Λαλίστατοι για τη Χαμάς ούτε κουβέντα για τη διμερή διαπραγμάτευση…
14/05/2024Η επίσκεψη του Μητσοτάκη στην Άγκυρα εξελίχθηκε όπως αναμενόταν, δεν έκρυβε καμία έκπληξη. Τόσο ο Έλληνας πρωθυπουργός όσο και ο Τούρκος πρόεδρος έδειξαν πως είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν την πολιτική ήρεμων υδάτων. Αυτό είναι πάγια επιλογή της Αθήνας, αλλά καθόλου πάγια για την Άγκυρα. Ο Ερντογάν επιβάλει υψηλή ή χαμηλή θερμοκρασία στις διμερείς σχέσεις, αναλόγως των εκάστοτε σκοπιμοτήτων του.
Όλη αυτή την περίοδο έχει συμφέρον να κρατάει ήρεμα τα ύδατα για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ο διεθνής περίγυρος είναι αποσταθεροποιημένος και από τον πόλεμο στην Ουκρανία και από τη σύγκρουση στη Γάζα. Η Τουρκία έχει έμμεση εμπλοκή και στις δύο αυτές συρράξεις και άρα έχει συμφέρον από την ύφεση στις σχέσεις με την Ελλάδα. Ο δεύτερος λόγος αφορά το ίδιο το ελληνοτουρκικό μέτωπο.
Όταν τον Ιούλιο 2023 ο Μητσοτάκης είχε συναντηθεί με τον Ερντογάν στο Βίλνιους, στο περιθώριο της συνόδου του ΝΑΤΟ, έγραφα: «Ήταν εδώ και καιρό προφανές ότι η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν θα λειτουργούσε σαν το εναρκτήριο λάκτισμα για τον επικείμενο νέο κύκλο ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης υπό αμερικανική εποπτεία, ο οποίος θα αγγίξει όχι μόνο κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά εθνική κυριαρχία».
Όπως έχει αποδείξει η ιστορία, η Άγκυρα προωθεί τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της, ασκώντας καταναγκαστική διπλωματία, χρησιμοποιώντας δηλαδή απειλές, ακόμα και απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας. Προφανώς, επιδιώκει να κάμψει την αντίσταση της Αθήνας να προασπίσει την κυριαρχία και τα προβλεπόμενα από το διεθνές δίκαιο κυριαρχικά της δικαιώματα. Στον μισό αιώνα που έχει μεσολαβήσει από την έναρξη της νέας ιστορικής περιόδου ελληνοτουρκικής διένεξης, η Άγκυρα έχει αποκομίσει κέρδη σ’ αυτόν τον συνεχή διμερή “πόλεμο θέσεων”. Μπορεί να μην είναι τα κέρδη που προσκομίζει μία νίκη σε πολεμική σύρραξη, αλλά οπωσδήποτε είναι σημαντικά εάν ληφθεί υπόψη ότι έχουν προκύψει, χωρίς να πέσουν πυροβολισμοί. Ας αναλογιστούμε τα Ίμια, την μη επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, την εδραίωση της κατοχής στην Κύπρο, το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο και αρκετά άλλα.
Και μόνο το γεγονός ότι η Αθήνα ήδη διαπραγματεύεται με την Άγκυρα, παρότι αυτή έχει θέσει στο τραπέζι θέματα κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, είναι κέρδος για την τουρκική πλευρά, επειδή εμμέσως νομιμοποιεί τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της. Ο Ερντογάν, άλλωστε, δεν κρύβει πως δεν έχει κάνει πίσω ούτε βήμα από αυτές τις διεκδικήσεις. Απλώς, θεωρεί ότι σ’ αυτή τη φάση δεν έχει συμφέρον να στριμώξει τον Μητσοτάκη.
