Ποιου γλύπτη έργο έγινε μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες
21/05/2024Πριν από εκατό χρόνια, το 1924, εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας ο δεκαεννιάχρονος Βάσος Φαληρέας. Σπούδασε εκεί έως το 1928 ζωγραφική και γλυπτική κοντά στον Θωμά Θωμόπουλο (1873/5-1937), αποφοιτώντας αριστούχος.
Πενήντα πέντε χρόνια μετά από την έναρξη των σπουδών του, το 1979, ενώ προήδρευε σε συνεδρίαση της προκριματικής επιτροπής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, τον πρόδωσε η καρδιά του. Το 1980 κληρονόμοι του παραχώρησαν έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη.
Ο Φαληρέας γνώριζε καλά, από τα χρόνια των σπουδών του, ότι αφετηρία της γλυπτικής είναι το σχέδιο. Για τον λόγο αυτόν, ο σπουδαίος γλύπτης, δεν έπαψε έως το τέλος να σχεδιάζει με μελάνη και με στυλογράφο μεγάλα μνημειακά σύνολα και ανθρώπινες μορφές. Στην καλλιτεχνική δημιουργία του όμως δεν τόλμησε προσωπικά έργα, αρκούμενος μόνο στον ασφαλή κανόνα της τυποποιημένης ακαδημαϊκής απεικόνισης.
Από τη Μάνη στο Παρίσι
Με καταγωγή από τη Μάνη, το Εξωχώρι και τα Κυβέλεια, σπουδαστής, το 1926, πήρε μέρος σε πανελλήνιο διαγωνισμό για το μνημείο των Μπιζανομάχων στην Ήπειρο και απέσπασε το πρώτο βραβείο. Το υλοποίησε σε μάρμαρο και το μνημείο ανιδρύθηκε στα Γιάννενα. Συνέπεια προφανώς του ηρώου αυτού υπήρξε η ανάθεση να φιλοτεχνήσει το 1928 τον μαρμάρινο ανδριάντα του φιλικού Νικόλαου Σκουφά στη γενέτειρά του Κομπότι Άρτας.
Το 1930, υπότροφος του Κληροδοτήματος Βόλτου, έφυγε στο Παρίσι, όπου θήτευσε στο πλευρό των Γάλλων γλυπτών Robert Wlérick (1882-1944), Charles Despiau (1874-1946) και Aristide Maillol (1861-1944). Μία από τις πιο χαρακτηρισμένες κεφαλές του είναι εκείνη του μουσικού André Marchal (1894-1980), που έγινε το 1933 σε χαλκοκασσίτερο. Στο Παρίσι κατέγινε σε μετάλλια που τα εξέθετε και σε νομίσματα που τα εξέδωσε το Γαλλικό Κρατικό Νομισματοκοπείο.
Έως το 1935 συμμετείχε σε αρκετές παρισινές εκθέσεις, ενώ το 1937 τιμήθηκε με χρυσό και με αργυρό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση που έγινε στο Παρίσι, εκθέτοντας τόσο στο ελληνικό όσο και στο γαλλικό περίπτερο ―στο δεύτερο την εράσμια “Γαλήνη”.
Επιδόθηκε ακόμα στη χαρακτική, στην τεχνική της ξυλογραφίας κυρίως, με δάσκαλό του, όπως και άλλοι νεαροί τότε Έλληνες, τον Δημήτρη Γαλάνη (1879-1966).
Γλύπτης βασιλικός
Φτάνοντας στην Αθήνα το 1936, άνοιξε το εργαστήριό του στα Εξάρχεια, στην οδό Νοταρά 50. Βοηθοί του υπήρξαν οι γλύπτες Χρήστος Καπράλος (1909-1993), Γιώργος Νικολαΐδης (1924-2001) και Σώτος Αλεξίου (γ. 1937). Το 1947 ήταν ιδρυτικό μέλος της καλλιτεχνικής ομάδας “Αρμός” και δούλεψε την προτομή του πρωθυπουργού της Ενώσεως της Νότιας Αφρικής Jan Smuts, που έγινε σε χαλκοκασσίτερο.
