Ένα κόκκινο πέταλο ανθίζει στο σεντόνι
17/05/2024Περασμένες δώδεκα, όλα τα δωμάτια έχουν παραδώσει το κλειδί στη ρεσεψιόν, όμως το 402 έχει ακόμα κρεμασμένο στο χερούλι της πόρτας την ταμπέλα “Μην ενοχλείτε”. Η Σεβαστή έλαβε την εντολή ν’ ανοίξει, θα την πήρε ο ύπνος την κυρία, μουρμούρισε. Την κάλεσαν πολλές φορές στο τηλέφωνο, αλλά δεν απάντησε.
Χτύπησε δυνατά την πόρτα με τους κόμπους του χεριού της, δυο τρεις φορές, μα απάντηση δεν πήρε. Έβαλε την κάρτα πασπαρτού, η πόρτα άνοιξε αβίαστα. Άπλετη ησυχία, τίποτα παράξενο δεν φαινόταν, το φως του μπάνιου ήταν αναμμένο και η βαλίτσα ανοιχτή με μερικά ρούχα ακατάστατα πεταμένα μέσα. Θα έμεινε έτσι από χθες, συλλογίστηκε. Μέσα από το ημίφως που δημιουργούσαν οι κλειστές κουρτίνες διέκρινε πως η κυρία ήταν ξαπλωμένη, σκεπασμένη με το σεντόνι.
-Κυρία ξυπνήστε σας παρακαλώ, πρέπει ν’ αφήσετε το δωμάτιο.
Απάντηση καμιά. Το ξαναείπε, αλλά τίποτα.
Τη σκούντηξε ελαφρά στο σημείο που φαινόταν ο ώμος, καμία απόκριση. Άρχισε να φοβάται. Ξάφνου, τα μάτια της ορθάνοιξαν, στο πρόσωπό της ζωγραφίστηκε η γκριμάτσα του τρόμου. Μια κραυγή ξέφυγε από το στόμα της, καθώς είδε πως ακριβώς εκεί που την είχε ακουμπήσει για να την ξυπνήσει, άνθιζε ένα κόκκινο πέταλο.
-Πόσες τρίχες έχεις βγάλει εσύ;
-Εγώ; Πολλές, να κοίτα από τέσσερις μεγάλες σε κάθε μασχάλη και λίγες αραιές εκεί… ξέρεις.
-Άντε ρε, εγώ δεν έχω καθόλου στη μασχάλη, να δες, εκεί… δάσος σου λέω, έχω πάρα πολλές.
-Άσε τα ψέματα, σιγά μην έχεις δάσος, εμένα η μάνα μου που της έδειξα αυτές στην μασχάλη, μου είπε όταν τελειώσουμε το σχολείο θα έχουμε πολλές εκεί… και θα μεγαλώσει το στήθος μας.
-Καλά τα λέει η μάνα σου, κοίτα, εμένα μεγάλωσε και το στήθος μου, αλλά επειδή ντρέπομαι να φαίνεται, φοράω συνέχεια φαρδιά. Εσένα;
-Τίποτα, δες, πλάκα. Ναι; Εσύ έχεις πολλές εκεί; Μήπως είσαι άρρωστη; Η μάνα μου το είπε ξεκάθαρα. Μετά το τέλος του δημοτικού γίνονται αυτά, όχι όποτε να είναι, εμείς είμαστε στα μισά της Πέμπτης τάξης και ξέρει καλύτερα, γιατί είναι δασκάλα.
-Λες; Και τί αρρώστια να είναι αυτή; Αφού δεν πονάω, ούτε έχω πυρετό.
-Δηλαδή, όταν λες δάσος, εννοείς τόσες τρίχες που έχουν και οι μαμάδες, γιατί αν έχεις τόσες πολλές, τότε σίγουρα τα πράγματα δεν είναι καλά.
-Θέλεις να πάμε να σου δείξω και μετά να μου δείξεις κι εσύ.
-Ναι, πάμε στο δωμάτιό μου, δεν είναι κανείς.
-Εσύ πρώτη, να δω, ότι, έχεις μόνο τόσο λίγες που λες και μετά εγώ.
-Καλά, σιγά το πράγμα, κορίτσια είμαστε, δεν το δείχνουμε και σε αγόρια.
-Ααα, καλά λες, πολύ αραιές και ανοιχτόχρωμες, είναι ίδιες με τα μαλλιά σου ή μάλλον λίγο πιο σκούρες, τώρα θα σου δείξω εγώ να πάθεις σοκ.
-Αμάν, σίγουρα, θα είσαι άρρωστη, εσύ έχεις όντως δάσος και μαύρες, άρα οι τρίχες μας εκεί…, είναι ίδιο χρώμα με τα μαλλιά μας. Πως να σε βοηθήσω; Θέλεις να το πω στη μαμά μου, ξέρει καλύτερα σου λέω.
-Όχι, όχι μην το πεις σε κανέναν, θα δω, σε λίγες μέρες που είναι Πάσχα, θα γυρίσει η αδερφή μου. Αυτή είναι μεγάλη θα τη ρωτήσω. Αχ, ανησυχώ τώρα, λες να είναι κάτι σοβαρό; Η μαμά σου αλήθεια είναι πως τα γνωρίζει όλα, για να λέει ότι αυτά γίνονται μετά το Δημοτικό, σημαίνει ότι έχεις δίκιο και τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά.
