Η ανθοδέσμη που περπατάει…
11/05/2024Και νόμισα ότι τα είχα δει όλα στη ζωή μου (την μακρινή εκείνη εποχή τού 1977) όταν επισκέφθηκα ένα ρωμαϊκό ωδείο τής φανταστικής χώρας με το υπερβατικό όνομα Δανιμαρκο-Ζουα-ζηλ-άνθη. Φιλοξενούσαν ένα διάσημο διεθνές μπαλέτο (νομίζω τού Μπεζάρ) στο πλαίσιο ενός βαρύγδουπου τουριστικού φεστιβάλ με καλλιτεχνικές αποχρώσεις.
Υπέροχος ο αργεντινός σολίστας. Το ψιλόβροχο δεν τον εμπόδιζε να αυτοσχεδιάζει ανάμεσα στις καθαρίστριες που έβγαιναν με τις σφουγγαρίστρες τους κι έκαναν το πλαστικό δάπεδο πάνω στην ξύλινη εξέδρα να μοσχοβολάει χλώριο (το θέατρον ήτο ασκεπές, φυσικά). Χειροκροτήματα μέχρι μανίας, αντάξια ρωμαϊκής αρένας. Εξάλλου, ένα 10% τού κοινού καταλάβαινε είτε από σύγχρονη μουσική είτε από σύγχρονο χορό και μόνον ένας στους χίλιους (ναι, 1/1000) κάτεχε και από τα δύο αυτά είδη. Κακά τα ψέματα, πάντα ο πολιτισμός μέσα από μια ελάχιστη μειοψηφία πρωτοπόρων προχωρούσε – κάτι σαν το “αλάτι της γης”, κάτι σαν το “ποιοτικό άλμα” τού Δανού φιλοσόφου Σόρεν Κίρκεγκααρντ.
Με το που τελείωσε το μεγαλοπρεπές και μεγαλεπήβολον αυτό θέαμα, κατέφθασαν οι χαριτωμένες κοπέλες (ντυμένες με παραδοσιακές φορεσιές) να παραδώσουν ιδιοχείρως ανθοδέσμες εις τους χορευτάς και τας χορευτρίας φυσικά (στο δεύτερο μέρος έπαιζαν το Μπολερό τού Ραβέλ). Μία όμως, η ηγερία, η επίσημη κυρία επί των δημοσίων σχέσεων, με το ανάλογο σοβαροπρεπές εκτόπισμα και μια διαμαντένια καρφίτσα στο κυπαρισσί πέτο της που παρίστανε μία σαύρα ή κάτι άλλον ερπετοειδές οπωσδήποτε, απίθωνε (με τη βοήθεια δύο καλλονών Κούρων) εις το κέντρον ακριβώς τού προσκηνίου ένα τεραστίων διαστάσεων καλάθι με άπειρα μυρωδικά και με τα περίφημα “πουλιά τού παραδείσου” εις το κέντρον – κάτι υπέροχα πορτοκαλί λουλούδια με ράμφος επιθετικού πτηνού, σαρκοβόρου εξάπαντος.
Επειδή απέφευγα τον πολύν συνωστισμόν, έφευγα πάντα πρώτος και καλύτερος από τοιούτου είδους ρωμαϊκίζοντα θεάματα. Και τότε το είδα: άνοιξα τους οφθαλμούς 120%! Η ανθοδέσμη, το καλάθι μάλλον, είχε βγάλει φτερά αντί για πόδια και πέταγε, κυλούσε θα έλεγε κανείς χορευτικά στα σκαλιά της εξόδου που οδηγούσαν εις το παρακείμενον πάρκινγκ. Έτρεξα δρομαίως όπως ιδώ καλύτερον το εν λόγω θαύμα, επροσπέρασα το καινοφανές πετούμενον και τότε είδον, ιδίοις όμμασιν που λένε – έναν πυγμαίον, ευειδήν νάνον, με σταθεράν κεφαλήν αλλά πονηρόν κυκλοειδές βλέμμα, να σπεύδει να παραδώσει το πολύτιμο λάφυρον εις οδηγόν ενός μαύρου βαν, όστις το μεταπωλούσε έναντι αδράς –υποθέτω– αμοιβής εις τα σκυλάδικα τής παραλίας (κοινώς Ριβιέρας).
Έναντι ενός πενιχρού εντοπίου χαρτονομίσματος έπεισαν τον φύλακαν, όστις εποιούσε την …πάπιαν, να μοι αποκαλύψει πως η κλοπή ταύτη ήτο καθημερινόν έθιμον και πολλοί/πολλά πολλά επωφελούντο από την εθιμοτυπικήν αδικοπραξίαν… Εφωτογράφισα το γεγονός (δια του λόγου το αληθές) και επανήλθον σταυροκοπούμενος εις το ταπεινόν ξενοδοχείον ένθα κατέλυον τότε.
Επιφυλάσσομαι να σας μεταφέρω και άλλα παρόμοια ευτράπελα περιστατικά από την χαριτωμένην εκείνην περίοδο. Σπεύδω όμως να δηλώσω παρευθύς (και ευθέως) πως “οιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα ή πράγματα είναι εντελώς, μα εντελώς, συμ-πτωματικοτάτη”. Υποθέτω, παρ’ όλα ταύτα πως πλείονες εκ των πρωταγωνιστών εκείνης της φαιδράς περιπετείας θα μετράνε τα ραδίκια ανάποδα. Αλλά πάλι, δεν ξέρω, δεν γνωρίζω, δεν θέλω να κατέχω… Καταλαβαίνετε τι εννοώ. Διότι επιθυμώ διακαώς όπως μακροημερεύσω και ελέγχω τα εξερχόμενα από το έρκος των οδόντων μου (για να θυμηθούμε τον Όμηρο).