Ένα μάθημα για τον φαντασμένο κόκορα
16/03/2024Ένα μαγιάτικο πρωινό, πλημμυρισμένο απ’ τα πρώτα κύματα του ήλιου, οι νοικοκυραίοι ενός πλούσιου χωριατόσπιτου – κάπου στην Κεντρική Μακεδονία – ”μπόλιασαν” στον ορνιθώνα τους έναν ψηλόκορμο κόκορα, κορδωτό και φινετσάτο, με λάμψη και ύφος βυζαντινού αυτοκράτορα. Τη μέρα που πρωτοπάτησε στην αυλή τους ο καινουργιοφερμένος, οι πιο πολλές απ’ τις κότες – που έμαθαν το νέο την ώρα που ραχάτευαν στις αχυρένιες φωλιές τους – τίναξαν ολόχαρες τους κόκκινους σκούφους τους και βγήκαν να τον προϋπαντήσουν φλυαρώντας ενθουσιασμένες.
– Δεν είν’ όμορφος Λεμονή; Τι λες; έσκασε ένα γελάκι η Μελαχροινή που είχε πρόσφατα γεννήσει.
– Κούκλος είναι το χρυσό μου, να μην αβασκαθεί! πετάχτηκε η Ρόζη δίπλα της.
– Α! και τι χάρη, τι περπατησιά!…μουρμούρισε πιο πίσω η Λευκή ανοιγοκλείνοντας τα χιονένια φτερά της ταυτόχρονα με το ράμφος της.
Ο ξένος πλησίαζε αργά, νωχελικά, σα να μετρούσε το κάθε του βήμα. Χαμογελούσε αυτάρεσκα δείχνοντας στα αφεντικά – που χάζευαν τη σκηνή λίγο πιο πίσω – πως ήταν μαθημένος από κολακείες και κανακέματα…
Δυο τρεις κότες που βρίσκονταν έξω απ’ τον φράχτη εκείνη την ώρα, παράτησαν τα σπυριά που μοιράζονταν και γυρόφερναν με ευχάριστο ξάφνιασμα στα μπιρμπιλωτά τους μάτια τον καινούργιο.
– Να! Ένας που μας αξίζει για αρχηγός και όχι ο Επαμεινώνδας που έχει γεράσει…, κουτσομπόλευαν χασκογελώντας συνωμοτικά σαν κυράτσες τις γειτονιάς και., μ’ ένα γουργουρητό ευχαρίστησης, τον πλησίασαν για να τον καλωσορίσουν λικνίζοντας σαν βάρκες τα φουρφουρένια κορμιά τους.
– Καλώς το καινούργιο αφεντικό…
– Καλώς ήλθατε…
Η μικρότερη απ’ αυτές – μια σουσουράδα γεμάτη χάρη και τσαχπινιά – έσκυψε ελαφρά το κεφάλι της σαν σε υπόκλιση, για να του δείξει πως στο χωριό τους ήξεραν από τρόπους και καλή συμπεριφορά. Εκείνος αντιχαιρέτησε μ’ ένα παρατεταμένο ”κικιρίκι”, θροΐζοντας ταυτόχρονα τη φουντωτή του ουρά που έδειχνε βουτηγμένη σε χρυσή σκόνη.
Σαν πέρασε το κατώφλι του ορνιθώνα ο… γόης, ακόμα και οι κλώσες — με φουσκωμένα τα πυκνά φτερά τους απ’ το πολύωρο κάθισμα — παράτησαν τα αυγά τους και με ενθουσιώδη κακαρίσματα τον πλησίασαν. Θαύμασαν από κοντά το σκουροπράσινο γυαλιστερό στήθος, το κατακόκκινο λειρί με τις καλοσχηματισμένες γωνιές του και τα σαρκώδη κόκκινα μάγουλα που δείχνανε νιάτα και δύναμη ξεχωριστή.
– Άξιος! Άξιος!… Βιάστηκαν να φωνάξουν όλες μαζί κι έκλεισαν το πορτάκι πίσω του για να τον χαρούν και να του πουν τα… οικογενειακά τους.
