Ο Φιντάν στο Πεκίνο – Η Τουρκία στους BRICS;
06/06/2024«Γιατί όχι;» απάντησε ο Χακάν Φιντάν, επισκεπτόμενος την Κίνα, στο ερώτημα αν η Τουρκία σκέφτεται να ενταχθεί στους BRICS. Σύμφωνα με το Anadolu, η Άγκυρα εξετάζει μια σειρά από συνεργασίες με τους BRICS και τουρκική αντιπροσωπεία θα παρευρεθεί σε προγραμματισμένη σύνοδό τους στη Ρωσία. «Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι οι BRICS είναι μια σημαντική πλατφόρμα συνεργασίας και προσφέρει σε ορισμένες άλλες χώρες μια καλή εναλλακτική λύση», ανέφερε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών.
Ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ντμίτρι Πεσκόφ δήλωσε πως, το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στους BRICS θα είναι στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνόδου κορυφής του οργανισμού. Να σημειωθεί πως μόλις το περασμένο καλοκαίρι οι BRICS είχαν απορρίψει το τουρκικό αίτημα, την στιγμή που ο οργανισμός είχε διευρυνθεί με νέα μέλη, μεταξύ άλλων, την Σαουδική Αραβία, τα Εμιράτα και το Ιράν. Σε ό,τι αφορά την επίσκεψη Φιντάν στην Κίνα, ο ομόλογός του τόνισε πως «οι δύο πλευρές συμφώνησαν στην ανάγκη στενής στρατηγικής επικοινωνίας για τη διασφάλιση των κοινών συμφερόντων των αναπτυσσόμενων χωρών».
Ο δε Φιντάν χαρακτήρισε το τουρκικό και το κινεζικό έθνος ως «κινητήρια δύναμη της Ασίας» και επεσήμανε την τουρκική στήριξη στην εδαφική ακεραιότητα της Κίνας: «Είμαστε πλήρως ενάντια στα ένοπλα τρομοκρατικά κινήματα που στρέφονται κατά της Κίνας» ανέφερε εμφατικά. Σε ό,τι αφορά την μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων (τους οποίους καταπιέζει το Πεκίνο) περιορίστηκε να πει πως οι πόλεις του Σιντζιάνγκ, Κασγκάρ και Ουρούμτσι, είναι «δύο αρχαίες τουρκοϊσλαμικές πόλεις που συμβάλλουν στον πολιτιστικό πλούτο της Κίνας».
Πάνε πλέον οι εποχές που ο Ερντογάν εξαπέλυε μύδρους κατά του Πεκίνου για να υποστηρίξει την τουρκόφωνη μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων στην επαρχία Σιντζιάνγκ. «Τα περιστατικά στην Κίνα είναι απλά μια γενοκτονία», είχε δηλώσει το 2019 ο Ερντογάν, εξοργίζοντας το Πεκίνο που έκλεισε το προξενείο του στην Σμύρνη. Η Τουρκία αποτελούσε για χρόνια ένα ασφαλές καταφύγιο για τους Ουιγούρους, με αποτέλεσμα να φιλοξενεί μία από τις μεγαλύτερες κοινότητες Ουιγούρων στον κόσμο.
Αυτό διακόπηκε απότομα το 2016, όταν η Τουρκία συνέλαβε τον Ουιγούρο ακτιβιστή Αμπντουλκαντίρ Γιαπτζάν που ζούσε στην Τουρκία από το 2001 και δρομολόγησε την έκδοσή του. Το 2017 Τουρκία και Κίνα υπέγραψαν συμφωνία που επιτρέπει την έκδοση, ακόμη και αν το υποτιθέμενο αδίκημα είναι παράνομο μόνο σε μία από τις δύο χώρες. Από τις αρχές του 2019 η Τουρκία έχει συλλάβει εκατοντάδες Ουιγούρους και τους έστειλε σε κέντρα απέλασης. Τα σχετικά σχόλια του Ερντογάν για αυτούς έχουν πλέον εξαφανιστεί, όπως και τα θετικά για τους Ουιγούρους ρεπορτάζ σε φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ.
