Χωρίς εμπόδιο πλέον η προσπάθεια της Τουρκίας να γίνει αστακός
08/04/2024Πριν από μερικές ημέρες η Τουρκία, αιφνιδίως, ανακοίνωσε ότι “αναστέλλει” τη συμμετοχή της στη Συνθήκη για τον περιορισμό των συμβατικών δυνάμεων στην Ευρώπη (Conventional Forces in Europe/CFE). Η “αναστολή” της συμμετοχής στην CFE, δηλαδή ουσιαστικά η απόσυρση από αυτήν, επιβεβαιώνει τις τεράστιες γεωπολιτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας και την μακροπρόθεσμη επικινδυνότητά της έναντι της Ελλάδας.
Καταρχάς, η απόφαση αυτή έχει έναν ισχυρό συμβολισμό και εντάσσεται στη διαρκή προσπάθειά της Άγκυρας να αυτονομηθεί από τις συλλογικές δομές της Δύσης και να εξέλθει από τη μεταψυχροπολεμική τάξη πραγμάτων. Με την έξοδο της από τους περιορισμούς της CFE, η Τουρκία διατρανώνει ότι εισέρχεται ως αυτόνομη μεγάλη δύναμη σε μια νέα εποχή, αδιαμόρφωτη ακόμη, στην οποία θα επιβάλει τον ρόλο και τη θέση της δια της ισχύος.
Αν η απόσυρση της Πολωνίας από τη CFE θα μπορούσε να θεωρηθεί πως είχε αμυντικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι η Πολωνία έχει απέναντί της τη Ρωσία και μπορεί να υποστηρίξει ότι χρειάζεται για την άμυνά της περισσότερα οπλικά συστήματα από αυτά που της επέτρεπαν οι οροφές της CFE, η Τουρκία δεν έχει καμία παρόμοια δικαιολογία και συνακόλουθα η επιλογή της έχει ξεκάθαρα επιθετικό χαρακτήρα.
Πράγματι, η Τουρκία δεν αντιμετωπίζει κανενός είδους απειλή από κάποια μεγάλη δύναμη ενώ οι οροφές των οπλικών συστημάτων που προέβλεπε για αυτήν η CFE ήταν, έτσι και αλλιώς, πολύ υψηλές και υπερκάλυπταν τις αμυντικές της ανάγκες. Επιπροσθέτως, είχε εξασφαλίσει και μια μεγάλη περιοχή στη νοτιοανατολική Τουρκία που εξαιρούνταν από τις διατάξεις της Συνθήκης στην οποία μπορούσε να αποθηκεύσει όπλα που ξεπερνούσαν τις οροφές. Άρα, σήμερα δηλώνει ευθαρσώς ότι σκοπεύει να αναπτύξει ένα τεράστιο οπλοστάσιο, το οποίο μόνον επιθετικούς σκοπούς μπορεί να έχει. Και ο “φυσικός” στόχος αυτού του οπλοστασίου δεν μπορεί παρά να είναι η χώρα μας και μόνον.
Καμία άλλη χώρα, ή υποκρατική δύναμη, που συνορεύει με την Τουρκία δεν έχει ούτε στο ελάχιστο δυνατότητες που θα απαιτούσαν την ανάπτυξη ενός τέτοιου οπλοστασίου. Αυτό δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκην επιδιώκει να υπερβεί τις οροφές που προέβλεπε η CFE σε όλες τις κατηγορίες οπλικών συστημάτων, που είναι έτσι και αλλιώς πολύ ψηλές, όπως π.χ. στα άρματα μάχης. Όπως αναφέρθηκε είναι πρωτίστως μια σημειολογική ενέργεια που στοχεύει να επιβάλει την εικόνα μιας χώρας που δεν δεσμεύεται από τη διεθνή νομιμότητα και τη μέχρι τώρα τάξη πραγμάτων και θα σχηματοποιήσει το γεωπολιτικό της περιβάλλον δια της ισχύος.
Το αμερικανικό εξοπλιστικό πακέτο
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει και “υλική” υπόσταση. Πιθανώς, η Τουρκία όντως να νιώθει ότι ασφυκτιά από τους περιορισμούς της CFE σε κάποιες κατηγορίες οπλικών συστημάτων, στο πλαίσιο της μελλοντικής της στρατιωτικής στρατηγικής, η οποία βασίζεται στον όγκο πυρός.
Η έξοδος της Τουρκίας από τη CFE θα πρέπει να εξεταστεί εν παραλλήλω με την πρόσφατη παραγγελία από τις ΗΠΑ ενός τεράστιου εξοπλιστικού πακέτου όπλων υψηλής τεχνολογίας, σχεδιασμένων να ασκήσουν μαζικές επιθέσεις κορεσμού εναντίον ενός αντιπάλου υψηλής τεχνολογίας, όπως ήταν οι πάνω από 950 πυραύλους αέρος-αέρος μεγάλου βεληνεκούς AIM-120C8 AMRAAM, 400 πυραύλους αντιραντάρ για καταστολή αεράμυνας κλπ. Και ο μόνος αντίπαλος στην περιοχή έναντι του οποίου έχει νόημα το συγκεκριμένο οπλοστάσιο, τόσο ποιοτικά, όσο και ποσοτικά, είναι η Ελλάδα.