Ο λυπημένος γέρικος κόκορας…
Κρυμμένος σχεδόν πίσω απ’ τα καφάσια με τα αυγά, φριχτά ανήσυχος, με μάτια θολά κι ανεμοζάλη στο μυαλό του, περίμενε καρτερικά ο Επαμεινώνδας να γίνει αντιληπτή και η δική του παρουσία από το νέο αρχηγό, που πήρε στο άψε σβήσε με το μέρος του όλες τις κυράδες της αυλής, οι οποίες έδειχναν τη λατρεία τους προς αυτόν με απανωτά κακαρίσματα.
”Τι αχάριστος που είναι ο κόσμος!.., σκεφτόταν λυπημένα ο γέρικος κόκορας βλέποντας όλα αυτά και το σφίξιμο στον ξεραμένο λαιμό του ολοένα και μεγάλωνε κόβοντάς του την ανάσα απ’ την ξαφνική δυστυχία.
Έφερνε στο νου του φροντίδες χρόνων, γεννοβολιές που αυγάτιζαν, φορές που κινδύνεψαν να χαθούν οι αλλοτινές του συντρόφισσες με τα κλωσσόπουλά τους και που σαν από θαύμα γλίτωσαν με μπροστάρη αυτόν, που τόλμαγε για χάρη τους και ”στο στόμα του λύκου να μπει” για να τις σώσει…
– Πού πήγαν τώρα όλα αυτά; Πώς ξεχάστηκαν έτσι; μουρμούριζε ο δόλιος φορτωμένος θλίψη.
Ξάφνου ένιωσε τα βλέμματα όλων καρφωμένα πάνω του. Το χαρέμι του ορνιθώνα κρυφογέλαγε μαζί του – κατά πώς φαινόταν – και οι συγκρίσεις των δυο πετεινών ήταν δυστυχώς αναπόφευκτες. Ο ίδιος φάνταζε κιόλας στα μάτια τους η σκιά του παλιού εαυτού του.
Πιο ξερακιανός από ποτέ, έδειχνε γερασμένος και ατημέλητος, με κολλημένα δυο-τρία άχυρα στο μικρό του κεφάλι κι αραιωμένη την καμπυλωτή του ουρά που είχε αποχρωματιστεί σχεδόν καταλήγοντας σε ένα θαμποκίτρινο, ελεεινό χρώμα. Ήταν τόσο μα τόσο αξιολύπητος…
Η υποδοχή στον διάδοχο κόκορα…
Ο Χανδρής στάθηκε απέναντι απ’ τον προκάτοχό του και τον κοίταξε με φανερό οίκτο, σαν να ’ταν κακοπαθημένος από την πείνα και τη στέρηση. Όμως δεν ήταν έτσι… Κι αυτή η λαθεμένη εντύπωση του νέου αρχηγού για τον παλιό ήταν που πλήγωσε ακόμη περισσότερο τον απόμαχο της ζωής Νώντα.
Ο γερο κόκορας έκανε πέτρα την καρδιά του και, πλησιάζοντας σε απόσταση αναπνοής τον καινούργιο, ψέλλισε με τρεμάμενη φωνή απλώνοντας για χαιρετισμό τη μισομαδημένη φτερούγα του:
– Εεε… Επαμεινώνδας. Καλωσόρισες…
– Χανδρής, ο διάδοχός! αντιχαιρέτησε ο άλλος κορδωτός καμαρωτός με προκλητικό βλέμμα.
Πήγε να πει κάτι ο καημένος ο Νώντας, μα το κατάπιε θορυβημένος απ’ το θράσος του νεαρού που έστεκε μπροστά του όλο κομπασμό και αλαζονεία. Λίγα λεπτά μετά, τον είδε έκπληκτος να βγάζει λογύδριο εισπράττοντας το χειροκρότημα απ’ όλες τις κότες, που απολάμβαναν την αυθάδεια και το ύφος του φαντασμένου που είχε.