Πάντως, το 2021 ο Κινέζος πρεσβευτής στην Άγκυρα εκλήθη στο υπουργείο Εξωτερικών για την επίδοση διαβήματος διαμαρτυρίας, μετά τις φραστικές επιθέσεις της πρεσβείας σε Τούρκους (αντιπολιτευόμενους) πολιτικούς που εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους προς το Σιντζιάνγκ. Πιο πρόσφατα, η ΜΙΤ συνέλαβε έξι άτομα για κατασκοπεία σε βάρος Ουιγούρων ακτιβιστών (προφανώς προς όφελος της Κίνας). Βεβαίως, τα επεισόδια αυτά δεν αποδείχτηκαν αρκετά για να επισκιάσουν τις σχέσεις των δύο χωρών, όπως έδειξε και η θερμή υποδοχή Φιντάν.
Φιντάν: “Κυριαρχία που αλλάζει χέρια”
Δύο ήταν τα ζητήματα που επέβαλαν την μεταστροφή του Ερντογάν ως προς την Κίνα και της Κίνας προς τον Ερντογάν. Πρώτον, τα χρόνια προβλήματα της τουρκικής οικονομίας, κυρίως λόγω της μεγάλης υποτίμησης της λίρας. Δεύτερον, ο ρόλος της Τουρκίας στο χερσαίο τμήμα του “Νέου Δρόμου του Μεταξιού” που οικοδομεί το Πεκίνο. Αρκεί να αναφέρουμε πως από το Σιντζιάνγκ προέρχεται ο “Νέος Δρόμος του Μεταξιού” προς τις κεντρασιατικές δημοκρατίες και εκείθεν τις ευρωπαϊκές ή μεσανατολικές αγορές.
Οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών μπήκαν σε νέα-δυναμική τροχιά το καλοκαίρι του 2020, όταν η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας επέκτεινε μια ανταλλαγή (swap) τουρκικών λιρών για γιουάν αξίας 400 εκατ. δολαρίων. Η συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων υπογράφηκε αρχικά το 2012, αλλά αναβίωσε όταν η Άγκυρα είχε βρει κλειστές όλες τις πόρτες στην προσπάθειά της να σταματήσει την κατάρρευση της λίρας.
Μια κινεζική εταιρεία logistics αγόρασε το ίδιο έτος το 48% του Kumport Terminal για 940 εκατ. δολάρια. Βρίσκεται στη βορειοδυτική ακτή της θάλασσας του Μαρμαρά και είναι ο τρίτος μεγαλύτερος σταθμός εμπορευματοκιβωτίων της Τουρκίας, αποτελώντας στρατηγική σύνδεση με την Ευρώπη. Το Νοέμβριο 2019 η Τουρκία είχε καλωσορίσει το πρώτο φορτηγό τρένο από την επαρχία Ζιάν, μέσω της σήραγγας του Μαρμαρά που χτίστηκε και χρηματοδοτήθηκε από την Κίνα. Χρησιμοποιώντας αυτήν τη σήραγγα, τρένα μπορούν να μεταβούν απευθείας από την Κίνα στην Ευρώπη.
Ο Γκάο Τιαν, διευθυντής του έργου σιδηροδρομικής σύνδεσης Κίνας-Γερμανίας, είχε χαρακτηριστικά υποστηρίξει ότι η Τουρκία θα είναι το κέντρο των σιδηροδρομικών έργων και υποδομών του “Δρόμου του Μεταξιού” που συνδέει την Ανατολή με τη Δύση. Στην τωρινή του επίσκεψη ο Φιντάν χαρακτήρισε την Τουρκία «πύλη για τις αγορές της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής», σημειώνοντας πως «οι αγορές που εγκαθιδρύθηκαν από τις κυρίαρχες δυνάμεις τον προηγούμενο αιώνα αλλάζουν και πάλι χέρια».
Η συνεργασία με την Κίνα
Όμως, έχουν προκύψει και ζητήματα αφερεγγυότητας σχετικά με έργα που χρηματοδοτούνται από την Κίνα. Για παράδειγμα, η γέφυρα Yavuz Sultan Selim (μια από τις ψηλότερες στον κόσμο) χρηματοδοτήθηκε από την Κίνα με 2,7 δισ. δολάρια. Όταν έγινε σαφές ότι η Τουρκία δεν θα μπορούσε να επιστρέψει το δάνειο, η γέφυρα πωλήθηκε σε Κινέζους επενδυτές για 688 εκατ. δολάρια. Πάντως, η ανάπτυξη του τομέα της τεχνολογίας στην Τουρκία ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Κίνα.