Έναν χρόνο μετά από τον θάνατο του βασιλιά Γεώργιου Β’, το 1948, φιλοτέχνησε μαρμάρινη προτομή του και τη μαρμάρινη κεφαλή του διαδόχου Κωνσταντίνου, το γύψινο πρόπλασμα της οποίας το εξέθεσε στην πρώτη μεταπολεμική πανελλήνια έκθεση τον ίδιο χρόνο. Το 1953, με τη συμπλήρωση της 500ετηρίδας από την Άλωση, δούλεψε σε γύψο τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο που εκτέθηκε στον Μυστρά. Το 1953 και το 1964 δούλεψε στο μάρμαρο την προτομή του βασιλιά Παύλου.
Το 1955 ολοκλήρωσε το μεγαλόστομο μνημειακό σύνολο του βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα και των Τριακοσίων που έπεσαν στις Θερμοπύλες. Στο πίσω μέρος του μνημείου πρόσθεσε μαρμάρινη ζωφόρο της μάχης, όπως και εκατέρωθεν ολόγλυφες προσωποποιήσεις του Ευρώτα και του Ταΰγετου. Ο σχεδιασμός του χώρου οφείλεται στον αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη (1903-1993). Το πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ απένειμε στον γλύπτη τιμητικό δίπλωμα με μετάλλιο για το συγκεκριμένο σύνολο. Τον ίδιο χρόνο, το 1955, δούλεψε για τη μαρμάρινη αγία τράπεζα του καθεδρικού ναού στο Λόουελ της Μασαχουσέτης.
Ο Φαληρέας δεν έκρυβε το ότι η σχέση του με το παλάτι στάθηκε πολύ στενή. Αρκετά από τα πρόσωπα της βασιλικής οικογένειας είχαν ποζάρει για τις προτομές ή για τα μετάλλιά τους. Έτσι, το 1957 είναι επίσημος προσκεκλημένος των Ανακτόρων στην εξόδιο τελετή της συζύγου του γιου του βασιλιά Γεώργιου Α΄ και της βασίλισσας Όλγας, πρίγκιπα Νικόλαου της Ελλάδος, Μεγάλης Δούκισσας Ελένης Βλαδιμήροβνας της Ρωσίας, την προτομή της οποίας, σε χαλκοκασσίτερο, την ολοκλήρωσε το 1958.
Τον ίδιο χρόνο, το 1957, ανιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη η μαρμάρινη προτομή του Νικόλαου, πρώτου στρατιωτικού διοικητή της απελευθερωμένης συμπρωτεύουσας το 1912-13. Το 1964 ακολούθησε η μαρμάρινη προτομή του βασιλιά Κωνσταντίνου Β’ και το 1969 δεύτερος ανδριάντας του Λεωνίδα αποκαλύφθηκε στη Σπάρτη. Το 1965 του είχε απονεμηθεί ο χρυσός σταυρός του Τάγματος Γεωργίου Α΄ για την όλη καλλιτεχνική προσφορά του.
Το ηρώο στο Πεδίον του Άρεως
Το 1952 είχε προηγηθεί στο Πεδίον του Άρεως, προς τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, η ανίδρυση με πανελλήνιο έρανο του μνημείου των πεσόντων το 1941-45 στην Ελλάδα Βρετανών, Αυστραλών και Νεοζηλανδών, στο οποίο έχει χρησιμοποιηθεί μάρμαρο στο άγαλμα της Αθηνάς και χαλκοκασσίτερος στα όπλα της. Ο γλύπτης αξιοποίησε τον αγαλματικό τύπο της Αθηνάς Προμάχου, προκειμένου να δώσει την προσωποποίηση της Βρετανίας σαν ηρωίδας πολεμίστριας με το δόρυ στο ένα χέρι και με την ασπίδα στο άλλο, σε ψηλή μαρμάρινη πεσσόσχημη στήλη. Την οπλισμένη Βρετανία την γνώριζε από το σχέδιο μνημείου για τους βρετανικούς ναυτικούς θριάμβους, έργο του Βρετανού γλύπτη John Flaxman (1755-1826), που το χάραξε στον χαλκό το 1799 ο επίσης Βρετανός ζωγράφος William Blake (1757-1827).