Τον έβαλαν, μάλιστα, να καθίσει στην πιο αφράτη φωλιά, ανάμεσα στα καφάσια με τα πουλιά που κλώσαγαν οι λεχώνες. Δεν γύρισαν να κοιτάξουν καν τον πρώτο τους αρχηγό, σα μαγεμένες –θαρρείς – από το φως της νιότης του δεύτερου και τη λάμψη του καινούργιου που κουβαλούσε. Κι αυτό έκανε τον Χανδρή να φουσκώσει ακόμα περισσότερο από περηφάνια, καθώς ένιωσε ξαφνικά να μεγαλώνει, να μεγαλώνει απίστευτα μπρος στο κουτούτσικο χαρέμι που τον περιτριγύριζε κοιτώντας τον εντυπωσιασμένο.
Ο πρώτος καιρός του Χανδρή
Η πρώτη μέρα, η πρώτη εβδομάδα και όλος σχεδόν ο πρώτος μήνας της παραμονής του Χανδρή κύλησαν μέσα σε ευχάριστο κλίμα που πήγαζε πρώτα και κύρια απ’ τις χαρούμενες κότες, οι οποίες έψαχναν αφορμή για να σμίξουν μαζί του. Ένα ζεστό απομεσήμερο, όμως — προς το τέλος της άνοιξης — την ώρα που ο μικρόκοσμος του ορνιθώνα έπαιρνε τον υπνάκο του προφυλαγμένος απ’ τη δυνατή ζέστη-προάγγελο του καλοκαιριού, ο Χανδρής αναστέναξε βαριεστημένος, αδυνατώντας να κοιμηθεί.
Θα ’λεγε κανείς πως η απραξία των ημερών και η συνήθεια του ζευγαρώματος σε καθημερινή βάση τον είχαν κουράσει και ένιωθε την ανάγκη για νέες εμπειρίες έξω απ’ τον αχυρώνα τους. Στον νου του ήρθε με αγαλλίαση η ιεροτελεστία των κύκλων που έκανε την επόμενη μέρα της άφιξής του ολόγυρα απ’ την πολύφερνη κότα που ήθελε να κατακτήσει. Φουσκώνοντας και φιγουράροντας το γυαλιστερό του τρίχωμα, είχε λυγίσει τη μέση του σαν μοναδικός χορευτής και χαμογελούσε αυτάρεσκα μέχρι που πέτυχε τον σκοπό του…
”Α! Όλα κι όλα! Αυτά τα ’χω σπουδάσει από καιρό. Πού μπορεί να με φτάσει ο ξοφλημένος Επαμεινώνδας…”, σκεφτόταν με περηφάνια και με λάμψη θριάμβου στα κοκορίσια μάτια του.
Το πάθημα του κόκορα
Ξάφνου του ήρθε μια έντονη μυρωδιά τσίκνας απ’ τους κεφτέδες που τηγάνιζε το μεσημέρι η Ευτέρπη, η κόρη της κυρα-Εύας της αφεντικίνας τους. Μ’ ένα γουργουρητό στο στομάχι πετάχτηκε με μιας, αποφασισμένος ν’ αναζητήσει τροφή λίγο πιο μακριά απ’ τα γνωστά στέκια της αυλής, κοντά στον περιφραγμένο λαχανόκηπο.
Περνώντας σαν σαΐτα μέσα από τα λουλούδια του μυρωμένου ανθώνα, σκαρφάλωσε σαν κλέφτης στον συρματόπλεκτο φράχτη, για να περάσει στο σπαρτό λιβάδι. Ο ήλιος φεγγοβόλαγε ψηλά και οι τριανταφυλλιές πίσω του, οι κρίνοι, τα ζουμπούλια και τα γιασεμιά μεθούσαν με τη μυρωδιά τους τον κόσμο.
Πατώντας στην κορυφή ενός πάσσαλου που στέριωνε στην άκρη το δικτυωτό σύρμα, ένιωσε για μια στιγμή βασιλιάς του κόσμου. Και με τον αέρα αυτό, κόρδωσε πιο ψηλά το μακρύ του λαιμό και με έναν αψήφιστο πήδο βρέθηκε στον φρεσκοποτισμένο λαχανόκηπο. Πλατς!
