ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αυτή υποβαθμίζεται ραγδαία ως προς την διοικητική και οικονομική της αυτοτέλεια, με αποτέλεσμα να ελέγχεται ολοένα και περισσότερο από την κεντρική διοίκηση. Αυτό επιβεβαιώνει άλλωστε ανάγλυφα η μεταπήδηση του πλέον υποτακτικού προς την κυβέρνηση προέδρου της ΚΕΔΕ σε θέση υπουργού. Το χειρότερο όμως είναι ότι η συγκεκριμένη θεσμοθέτηση του “επιτελικού κράτους” συνιστά ευθεία υπονόμευση του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Στην πραγματικότητα, αυτό που έχει δημιουργηθεί, στην θέση παλαιών υπουργείων “συντονισμού” ή “διοικητικής μεταρρύθμισης”, είναι ένα υπερπρωθυπουργείο, το οποίο σταδιακά έχει υποκαταστήσει σχεδόν πλήρως τα υπουργεία και έχει καταστήσει τους υπουργούς μαριονέτες και διεκπεραιωτές προειλημμένων αποφάσεων. Η κυβέρνηση, η οποία ως συλλογικό όργανο (Υπουργικό Συμβούλιο) είναι ο βασικός φορέας της εκτελεστικής λειτουργίας, έχει καταντήσει ένα άβουλο διακοσμητικό όργανο, το οποίο απλώς επικυρώνει, συνήθως χωρίς συζήτηση, τις εισηγήσεις του πρωθυπουργού και του στενού του περίγυρου.
Δεν είναι τυχαίο ότι στον πολιτικό λόγο του πρωθυπουργού δεν υπάρχει πλέον το “εμείς” (δηλαδή η κυβέρνηση) αλλά το “εγώ”, το οποίο υπερπροβάλλεται με κάθε ευκαιρία, (βοηθούντων και των προπαγανδιστικών εν πολλοίς ΜΜΕ), είτε πρόκειται για πολιτικές πρωτοβουλίες είτε για πολιτικές αποφάσεις. Ο πρωθυπουργός συμπεριφέρεται στην πραγματικότητα, χωρίς καμία συνταγματική νομιμοποίηση, σαν Πρόεδρος Δημοκρατίας σε προεδρικό πολίτευμα (π.χ. ΗΠΑ), καταστρατηγώντας συνεχώς τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, αλλά και επιλέγοντας μία στάση που αναδίδει ολοένα και περισσότερο –ελέω και έλλειψης ουσιαστικής αντιπολίτευσης– θεσμική οίηση και προσωπική αλαζονεία. Είμαστε ίσως ένα βήμα πριν αναφωνήσει, σαν άλλος Λουδοβίκος “Το κράτος είμαι εγώ”…
Η επιβολή αντιδημοκρατικών εκλογικών συστημάτων
Καταστρατήγηση του Συντάγματος έχουμε αναμφισβήτητα και στην περίπτωση της μικροκομματικής επιβολής εκλογικών συστημάτων, τόσο στις βουλευτικές όσο και στις δημοτικές εκλογές, που παραβιάζουν ευθέως την ισοδυναμία της ψήφου των πολιτών και συρρικνώνουν την δημοκρατική νομιμοποίηση των αντιπροσώπων τους. Όπως έχω γράψει επανειλημμένα, επικαλούμενος την επιστημονική παρακαταθήκη του Αριστόβουλου Μάνεση και του Δημήτρη Τσάτσου, είναι αδιανόητο στις βουλευτικές εκλογές, να πριμοδοτείται ένα κόμμα που λαμβάνει πάνω από 25% –δηλαδή ακόμη κι αν είναι πολύ μακριά από την απόλυτη πλειοψηφία– και ταυτόχρονα να αποκλείεται από την πριμοδότηση ο συνασπισμός κομμάτων, ακόμη κι αν το ποσοστό του υπερβαίνει το ποσοστό του μεμονωμένου –δεύτερου– κόμματος.
Αδιανόητο και πρωτοφανές είναι επίσης, στις αυτοδιοικητικές εκλογές, ένα ποσοστό 43% να εξασφαλίζει τόσο την εκλογή ενός δημάρχου ή περιφερειάρχη όσο και την κατάληψη των 3/5 του δημοτικού ή περιφερειακού Συμβουλίου, παρά το ότι οι πολίτες έχουν επανειλημμένα αποδείξει ότι ένα τέτοιο ποσοστό μπορεί ευχερώς να ανατραπεί, διότι δεν εκφράζει την απόλυτη πλειοψηφία. Πρόκειται για τον ορισμό των σύγχρονων καλπονοθευτικών συστημάτων, τα οποία εξακολουθούν να είναι κομμένα και ραμμένα στα μέτρα του κυβερνώντος κόμματος και να αλλοιώνουν απροκάλυπτα την εκλογική βούληση, παρότι το Σύνταγμα επιτάσσει (άρθρο 52) την ελεύθερη και ανόθευτη έκφρασή της.