Ο δε γεωπολιτικός στόχος που υπηρετεί αυτή η προσπάθεια δυνητικής αδρανοποίησης του ελληνικού οπλοστασίου δια των αριθμών είναι η δηλωμένη άρνηση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, την οποία έχει εκφράσει πολλαπλώς η Τουρκία, καθώς και η τοποθέτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε έναν ασφυκτικό γεωπολιτικό κλοιό που θα οδηγήσει την Κύπρο σε μια σταδιακή ολοκληρωτική υποδούλωση.
Αυτή η πορεία ξεκίνησε με την εισβολή στην Κύπρο το 1974 και συνεχίστηκε με την άρνηση της ύπαρξης των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο μερικά χρόνια μετά. Από τότε μέχρι σήμερα η Τουρκία δεν αμφισβητεί απλώς κάποια ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο, αλλά την ίδια την ύπαρξη των ελληνικών νησιών ως νομικών οντοτήτων (juridical islands), υποστηρίζοντας, μεταξύ των άλλων, ότι δεν έχουν υφαλοκρηπίδα, γιατί αυτή είναι προέκταση της μικρασιατικής υφαλοκρηπίδας. Δηλαδή, η Άγκυρα αντιμετωπίζει τα ελληνικά νησιά ως προέκταση της μικρασιατικής ακτής και συνακόλουθα μειωμένης (στην καλύτερη περίπτωση) κυριαρχίας.
Αυτή η προσπάθεια αποδόμησης συνεχίστηκε με το εφεύρημα των γκρίζων ζωνών, τις παρανοϊκές απαιτήσεις για “αποστρατιωτικοποίηση” ελληνικών νησιών, την άρνηση ύπαρξης ΑΟΖ και φυσικά με την απαγόρευση, δια της απειλής πολέμου, στην επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια στο Αιγαίο, που με επιτυχία έχει επιβάλει μέχρι στιγμής στην Ελλάδα. Ουσιαστικά, δηλαδή, η Τουρκία αρνείται την ύπαρξη της νησιωτικής Ελλάδας. Εν παραλλήλω, στην Κύπρο επιδιώκει, όχι απλώς την ενσωμάτωση των κατεχόμενων εδαφών στην Τουρκία, αλλά και την τοποθέτηση του ελεύθερου κομματιού στο τουρκικό “γαλάζιο έδαφος”, μετατρέποντάς το σε έναν θύλακα περιορισμένης κυριαρχίας, ανεχόμενη απλώς προσωρινά την ύπαρξη των ελληνοκυπρίων, έως ότου βρει την ευκαιρία να τους εξαλείψει και αυτούς.
Με άλλα λόγια, το τεράστιο οπλοστάσιο που, εμμέσως πλην σαφώς, δηλώνει ότι θέλει να αποκτήσει η Τουρκία δια της απόσυρσής της από τους περιορισμούς της CFE, βρίσκεται σε συμμετρία με έναν επίσης τεράστιο γεωπολιτικό στόχο, ο οποίος είναι η απόλυτη κυριαρχία στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Και για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος απαιτείται η πλήρης αδρανοποίηση του μόνου επικίνδυνου για αυτήν γεωπολιτικού αντίπαλου στην περιοχή, της σύνθεσης των δύο ελληνικών κρατών, της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
“Πέμπτη φάλαγγα” και υβριδικός πόλεμος
Σε αυτήν την προσπάθεια της Άγκυρας συμμετέχουν χαρούμενα και ισχυρά κομμάτια του ελληνικού συστήματος εξουσίας (ερευνητικά κέντρα, πολιτικοί, ΜΜΕ, πρώην και νυν διπλωμάτες, πανεπιστημιακοί και πάσης φύσεως διαμορφωτές γνώμης), τα οποία προωθούν τις παρανοϊκές αντιλήψεις της Άγκυρας ως “λογικές διεκδικήσεις” και καλούν να “συμβιβαστούμε” μαζί της, τώρα που είμαστε (υποτίθεται) σε περίοδο “ήρεμων νερών”.
Έτσι, η προοπτική υπερεξοπλισμού της Τουρκίας, που προκύπτει από την απόσυρσή της από την CFE, μαζί με τις “σώφρονες” φωνές εν Ελλάδι, λειτουργούν στο πλαίσιο μιας στρατηγικής που προσπαθεί να επιβάλει στην ελληνική κοινή γνώμη μια “ρεαλιστική” αντίληψη των πραγμάτων. Και η αντίληψη αυτή μπορεί να συμπυκνωθεί στην άποψη “καλύτερα να δώσουμε τώρα λίγα, πριν η Τουρκία γίνει πολύ ισχυρή και μας τα πάρει όλα δια των όπλων”. Αυτή η προοπτική αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης αφήγησης σύμφωνα με την οποία η Τουρκία εμφανίζεται ως μια πανίσχυρη χώρα 85 εκατομμυρίων κατοίκων και με ανθούσα βιομηχανία, έναντι της οποίας η Ελλάδα μακροπρόθεσμα δεν θα μπορεί να αντισταθεί. Άρα, ας “συμβιβαστεί” τώρα!