– Πιφφφ! Τι ’ταν αυτό που πάτησε ο δόλιος;
Αααχ! Τα γερά του κίτρινα πόδια με τα καλοσχηματισμένα νύχια έγιναν κατάμαυρα στη στιγμή, καθώς τσαλαβουτούσε στη μικρή λασπιασμένη γούβα που — για κακή του τύχη — έχασκε με τα βρωμόνερά της κάτω ακριβώς από το ξύλινο γωνιακό στήριγμα του φράχτη. ”Τι ατυχία! Θα ξέμεινε, φαίνεται, απ’ το χθεσινό πότισμα του αφεντικού με τον λαστιχένιο καταβρεχτήρα”, σκέφτηκε φουρκισμένος ο Χανδρής, και τα ’βαλε με τον εαυτό του γι’ αυτήν την απροσεξία του.
Είδε τη φορεσιά του αξιοθρήνητα λερωμένη και του ήρθαν δάκρυα στα μάτια από τον πληγωμένο του εγωισμό. Ένιωσε αναγούλα απ’ τη σαχλή μυρωδιά που έβγαζαν τώρα τα φτερά του. Ώρα ήταν να… χαρούν και οι κότες το λασπιασμένο μεγαλείο του…
”Ενός κοκόρου γνώση”;!
Τον πήραν τα κλάματα για το καντάντημά του, μα σταμάτησε στη στιγμή σαν ένιωσε δυο μάτια-φωτιές να τον κοιτούν περιγελαστικά έτσι πασαλειμμένος κι αξιοθρήνητος όπως ήταν. Σκαρφαλωμένη στο κλαδί ενός δέντρου, λίγο πιο πέρα απ’ τη γούβα με τα λασπόνερα, έκανε χάζι την όλη σκηνή η Μόνα Λίζα, η γάτα του σπιτιού, χασκογελώντας όλο θράσος.
– Εεέπ! Πιάστηκες στη φάκα, καημένε μου! Ήρθε και η δική σου ώρα… Εμ τι νόμισες, δικέ μου; Πως θα μας βγαίνεις πάντα ωραίος και ατσαλάκωτος; Καιρός ήταν να κλάψεις κι εσύ, φίλε μου. Δε νομίζεις; Χα! Χα! Χα!
– Γελάς με τον πόνο μου, κακούργα…, κλαψούρισε όλο φούρκα ο περήφανος κόκορας. Σάμπως πόνεσες ποτέ σου εσύ, για να ξέρεις; συμπλήρωσε παραπονεμένα.
– Χα! Τι ανοησία… Υπάρχει κανείς στον κόσμο αυτό που να μην έχει πονέσει και κλάψει στη ζωή του; Τώρα θα με κάνεις να πιστέψω πως είσαι στ’ αλήθεια κοκορόμυαλος και καλά λένε οι άνθρωποι όσα λένε για σας τα κοκόρια…
– Σαν τι λένε δηλαδή; ρώτησε ο Χανδρής, ξαφνιασμένος απ’ το θράσος της.
– Μπααα! Δεν άκουσες ποτέ σου, στ’ αλήθεια, πως για τους ανόητους σαν του λόγου σου συνηθίζουν οι άνθρωποι να λένε πως ”τους λείπει ο κοινός νους”; Πως έχουνε, λέει, ”ενός κοκόρου γνώση”;
Ουφ! Το ’πε κι ησύχασε η γάτα παριστάνοντας τη σπουδαγμένη.
– Και τι πάει να πει αυτό; ρώτησε κατάπληκτος ο Χανδρής.
– Πάει να πει, κουτούτσικε, ότι εσείς τα κοκόρια δεν είσαστε –όπως φαίνεται – και το πιο έξυπνο είδος στον κόσμο αυτό… χα! χα! χα!.., κάγχασε δυνατά η αθεόφοβη ξυπνώντας όλα τα πουλιά που κούρνιαζαν στις φυλλωσιές των δέντρων του κήπου.
Και αμέσως μετά, μ’ έναν πήδο, πέρασε εύκολα στην άλλη πλευρά του φράχτη που οδηγούσε στους στάβλους κι άρχισε να περιδιαβαίνει στα παχνιά χωρίς να την ενοχλήσει κανείς.