Η αντιμετώπιση του νεοναζισμού
Μια και βρισκόμαστε στο πεδίο των εκλογικών θεσμών, ένα άλλο θέμα που δεν περιποιεί στο πολιτικό μας σύστημα είναι η αντιμετώπιση των νεοναζιστικών κομμάτων, η ηγεσία των οποίων βαρύνεται με συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα. Το πρόβλημα εν προκειμένω δεν εντοπίζεται στην βασική θεσμική λύση που υιοθετήθηκε, δηλαδή στην μη ανακήρυξη κομμάτων αν τα ηγετικά τους στελέχη έχουν καταδικασθεί για εγκληματική δράση – την οποία άλλωστε έχει προτείνει πρώτος ο γράφων, ήδη από το 2013.
Εκείνο που είναι θεσμικά απαράδεκτο είναι η συγκεκριμένη τακτική της ΝΔ, η οποία δεν δίστασε να υποτάξει ακόμη και ένα τόσο σημαντικό για την δημοκρατία θέμα στους μικροκομματικούς υπολογισμούς και χειρισμούς της. Έτσι, επέλεξε να νομοθετήσει με δόσεις, αρχικά μεν με ευρύτερη συναίνεση των κομμάτων, αλλά με ελλιπή ρύθμιση, στη συνέχεια δε με αμφιλεγόμενες διατάξεις περί “πραγματικής ηγεσίας”, τις οποίες επέβαλε εκβιαστικά, χωρίς αναζήτηση συγκλίσεων και με σαφή προεκλογική στόχευση. Τα προβλήματα δε αυτών των επιλογών αναδείχθηκαν ανάγλυφα στις τελευταίες εκλογές, με αποτέλεσμα την γελοιοποίηση των εκλογικών διαδικασιών και την απόπειρα αναζήτησης σπασμωδικών και “τραβηγμένων από τα μαλλιά” λύσεων, με αχρείαστη εμπλοκή και της Δικαιοσύνης…
Ο πελατειασμός στις διοικήσεις φορέων του δημοσίου
Ιδιαίτερα προβληματικό, ως προς την αξιοπιστία των αντιπροσωπευτικών μας θεσμών, είναι και το “Νέο σύστημα επιλογής διοικήσεων φορέων του δημοσίου τομέα”, που θεσμοθετήθηκε πρόσφατα (ν. 5062/2023). Και τούτο διότι με αυτό επαναλαμβάνεται ένα δομικό λάθος, που χαρακτήριζε και το παλαιότερο opengov του ΠΑΣΟΚ. Ναι μεν εξορθολογίζεται (κατά τρόπο μάλλον υπερβολικό) η διαδικασία επιλογής των ευάριθμων δημόσιων λειτουργών που καταλαμβάνουν πράγματι πολιτικές θέσεις και άρα ορθώς διορίζονται με κομματικά κριτήρια από την κυβέρνηση. Παράλληλα όμως εξακολουθούν να υπάγονται στις πολιτικές αυτές θέσεις ουκ ολίγοι δημόσιοι λειτουργοί που δεν έχουν –και δεν πρέπει να έχουν– πολιτικά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. οι διοικητές νοσοκομείων.
Για τις θέσεις αυτές η –εξορθολογισμένη έστω– επιλογή από την κυβέρνηση συνιστά έναν απλό επιφανειακό εξωραϊσμό διαδικασιών που υπακούουν σε κομματικά και εν πολλοίς πελατειακά κριτήρια. Αν υπήρχε πράγματι διάθεση για έναν στοιχειώδη έστω –πόσο μάλλον για πολυδύναμο– θεσμικό εκσυγχρονισμό, αυτή θα επέβαλλε οριστική ρήξη με την πολιτική πατρωνία. Δηλαδή θα εφαρμόζονταν οι ίδιες διαδικασίες επιλογής που ισχύουν και για τους υπόλοιπους δημοσίους λειτουργούς…
Το αναξιόπιστο κομματικό σύστημα
Η ευθύνη πάντως για την υποβάθμιση της πολιτικής δημοκρατίας δεν βαρύνει μόνο την κυβέρνηση, αλλά και τα κόμματα. Ενώ είναι κρίσιμοι για την λειτουργία του πολιτεύματος συνταγματικοί θεσμοί, παρουσιάζουν ένα τεράστιο έλλειμμα εσωτερικής δημοκρατίας, το οποίο δυστυχώς προοιωνίζεται και τον τρόπο με τον οποίο κυβερνούν ή θα κυβερνήσουν. Εν πρώτοις, όλα τα εν δυνάμει κυβερνητικά κόμματα έχουν υιοθετήσει πλέον, χωρίς καμία ασφαλιστική δικλείδα, την εξαιρετικά αμφιλεγόμενη δημοκρατικοφανή εκλογική διαδικασία που εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ.
Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με αυτήν συμμετέχουν στην ανάδειξη του επικεφαλής του κόμματος ακόμη και τυχάρπαστα μέλη ή φίλοι της τελευταίας στιγμής, που άγονται και φέρονται από κομματικούς και εξωκομματικούς παράγοντες, χωρίς κανένα όρο ιδεολογικοπολιτικής ταύτισης, αλλά και κανένα χρονικό όριο προηγούμενης συμμετοχής στην εσωκομματική ζωή. Δεν είναι λοιπόν διόλου συμπτωματικό ότι κανένα από τα κόμματα αυτά δεν μπορεί να ισχυρισθεί αξιόπιστα ότι πληροί, έστω και στοιχειωδώς, τις προϋποθέσεις μιας γνήσιας εσωκομματικής δημοκρατίας.
Αντίθετα, αυτό που ισχύει σε όλα, με ελάχιστες παραλλαγές, είναι η θέση που εξέφρασε πρόσφατα, χονδροειδώς, ο νέος επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενος την απευθείας και αδιαμεσολάβητη σχέση με το –τυχάρπαστο επαναλαμβάνω– εκλογικό σώμα, προκειμένου να δικαιολογήσει την αγνόηση ή/και την παράκαμψη των οργάνων του κόμματος. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το “κόμμα-σκαντζόχοιρος” των προηγούμενων χρόνων, που απέκλειε συστηματικά κάθε άνοιγμα, να φτάσει απότομα στο άλλο άκρο, στο “κόμμα-χυλό”, με ρευστή και αβέβαιη βάση και με μόνο όργανο έναν πρόεδρο που την επικαλείται ερήμην της.
Στη ΝΔ, βέβαια, δεν χρειάσθηκε καν μια τέτοια επίκληση, διότι επιβλήθηκε από την αρχή, χωρίς καμία αντίσταση, η κομματική μονοκρατορία του Κυριάκου Μητσοτάκη, που προετοίμασε αλλά και επισφράγισε, στη συνέχεια, την πρωθυπουργοκεντρική μονοπώληση της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι πράγματι πρωτοφανής η αφωνία που επικράτησε απέναντι στον αρχηγό, αρχικά στο κόμμα και στην συνέχεια και στην κυβέρνηση, με μόνο δέλεαρ την κατάληψη και την διατήρηση της εξουσίας…
Αλλά και στο ΠΑΣΟΚ η όποια εσωκομματική δημοκρατία έληξε άδοξα με την εκδίωξη του Κώστα Λαλιώτη από την θέση του Γραμματέα του κόμματος, προκειμένου να δοθεί απρόσκοπτα –και άκρως εκσυγχρονιστικά!– το δαχτυλίδι από τον Κώστα Σημίτη στον Γιώργο Παπανδρέου και να εγκαινιασθεί έτσι, με το νέο τρόπο εκλογής, η εποχή των επιγόνων. Πρόκειται για μια εποχή σταδιακής συρρίκνωσης και παρακμής, στην οποία η εσωκομματική ζωή κινήθηκε μεταξύ αρχηγικών και ολιγαρχικών συμπεριφορών, με πλήρη την υποβάθμιση των εσωκομματικών διαδικασιών, αλλά και με έκδηλη την υποτίμηση και την δυσανεξία, ιδίως από τη σημερινή ηγεσία, για οτιδήποτε και οποιονδήποτε θυμίζει την ιστορική διαδρομή του ΠΑΣΟΚ.
Με δεδομένη λοιπόν την προβληματικότητα της εσωτερικής λειτουργίας των ως άνω κομμάτων, και την ανάλογη αν όχι μεγαλύτερη των υπόλοιπων μικρότερων (ξεκινώντας από την πλήρως ελεγχόμενη ανάδειξη οργάνων στο ΚΚΕ και φθάνοντας σε κόμματα ΙΧ ή κατευθυνόμενα, που παραβιάζουν κάθε έννοια εσωκομματικής δημοκρατίας) δεν είναι διόλου παράξενο ότι και το ίδιο το κομματικό σύστημα, στο σύνολό του, είναι άκρως προβληματικό, με αδυναμία συνεννόησης και σύγκλισης ακόμη και στα πλέον στοιχειώδη…