Έχοντας διαγνώσει σωστά πως πρώτη προτεραιότητα για τον Έλληνα πρωθυπουργό είναι να κρατάει χαμηλά τη θερμοκρασία στα ελληνοτουρκικά, ο Ερντογάν το εκμεταλλεύεται για να αποσπάσει φαινομενικά ανώδυνες υποχωρήσεις εκ μέρους της Αθήνας. Οι εν εξελίξει διαπραγματεύσεις γίνονται με τους όρους που πάντα ήθελε η Άγκυρα. Υπενθυμίζω ότι πάντα επεδίωκε διμερή πολιτική διαπραγμάτευση, χωρίς εμπλοκή της ΕΕ. Αυτό γίνεται σήμερα. Επεδίωκε ακόμα η διαπραγμάτευση να επεκταθεί στο σύνολο των μονομερών τουρκικών επεκτατικών διεκδικήσεων. Με άλλα λόγια, μπορεί –προς το παρόν και από όσα γνωρίζουμε– η Ελλάδα να μην έχει υποχωρήσει από τις πάγιες θέσεις της, αλλά σε ό,τι αφορά στη διαδικασία έχει κάνει βήματα πίσω. Και βεβαίως, η διαδικασία είναι και ουσία…
“Έπαθλο” τα ήρεμα νερά…
Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ οι δύο ηγέτες διαφώνησαν δημοσίως για το τι είναι η Χαμάς, μας άφησαν στο σκοτάδι για τις διεξαγόμενες διμερείς διαπραγματεύσεις, εκεί που ουσιαστικά συζητούνται οι τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις. Κι αυτό προφανώς ήταν εκ των προτέρων συμφωνημένο για να μην υποχρεωθούν να αντιπαρατεθούν. Το γεγονός, όμως, ότι δεν μίλησαν δημοσίως για την ταμπακέρα, δεν σημαίνει καθόλου ότι τα μεγάλα επίμαχα έχουν μπει στο ράφι.
Όπως προανέφερα, από πουθενά δεν προκύπτει πως η Τουρκία έχει κάνει βήμα πίσω από τη δέσμη των μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεών της. Αντιθέτως, κάποιες από τις δηλώσεις Ερντογάν το τελευταίο διάστημα δεν αφήνουν περιθώριο ψευδαισθήσεων: Όλες οι τουρκικές διεκδικήσεις παραμένουν στο τραπέζι, έστω κι αν δεν προωθούνται με την παραδοσιακή τουρκική μέθοδο του καταναγκασμού. Η αλήθεια επιβεβαιώθηκε με την τουρκική αντίδραση για την ελληνική πρόθεση δημιουργίας θαλάσσιου πάρκου στις Κυκλάδες, η οποία υπενθύμισε στην Αθήνα ότι η τουρκική θεωρία περί “γκρίζων ζωνών” είναι πάντα στο τραπέζι.
Αλλά και η μετατροπή της ιστορικής Μονής της Χώρας σε τζαμί λίγες ημέρες πριν την επίσκεψη Μητσοτάκη ήταν ένα έμπρακτο μήνυμα για το ποιος έχει το πάνω χέρι σ’ αυτή τη διπλωματική διελκυστίνδα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν χάνει ευκαιρία να δηλώνει θριαμβολογικά σ’ όλους τους τόνους ότι έχει επιτύχει τη μεγάλη συρρίκνωση των τουρκικών παραβιάσεων, αλλά και των μεταναστευτικών ροών.
Αναμφίβολα, πρόκειται για θετική εξέλιξη, αλλά είναι απολύτως λάθος η Αθήνα να την μετατρέπει σε έπαθλο. Τα ήρεμα ύδατα είναι υπέρ και των δύο χωρών κι όχι κάτι για το οποίο η Ελλάδα πρέπει εμμέσως πλην σαφώς να πληρώνει τίμημα. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ερντογάν μπορεί να γυρίσει το διακόπτη και να επιστρέψουμε σε προκλήσεις και ένταση, εάν κρίνει ότι αυτό τον συμφέρει. Με άλλα λόγια, το τουρκικό πιστόλι δεν απομακρύνθηκε ποτέ από το τραπέζι. Είχαμε, άλλωστε, και στο παρελθόν παρόμοια διαλείμματα και αντίστοιχες μεταπτώσεις από την ένταση στην ύφεση. Κανόνας, όμως, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι η –μεγαλύτερη ή μικρότερη– ένταση και εξαίρεση η νηνεμία.