– Αααα! Ως εδώ κυρά μου! φώναξε καθυστερημένα όλο αγανάκτηση ο νεαρός κόκορας, μόλις μπήκε –επιτέλους!– στο νόημα.
Περίγελος της αυλής
Μα η Μόνα Λίζα είχε φύγει κιόλας μακριά και κανείς δεν του έδινε σημασία… Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη ένιωσε ο δόλιος ο Χανδρής τον κίνδυνο να γίνει ο περίγελος της αυλής, μιας και άρχισαν κιόλας να τον κουτσομπολεύουν κάτι ανόητα πουλιά ψηλά στα δέντρα.
– Τσίου, τσίου! Τι γελοίος που είναι ο καημένος! έλεγε πνιγμένη στα γέλια μια γριά καρακάξα στη διπλανή της.
– Τέτοιο βρωμιάρη και άσχημο δε θα τον θέλουνε και οι κότες…, πετάχτηκε ένας σπουργίτης ειρωνικά.
–Πες το ψέματα, έκανε χασκογελώντας μια τσίχλα.
– Ω! Τι κρίμα! κάγχασαν άλλα πουλιά συνωμοτικά ξεσπώντας σε χάχανα.
Του ήρθε κάτι σαν ζάλη του Χανδρή ακούγοντας όλα αυτά και βιαζόταν να φύγει. Να φύγει το γρηγορότερο απ’ τον καταραμένο λαχανόκηπο. Να τρέξει στη γούρνα για μπάνιο, πριν τον δούνε οι κότες και τον περιγελάσουνε. Μετά, αν γλίτωνε απ’ αυτό, θα εύρισκε τι θα τις έλεγε…
Έβαλε όλη του τη δύναμη, και μ’ ένα φφρρτ ξεκόλλησε, επιτέλους, από τη γούρνα με τα βρωμόνερα. Τίναξε με προσπάθεια τα φτερά του, σκαρφάλωσε στο φράχτη ξανά και με βαρύ βήμα κατευθύνθηκε στην αυλή. Βούτηξε ολόκληρος στο δροσερό νερό της μεγάλης στέρνας και αναστέναξε μ’ ανακούφιση.
”Ευτυχώς που δεν με είδαν οι κότες κι ο κακιωμένος Επαμεινώνδας”, σκέφτηκε.
Δεν έχει σταματημό η ατυχία…
Τι το ’θελε όμως να το σκεφτεί; Γιατί, με το που βγήκε από το νερό ο δόλιος, πρόλαβε ο Αζόρ και τους ξύπνησε όλους με παρατεταμένα γαβγίσματα.
”Το ’να κακό φέρνει το άλλο”, δε λένε οι άνθρωποι; Ε, αυτό ακριβώς έτυχε και στον Χανδρή.. Τον πήρε παραμάζωμα η ατυχία και δεν είχε σταματημό… Το γέλιο πάντως που έκαναν οι κότες μετά το πρώτο τους ξάφνιασμα, δεν περιγράφεται, σαν τον είδαν — καταβρεγμένο κι αγνώριστο — να τρέχει για να στεγνώσει χοροπηδώντας άτσαλα εδώ κι εκεί.
Τον πήρε μετά είδηση ο Επαμεινώνδας που βγήκε τελευταίος κι ολότελα ξαφνιασμένος απ’ τον αφύσικο θόρυβο στην αυλή και… άστα να πάνε.
Να άνοιγε η γης να τον καταπιεί ήταν ο Χανδρής. Τον πήρε είδηση και η Μόνα Λίζα και γέλαγαν ως και τα μουστάκια της. Του Ντορή πάλι το χλιμίντρισμα έφτασε ενοχλημένο από τους στάβλους, για να προστεθούν σε αυτό το μουγκρητό της Αφρούλας της αγελάδας και των βουβαλιών του στάβλου παραδίπλα που είχαν ενοχληθεί από τον έξω θόρυβο.