-Καλά, ηρέμησε τώρα, δεν νομίζω να είσαι και για πεθαμό.
Η αγωνία της Σεβαστής
Αγωνία κυρίευσε την Σεβαστή. Οι μέρες περνούσαν συζητώντας με την φίλη της κάνοντας αναλύσεις επί αναλύσεων για το θέμα. Οι νύχτες της ήταν μαρτυρικές από όνειρα εφιάλτες.
Ένα βράδυ είδε στον ύπνο της μικρά πουλιά, ευκίνητα σαν σπουργίτια, την τσιμπούσαν πάνω από τα ρούχα βγάζοντας απόκρυφες τρίχες της. Άλλο βράδυ είδε πως το στήθος της μεγάλωσε τόσο, την έπνιγε, δεν μπορούσε να ξαπλώσει ανάσκελα.
Την τελευταία νύχτα, ονειρεύτηκε να βγαίνει από εκεί… ένα πράσινο λεπτό φιδάκι ματωμένο. Το πρωί, είδε μια κόκκινη στάμπα στο βρακάκι και το σεντόνι της. Σίγουρη ότι έφτασε το τέλος της άρχισε να ουρλιάζει καλώντας τη μάνα της σε βοήθεια.
Η γνωριμία
Αγαπητέ Λουκά, Υγείαν έχομεν και υγείαν επιθυμούμε και δια την αγαπητήν οικογένειά σας. Το Πάσχα θα έρθουμε στο χωριό. Φροντίστε, παρακαλώ, να καθαριστεί και να αεριστεί το σπίτι μας, ώστε να είναι έτοιμο στις αρχές της Μεγάλης εβδομάδας. Επίσης, σκέφτομαι με την αποχώρησή μας την Κυριακή του Θωμά να πάρω μαζί την βαφτισιμιά μου Σεβαστή, αφού έχει τελειώσει πλέον το Δημοτικό, να με βοηθά στις δουλειές του σπιτιού, να μάθει νοικοκυριό και να μορφωθεί κοινωνικώς. Εγώ ως νονά της, θα την προικίσω επαρκώς. Μετά την ενηλικίωσή της θα της βρω έναν αξιοπρεπή νέο να την παντρέψω, ώστε να φύγει από τις πλάτες σου η μία εκ των τεσσάρων θυγατέρων σου.
-Εγώ, που λες Σεβαστή, σε συμπάθησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Πολύ καιρό τώρα σε παρακολουθώ, βλέπω πως είσαι τίμιο και καλό κορίτσι, γι’ αυτό σκέφτηκα να βρεθούμε, να γνωριστούμε πρώτα ως νέοι που είμαστε και για να σου πω πως έχω καλό σκοπό.
-Κι εγώ σε συμπαθώ, όμως το σωστό θα ήταν, αφού έχεις καλό σκοπό όπως λες, να έρθεις να με ζητήσεις από την νονά μου.
-Κι αυτό θα γίνει στην ώρα του. Όμως ένεκα που είμαστε νέοι και μοντέρνοι άνθρωποι, ας κάνουμε λίγο παιχνίδι, να φουντώσουμε λίγο το αίσθημα. Εγώ όπως γνωρίζεις είμαι οδηγός του γιατρού, ο μισθός πέφτει κάθε μήνα. Ακόμα και από δουλειά να μείνω που λέει ο λόγος, δεν είναι πολλοί στην Αθήνα που γνωρίζουν να οδηγούν κούρσα και να φέρονται ανάλογα. Δεν ζητάω ούτε δραχμή για προίκα. Βέβαια, ότι έχει την ευχαρίστηση να σου δώσει η νονά σου καλοδεχούμενο για να μπορέσουμε να στήσουμε το σπιτικό μας. Θα κανονίσεις το λοιπόν, να βρισκόμαστε στις εξόδους σου, να πηγαίνουμε τις βόλτες μας με το αμάξι, να βλέπουμε κανένα σινεμαδάκι, να μου δίνεις και κανένα φιλάκι να γλυκαίνομαι κι εγώ λιγάκι.
-Η νονά μου όχι μόνο δεν θα μ’ αφήσει έτσι, αλλά μου υποσχέθηκε ότι τους μισθούς μου θα τους βάζει στην τράπεζα και θα μου αγοράσει όταν έρθει η ώρα η καλή, όλη την προίκα μου. Θα έρθεις όμως να με ζητήσεις πριν πάω στο χωριό το καλοκαίρι.
-Ο λόγος του Μεμά είναι συμβόλαιο. Το καλοκαίρι θα έρθω στο χωριό σου να κάνουμε αρραβώνα. Έτσι πορεύτηκαν για κάμποσους μήνες.
Στο πίσω κάθισμα της κούρσας του γιατρού, κάπου, σ’ ένα ρέμα της Βαρυμπόμπης, η Σεβαστή υπέκυψε στον έρωτα κι έχασε την παρθενιά της. Κράτησε όμως το άσπρο της μεσοφόρι με το κόκκινο ανθισμένο πέταλο. Αυτό θα ήταν ικανή απόδειξη της αγνότητάς της για την μάνα του Μεμά. Εκείνος το ζήτησε, κατά τ’ άλλα, κράτησε τον λόγο του στο ακέραιο.