Να σημειωθεί ότι o Φαληρέας συνεργάστηκε για τον σχεδιασμό του μνημείου με το ζεύγος των αρχιτεκτόνων Κυδωνιάτου, του Φαίδωνος (1910-1989) και της Έθελ (1914-1970), ενώ τον λέοντα της βάσης του, αντίγραφο των λεόντων της Δήλου, τον επεξεργάστηκε ο ομότεχνός του Αθανάσιος Λημναίος (1908-1977). Το 1952 η Διεθνής Επιτροπή της Γενεύης το προέκρινε ως μόνιμο μετάλλιο των Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Το μνημείο δέχτηκε δριμύ σχολιασμό για τις αδυναμίες του: το υπερβολικό ύψος που εξαφάνιζε τη μορφή της Αθηνάς και τον προβληματικό τρόπο φωτισμού του λέοντα.
Με την αφορμή του, ανακινήθηκε, άλλωστε, το ακανθώδες ζήτημα της συγκρότησης των σχετικών με δημόσια μνημεία επιτροπών. Οι φιλόψογοι Αθηναίοι αποκαλούσαν την Αθηνά «κουλοχέρα», όταν κεραυνός την έπληξε, κάποια στιγμή, και της έκοψε το χέρι, το οποίο αποκαταστάθηκε. Το όνομά της, από την άλλη πλευρά, έχει πάρει σύλλογος για το Πεδίον Άρεως.
Άλλα έργα του σπουδαίου γλύπτη
Οι δύο επόμενες δεκαετίες, του 1960 και του 1970, σήμαναν για τον Φαληρέα επιπλέον τιμές και πυκνές παραγγελίες. Για το Βασίλειο της Ελλάδος σχεδίασε κατά τη δεκαετία του 1960 νομίσματα που κόπηκαν σε κέρματα. Το 1963 εργάστηκε για τον μαρμάρινο επισκοπικό θρόνο του ναού της Αγίας Βαρβάρας Πατησίων. Το 1964 φιλοτέχνησε μαρμάρινη προτομή του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου. Το 1965 του απονεμήθηκε ο χρυσός σταυρός του Τάγματος Γεωργίου Α΄ για την όλη καλλιτεχνική προσφορά του. Το 1966 φιλοτέχνησε το μαρμάρινο ηρώο πεσόντων Σκιλλουντίων στα Κρέστενα της Ηλείας, το μετάλλιο του Δορυφορικού Σταθμού Θερμοπυλών και εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος τόσο της Γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών όσο και της Ακαδημίας Αθηνών.
Το 1970 μεγάλο ανάγλυφο της μάχης των Θερμοπυλών, σε χαλκοκασσίτερο, εντάχθηκε στον Δορυφορικό Σταθμό Θερμοπυλών. Το 1971 η ξυλογραφία του «Φιλική Εταιρία» κυκλοφορήθηκε ως ένσημο για τον εορτασμό της 150ετηρίδας από την επανάσταση του 1821.
Το 1972 φιλοτέχνησε την Κύπρο να μάχεται με το σπαθί στο δεξί χέρι της και στο κάτω μέρος της απεικονίζονται οι επτά ήρωες αποφοίτους του Γυμνασίου Αμμοχώστου. Το 1974 ο Ερμής του, σε υπερφυσικό μέγεθος και σε χαλκοκασσίτερο, τοποθετήθηκε μπροστά στο τότε νεόδμητο μέγαρο της Διεθνούς Ενώσεως Τηλεπικοινωνιών στη Γενεύη.
Δεν έλειψαν και πολλά μετάλλιά του, όπως το 1976 για τη συμπλήρωση τριακοσίων χρόνων της αποικίας των Μανιατών στην Κορσική, για το Β΄ Διεθνές Συμπόσιο Φιλοσοφίας της Ελευθέρας Σχολής Φιλοσοφίας “Ο Πλήθων” στη Μαγούλα Σπάρτης, που την είχε ιδρύσει ο καθηγητής της Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ και ακαδημαϊκός Ιωάννης Ν. Θεοδωρακόπουλος (1900-1981), για τον Λυκούργο στην πόλη της Σπάρτης, για αγωνιστές Μανιάτες το 1826 στη Βέργα και στον Διρό.