Ο Αζόρ, εν τω μεταξύ, συνέχιζε να χοροπηδά όλο φούρκα, να γαβγίζει δυνατά και να κουνά ζωηρά τη φουντωτή ουρά του. Με τέτοιο σαματά, εντωμεταξύ, βγήκε έξω η Ευτέρπη ανήσυχη για να δει τι συμβαίνει κρατώντας μια γαβάθα με σπόρους καλαμποκιού για τις κότες. Τώρα που έλειπαν όλοι απ’ το σπίτι, πήρε πάνω της τη φροντίδα των ζώων. Κι αυτό δεν ήταν μικρό πράγμα…
Σαν την είδε ο σκύλος, όρμησε καταχαρούμενος στα γυμνά της πόδια ζητώντας παιχνίδια. Λίγο έλειψε μάλιστα να τη ρίξει κάτω απ’ τον ενθουσιασμό του.
– Μπα!… Τι γίνετ’ εδώ; Κάτω, κάτω Αζόρ! φώναξε ψευτοθυμωμένη η κοπέλα. Ορίστε μας τώρα! Θα μπερδεύεσαι και στα πόδια μας…
“Τί έπαθες Χανδρή;”
Στρέφοντας όμως το κεφάλι στα δεξιά, ορθάνοιξε τα μάτια της από την έκπληξη μπροστά στο αναπάντεχο θέαμα που είδε. Ο καινούργιος τους κόκορας έστεκε πλάι στη γούρνα καταβρεγμένος και παραζαλισμένος. Έσκυψε να τον δει από κοντά, σαν να δυσκολευόταν να τον αναγνωρίσει.
– Χανδρή… Χανδρή μου! Τι είν’ αυτά; Τι έπαθες, κακομοίρη μου…, τι έπαθες;
Μα ο Χανδρής δεν ήταν άνθρωπος να της απαντήσει κι αυτή άφησε τη γαβάθα με τους σπόρους στη γη και τον πήρε στην αγκαλιά της! Αχ πώς ζέσταναν την ψυχή του τα λόγια και τα χάδια της! Σαν τον ακούμπησε μετά από λίγο κάτω, ο περήφανος κόκορας ένιωθε κιόλας καλύτερα. Εξάλλου, άρχισαν –ευτυχώς!– να αραιώνουν αυτοί που έκαναν χάζι το πάθημά του.
Η Ευτέρπη πήρε τη γαβάθα και πέταξε τα σπυριά του καλαμποκιού στα πόδια του, γιατί οι κότες έδειχναν χορτασμένες. Ο Χανδρής σήκωσε πάνω της τα μάτια του και την κοίταξε με ευγνωμοσύνη. Η κοπέλα ένιωσε το ”’ευχαριστώ” του και συγκινήθηκε.
”Να νιώθουν, άραγε, τα ζώα και τα πουλιά σαν τους ανθρώπους”; αναρωτήθηκε και έστρεψε σκεφτική για να μπει στο σπίτι.
Δεύτερη απόπειρα…
Η αυλή είχε στο μεταξύ αδειάσει. Μόνο κάτι κότες πονόψυχες ξέμειναν γύρω απ’ τον αρχηγό τους να του πουν δυο λόγια παρηγοριάς που τα χρειαζόταν ο έρμος… Μα εκείνος, σαν ακατάδεχτος ακόμα, τίναξε με δύναμη τα πλουμιστά του φτερά που είχαν σχεδόν στεγνώσει και, με το βλέμμα χαμηλωμένο στη γη, άρχισε να τσιμπολογάει εδώ κι εκεί — αμίλητος και κατσουφιασμένος — τους λίγους σπόρους που είχαν απομείνει.