Αυτό βέβαια μπορεί να συμβεί και στο μέλλον, όταν η Άγκυρα θα έχει όντως δημιουργήσει ένα πολύ ισχυρό οπλοστάσιο, ενώ η Ελλάδα δια της εξοπλιστικής αδράνειας και των λάθος επιλογών θα κινδυνεύσει να βρεθεί όντως σε μειονεκτική θέση και τότε ο “συμβιβασμός” στο Αιγαίο θα επιχειρήσει να εμφανιστεί ως αναπόφευκτη επιλογή, γιατί αλλιώς η Τουρκία θα είναι σε θέση να εξαπολύσει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο εναντίον της χώρας μας, ή τουλάχιστον έτσι θα επιδιώξει να μας πείσει ότι μπορεί να κάνει.
H Τουρκία επενδύει σε μεγάλους αριθμούς…
Τέλος, η έξοδος από τη CFE υποδηλώνει ότι η Τουρκία έχει αναγνώσει ορθά τα διδάγματα από τους σύγχρονους πολέμους και την εξέλιξη των πολεμικών τεχνολογιών και έχει κατανοήσει ότι οι αριθμοί μετράνε. Και μετράνε πολύ. Στην Ουκρανία είδαμε να χρησιμοποιούνται άρματα της δεκαετίας του 50 και πυροβόλα ακόμη παλαιότερα. Ακόμη και πολυβόλα του Α Παγκοσμίου Πολέμου είδαμε σε δράση. Επιπροσθέτως, τα νέα οπλικά συστήματα που είχαν τη μεγαλύτερη επίδραση στα τεκταινόμενα ήταν ρομποτικά συστήματα χαμηλής τεχνολογίας και μικρού κόστους, διατεθέμενα επίσης σε μεγάλους αριθμούς.
Επιπροσθέτως, τόσο η Ουκρανία, όσο και η Γάζα, έδειξαν ότι οι πόλεμοι μπορεί να διαρκέσουν για μήνες ή και για χρόνια. Άρα, απαιτούνται μεγάλοι αριθμοί οπλικών συστημάτων. Έτσι, ακόμη και οι μεγάλες οροφές της CFE και ο ανεξέλεγκτος χώρος της νοτιοανατολικής Τουρκίας πιθανώς δεν ήταν επαρκείς. Για παράδειγμα, η οροφή των αρμάτων μάχης που προβλέπει η CFE για την Τουρκία είναι όντως τεράστιος και σήμερα φαντάζει εξωφρενικό να σκέφτεται κανείς να τον ξεπεράσει. Αυτό όμως ισχύει για τα σημερινά πανάκριβα άρματα μάχης, τα οποία διατίθενται σε ολοένα και μικρότερους αριθμούς.
Στο κοντινό μέλλον όμως, με την υιοθέτηση ρομποτικών τεχνολογιών, δεν είναι απίθανο να επανέλθουμε σε μια εποχή μαζικής παραγωγής φθηνών αρμάτων νέου τύπου, όπως συνέβαινε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στις πρώτες δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου, μόνο που αυτήν τη φορά τα άρματα θα είναι μη επανδρωμένα. Για παράδειγμα, το 1965, οι ΗΠΑ, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Βρετανία διέθεταν περίπου 22.000 άρματα μάχης. Σήμερα η Γερμανία και η Μεγάλη Βρετανία διαθέτουν λιγότερα από 250 άρματα μάχης η καθεμία. Οι μεγάλοι αριθμοί όμως διεκδικούν εκ νέου τη θέση τους στα μελλοντικά πεδία των μαχών, ιδιαίτερα σε παρατεταμένους πολέμους υψηλής έντασης, τους οποίους θεωρούσαμε αφελώς ότι έχουμε αφήσει στο παρελθόν.
Σε πλήρη ασυμμετρία με την Τουρκία, η Ελλάδα δείχνει να επιμένει σε μια φετιχιστική λογική πανάκριβων και ολιγάριθμων πλατφορμών, υψηλής μεν τεχνολογίας, αλλά αμφιλεγόμενης επιχειρησιακής αξίας και περιφρονεί τους αριθμούς, όπως φάνηκε από την ακατανόητη πρόθεση της ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Άμυνας να αποσύρει μεγάλο αριθμό μαχητικών αεροσκαφών, υψηλής επιχειρησιακής αξίας.
Εν κατακλείδι λοιπόν, η απόσυρση της Τουρκίας από τη Συνθήκη CFE έχει άμεση σχέση με τη διαμόρφωση του άτυπου, αλλά ολιστικού πολέμου που διεξάγει η Άγκυρα εναντίον των δύο κρατικών συνιστωσών του Ελληνισμού εδώ και καιρό, με τη χαρούμενη συνεργασία κάποιων κομματιών από το ελληνικό σύστημα εξουσίας και δεν προμηνύει τίποτα καλό για τη χώρα μας.