Ο Παλαμάς και το βιβλίο
Το 1974 δούλεψε τον ανάγλυφο σε χαλκοκασσίτερο ανδριάντα του Αθανάσιου Διάκου για τη Νέα Φιλαδέλφεια και σε πεντελικό μάρμαρο τον ανδριάντα του ποιητή Κωστή Παλαμά, καθισμένου και σκεπτόμενου, σε προχωρημένη ηλικία. Ο Φαληρέας είχε επεξεργαστεί τη στάση του Παλαμά πολύ νωρίτερα, από τη δεκαετία του 1940, όπως δείχνει το χαρισμένο στην κόρη του ποιητή το 1942 μικρό πήλινο πρόπλασμά του, το οποίο φυλάσσεται στο Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, το οποίο στεγάζεται εκεί όπου ήταν το παλιό σπίτι του ποιητή, στην οδό Ασκληπιού 3.
Σε χαλκοκασσίτερο ο ανδριάντας ανιδρύθηκε το 1972 στην Κύπρο, στην οδό Μουσείου, δίπλα στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας. Ο Παλαμάς είχε αφιερώσει στην Κύπρο το 1931, οκτώ μέρες μετά από την εξέγερση των Οκτωβριανών, ποίημά του, το χειρόγραφο του οποίου ήταν δωρεά προς τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κύπρου από τον Νικόλαο Κλ. Λανίτη (1872-1958) αλλά το 2014 εκλάπη…
Το ίδιο έργο μαρμάρινο τοποθετήθηκε το 1973 στην Πλατεία Νόρμαν της Πάτρας, όπου είχε γεννηθεί ο ποιητής, ενώ ο Φαληρέας έχει αποτυπώσει τη μορφή του ποιητή και σε μετάλλια τον ίδιο χρόνο, το 1973. Τέλος, η ενδιαφέρουσα σύνθεση του μελαγχολικού ποιητή βρήκε τη θέση της το 1975 και στην Αθήνα, στον κήπο του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Αθηναίων, προς την οδό Ακαδημίας, πολύ κοντά στην κατοικία του.
Ο Φαληρέας κατοικούσε στη συμβολή των οδών Σπετσών και Σκύρου, στην Κυψέλη, με τη σύζυγο και με τη θετή κόρη τους, σε μονοκατοικία που είχε όμορφο κήπο και που την έκλεινε ψηλός μαντρότοιχος. Στο εσωτερικό της υπήρχε πιάνο, στο οποίο μπορούσε να ασκείται γειτονοπούλα τους. «Χαιρόμουνα να τον βλέπω, έτσι γαλήνιο στην αμπίρ πολυθρόνα με το σκαμνάκι κάτω απ’ τα πόδια του, φτιαγμένο από βελούδο με κρόσσια. Τα βιβλία που διάβαζε ήταν ασυνήθιστα.
Χοντρά, δερμάτινα, με περίτεχνα γράμματα στην πρώτη λέξη της παραγράφου. Εκείνος έβγαζε τα γυαλιά του με το χρυσό σκελετό που τα στερέωνε στη μύτη του, ξερόβηχε και έλεγε: “Λοιπόν, κοριτσάκι, σου αρέσει η μουσική, ε; Να πεις της δασκάλας σου να σου μάθει και το “Φιρ Ελίζε”. Όμως, να σ’ αρέσει και η μελέτη. Το βιβλίο είναι ο καλύτερος κι ο πιο πιστός σύντροφος του ανθρώπου, ιδίως όταν γεράσει όπως εγώ. Δίνει χαρά και ειρήνη» (Μαίρης Η. Παπανδρέου, Η Κυψέλη του Χθες, Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1997). Η μονοκατοικία έσβησε για να γίνει στο οικόπεδό της άχαρη πολυκατοικία.