Η πείνα τον θέριζε κρυφά και στο κοτέτσι δεν τολμούσε να πλησιάσει μέχρι το βράδυ, για να μην αντιμετωπίσει τους συγκατοίκους του, και προπαντός, τον Επαμεινώνδα. Τον Επαμεινώνδα που τον αμφισβητούσε απ’ την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο σπίτι…
Με την υπόληψή του τσαλακωμένη, ο Χανδρής δεν είχε και πολλά περιθώρια να κινηθεί σαν τον παλιό αλαζονικό εαυτό του, ανάμεσα στις συμβίες του τουλάχιστον. Έπρεπε, ωστόσο, να μη δώσει άλλα δικαιώματα, αν ήθελε να διατηρήσει κάτι απ’ την αξιοπρέπειά του…
Έτσι αποφάσισε στη στιγμή τη στρατηγική που θα ακολουθούσε. Θα άφηνε να ξεχαστεί η δυσάρεστη αυτή υπόθεση, μέχρι να βρει την ευκαιρία να βάλει στη θέση τους έναν προς έναν όλους αυτούς που σήμερα γελούσαν σε βάρος του. Αυτά σχεδίαζε ο Χανδρής με το μυαλό του… Μα στη ζωή αλλιώς τα σχεδιάζει κανείς κι αλλιώς του έρχονται…
Με αναπτερωμένο αρκετά το πεσμένο του ηθικό από τις τελευταίες σκέψεις, βάδιζε τώρα σκεφτικός προς το σπίτι των αφεντικών του αποφεύγοντας ακόμα και να πλησιάσει στον ορνιθώνα, σπρωγμένος από κρυφή ντροπή και πειραγμένο φιλότιμο.
Με πηδηματάκια μικρού χορευτή, κατέβηκε τα λίγα σκαλιά του υπογείου και ανέβηκε στο περβάζι του παραθύρου της κουζίνας που έτυχε να ’ναι εκείνη την ώρα μισάνοιχτο. Με την άκρη του ματιού του είδε την Ευτέρπη να περνά την εξώπορτα με ρούχα περιπάτου.
”Κάπου θα πήγαινε. Ποιος ξέρει”, σκέφτηκε και ένιωσε τυχερός μέσα στην ατυχία του, γιατί θα μπορούσε να εξερευνήσει με την ησυχία του το φημισμένο μαγερειό της μάνας της. Ίσως μάλιστα να έβρισκε και κάτι τις για να τσιμπήσει…
Με το που μπήκε στην κουζίνα, το πρώτο πράγμα που αντίκρισε πάνω στο μεγάλο σοφρά ήταν ένα ζεμπίλι με γιαρμάδες και κορόμηλα από τον μπαξέ. Παραδίπλα υπήρχε μια πιατέλα αυγά που είχε μαζέψει πρωί-πρωί η Ευτέρπη απ’ τις φωλιές του κοτετσιού.
Το μεγαλείο του γερο-Επαμεινώνδα
Ο Χανδρής χάζεψε ολόγυρα τους φρεσκοασβεστωμένους τοίχους απ’ όπου κρέμονταν μικρά και μεγάλα κατσαρολικά, κουτάλες, τσιμπίδες, μπαλτάδες του κιμά και μεγάλα τηγάνια, πλάι σε τεντζερέδες καλογυάλιστους. Φαγί για κείνον δεν έβλεπε ακόμα. Το σπίτι, πάντως, μύριζε πάστρα και ο αέρας του μακεδονίτικο νοικοκυριό.
Μ’ ένα ελαφρό φτερούγισμα βρέθηκε τώρα ψηλά, πάνω στη λεκάνη του νιπτήρα με τα σαπούνια της, που μοσχοβόλαγαν λεβάντα και λεμονόκουπα. Με το που σήκωσε, όμως, επάνω το κεφάλι, είδε έναν άλλο κόκορα να τον κοιτάζει αγριωπά μέσα απ’ τον ζωγραφισμένο καθρέφτη με την κεντημένη «ΚΑΛΗΜΕΡΑ».
Είχε ορτσώσει κιόλας τα φτερά του ο άγνωστος, έτοιμος –θαρρείς – να του χιμήξει. Φοβήθηκε τότε ο Χανδρής και έκανε βιαστικά προς τα πίσω. Το ίδιο έκανε περιέργως κι ο άλλος κόκορας. Α, τον δειλό! Τώρα θα έβλεπε ποιος ήταν ο Χανδρής.