Οι κίνδυνοι από την διμερή διαπραγμάτευση
Οι επισκέψεις, λοιπόν, του Ερντογάν τον περασμένο Δεκέμβριο την Αθήνα και του Μητσοτάκη τώρα στην Άγκυρα δεν συνιστούν επουδενί μία ιστορική καμπή, όπως ισχυρίζονται κάποιοι στην Ελλάδα. Πρόκειται απλώς για ένα διάλειμμα απροσδιόριστου χρόνου και γι’ αυτό θα ήταν βλαβερό για τα εθνικά συμφέροντα να αποδοθεί σ’ αυτό το διάλειμμα νόημα που δεν έχει.
Η Αθήνα έχει αποδεχθεί να διαπραγματεύεται με την Άγκυρα παρά την τουρκική κατοχή της βόρειας Κύπρου, παρά το casus belli, παρά το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο και παρά τις επίσημες δηλώσεις ότι 156+ ελληνικές νησίδες του Ανατολικού Αιγαίου είναι τουρκικές υπό ελληνική κατοχή! Η Αθήνα, λοιπόν, έχει παρακάμψει όλα τα παραπάνω και διαπραγματεύεται με την Άγκυρα, επιδιώκοντας πρωτίστως –όπως έχω προαναφέρει– να κρατάει χαμηλά τη θερμοκρασία. Σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να διαβαστεί και η επίσκεψη Ερντογάν τον περασμένο Δεκέμβριο και η επίσκεψη Μητσοτάκη τώρα.
Ναι μεν, λοιπόν, τα ήρεμα ύδατα είναι ευπρόσδεκτα, αλλά η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν επιτρέπει αυταπάτες. Αντιθέτως, επιβάλει στην Αθήνα ναι μεν να βαδίσει τον δρόμο της ύφεσης, αλλά κρατώντας μικρό καλάθι. Και μακάρι για τις δύο χώρες αυτή η περίοδος να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Όσοι, όμως, στην Ελλάδα χαρακτηρίζουν την επίσκεψη Ερντογάν “αλλαγή εποχής” θα ήταν φρόνιμο να λάβουν υπόψη όλα τα παραπάνω.
Ο κόμπος, άλλωστε, θα φθάσει στο χτένι, όταν η διαπραγμάτευση έλθει στον σκληρό πυρήνα της ελληνοτουρκικής διένεξης. Δεδομένου ότι στο τραπέζι βρίσκονται μόνο οι μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις, κάθε συμβιβασμός ισοδυναμεί με απώλεια ελληνικής κυριαρχίας ή τουλάχιστον κυριαρχικών δικαιωμάτων. Από μόνο του αυτό το γεγονός θέτει την Αθήνα σε πολύ δυσμενή θέση κι αυτό θα φανεί προσεχώς.
Η Τουρκία εργάζεται συστηματικά τον τελευταίο μισό αιώνα για να οικοδομήσει τη δέσμη των μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεών της σε βάρος της Ελλάδας και δεν πρόκειται να παραιτηθεί από αυτές, χωρίς να εξασφαλίσει σημαντικό μέρος από τα διεκδικούμενα. Επιδιώκει να ακρωτηριάσει την Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, χρησιμοποιώντας ως όπλο το φοβικό σύνδρομο της Αθήνας. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως και προκάτοχές της, έχει αναγορεύσει σε διπλωματικό “θρίαμβο” τη χαμηλή θερμοκρασία στο ελληνοτουρκικό μέτωπο!