Έσκυψε το κεφάλι του ο δικός μας κι έκανε ένα βήμα στα πλάγια, ίσα για να πάρει φόρα. Μα στην προσπάθειά του αυτή, έχασε ο καημένος την ισορροπία του και, γλιστρώντας πάνω σε σκόρπια σαπουνόνερα, έπεσε –πλαφ!– με τα μούτρα πάνω στο πάτωμα βγάζοντας άναρθρες κραυγές πόνου. Άρχισαν ξάφνου να γυρίζουν όλα μπροστά του με ταχύτητα αστραπής.
”Αχ! Τι κουτός που ήταν… τι αδιόρθωτος… Καλά τον είπε κοκορόμυαλο η Μόνα Λίζα· κι αυτός που την παρεξήγησε,,,”, σκεφτόταν αποκαρδιωμένα και φασκέλωνε νοερά τον ίδιο τον εαυτό του.
Λίγα λεπτά μετά, άρχισε κάπως να συνέρχεται. Μα το κεφάλι του παραήταν ακόμα βαρύ, για να σκεφτεί τι να κάνει… Σηκώθηκε με πολύ κόπο αναστενάζοντας απ’ τον πόνο. Γύρισε να δει μην έκανε καμιά ζημιά στο σπίτι. Ευτυχώς όχι. Έσυρε τα βήματά του προς το μισάνοιχτο παράθυρο ακολουθώντας την ίδια διαδρομή.
Μ’ ένα πηδηματάκι βγήκε στο περβάζι. Από κει καταταλαιπωρημένος κατευθύνθηκε, αναγκαστικά, στον ορνιθώνα για να ξεκουραστεί. Στο πορτάκι απέξω τον περίμενε ανήσυχη – έτοιμη κιόλας να βγει να τον ψάξει – όλη η κοτοοικογένεια, με τον Επαμεινώνδα μπροστά να του απλώνει αναπάντεχα χέρι βοήθειας.
”Τι κύριος δείχνει να είναι! Κι εγώ που τον παρεξήγησα…”, έλεγε και ξανάλεγε ο Χανδρής από μέσα του, γεμάτος χαρά γιατί αναγνώριζε για δεύτερη φορά το λάθος του.
Ήθελε να νιώσει, να χορτάσει ως τα κατάβαθα της ψυχής του το συναίσθημα της αυτοκριτικής αλλά και της αυτοεκτίμησης, που τον συνέπαιρνε όλον. Πάνω στον ενθουσιασμό του, μάλιστα, τόλμησε μάλιστα να ζητήσει από το Νώντα να μοιραστούν την ”αρχηγική” του φωλιά, σε μια προσπάθεια να διώξει απ’ το μυαλό εκείνου κάθε ανάμνηση κακή του παλιού ξιπασμένου εαυτού του.
Μπροστά σ’ αυτή την ανέλπιστη επίθεση φιλίας και μεταμέλειας του Χανδρή, ο γερο-Επαμεινώνδας ξεθάρρεψε τόσο που έσκυψε και τον αγκάλιασε συγκινημένος απλώνοντας προστατευτικά γύρω του τις μαδημένες φτερούγες του σαν ένδειξη αγάπης κι αδελφικότητας.
Οι κότες ένα γύρο κοίταζαν άφωνες και συγκινημένες την όλη σκηνή. ”Τέλος καλό, όλα καλά”, ψιθύριζαν μεταξύ τους υιοθετώντας τις συνήθειες των ανθρώπων. Έτσι έγινε και εκείνη η μέρα, αν και ξεκίνησε άσχημα – σχεδόν τραγικά για το Χανδρή — έληξε απρόσμενα συμφιλιωτικά για όλους.
Κι αν του άφησε ένα μάθημα η ζωή από εκείνη την περιπέτεια, αυτό ήταν σίγουρα όμοιο και απαράλλαχτο με εκείνο του τραγουδιού που άκουσε να σιγοψιθυρίζει μια γριά κότα στη γειτονιά τους, όταν τον είδε να φουσκώνει σα γάλος από την έπαρση, παραμυθιασμένος απ’ τα κουτορνίθια της αυλής που υμνούσαν τα κάλλη και τη λεβεντιά του…
”…Αστράφτει απ’ το στέμμα σου
το όμορφο κεφάλι
μα θ’ άξιζε, θα ’ταν καλό,
αν είχε πιότερο μυαλό…”