Για παράδειγμα, η μεγαλύτερη πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου της Τουρκίας, το Trendyol, με 2.000.000 ενεργούς αγοραστές και 25.000.000 μέλη, έχει αγοραστεί για 750 εκατ. δολάρια από την Alibaba. Ο κινεζικός γίγαντας ηλεκτρονικού εμπορίου εκτιμά ότι η τεράστια τεχνογνωσία της Alibaba σε υποδομές, μεταφορές και logistics θα τροφοδοτήσει τους Τούρκους καταναλωτές με φθηνότερα προϊόντα και με δωρεάν αποστολή, εντός τριών ημερών.
Η Τουρκία βρίσκεται σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις με τις κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες BYD και Chery, προκειμένου οι κινέζικες μάρκες να πραγματοποιήσουν επενδύσεις σε εργοστάσια κατασκευής αυτοκινήτων. Τα νέα εργοστάσια που προγραμματίζουν οι κινέζοι κατασκευαστές αυτοκινήτων να δημιουργήσουν στην Τουρκία θα έχουν καθοριστικό ρόλο στην εξάπλωση των κινέζικων μοντέλων στην τουρκική και στην ευρωπαϊκή αγορά τα επόμενα χρόνια, αναφέρει το Bloomberg. Επίσης, αναφέρεται ότι η Τουρκία βρίσκεται και σε χωριστές διαπραγματεύσεις με την κινεζική εταιρεία SAIC, στην οποία ανήκει η MG και η Great Wall.
Την ίδια στιγμή, μόλις στα τέλη του περασμένου μήνα, ο Τούρκος υπουργός Ενέργειας και Φυσικών Πόρων, προανήγγειλε πως πλησιάζει το τέλος των διαπραγματεύσεων Άγκυρας-Πεκίνου για κατασκευή πυρηνικού σταθμού στην Ανατολική Θράκη. Ο ίδιος προσδιόρισε το χρονικό διάστημα για την ολοκλήρωση της συμφωνίας μέσα σε μερικούς μήνες. «Η Κίνα είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από πολλές απόψεις. Η χώρα διαθέτει τους μεγαλύτερους προμηθευτές εξοπλισμού ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στον κόσμο. Στην πυρηνική ενέργεια, κατασκευάζει πολλούς νέους αντιδραστήρες», ανέφερε.
Ο εμπορικός πόλεμος με ΗΠΑ-ΕΕ
Σε κάθε περίπτωση, αν και ο Ερντογάν έχει διαφοροποιήσει τους εμπορικούς εταίρους της Τουρκίας, κανένας δεν έχει αναδειχθεί ισχυρή εναλλακτική λύση στις παραδοσιακές δυτικές αγορές για τις τουρκικές εξαγωγές. Οι εξαγωγές προς την Κίνα αποτελούν περιορισμένο κλάσμα εκείνων προς την Ευρώπη και Αμερική, το δε έλλειμμα της Τουρκίας στο εμπορικό ισοζύγιο με την Κίνα είναι μεγάλο.
Και ενώ το μη δυτικό μερίδιο στο τουρκικό εξωτερικό εμπόριο έχει αυξηθεί, η ΕΕ μόνο αντιπροσώπευε το 2020 το 42%, σε σύγκριση με μόλις 6% για την Κίνα. Το 2005, η ΕΕ ήταν ο μεγαλύτερος επενδυτής στην Τουρκία, αντιπροσωπεύοντας το 58% των άμεσων ξένων επενδύσεων. Το 2018 το ποσοστό είχε αυξηθεί στο 61%. Αντιθέτως, οι κινεζικές επενδυτικές ροές ήταν σχετικά περιορισμένες.
Η Τουρκία είναι χώρα φτωχή σε φυσικούς πόρους. Εισάγει ενέργεια αξίας περίπου 30 δις δολαρίων ετησίως, ποσό που μεγαλώνει απότομα, λόγω της αύξησης των τιμών φυσικού αερίου και πετρελαίου. Έτσι, χρειάζεται δεκάδες δις δολάρια από άμεσες ξένες επενδύσεις, ή ογκώδεις ταμειακές ροές, για να διατηρεί την οικονομική της ανάπτυξη και για να μην διαρρήξει ο Ερντογάν τους εκλογικούς δεσμούς με την κοινωνική βάση του.
Για να προσελκύσει τέτοιους πόρους από την Κίνα, η Άγκυρα δεν δίστασε να “πουλήσει” τους Ουιγούρους. Όμως, ο Ερντογάν υπολογίζει ιδιαίτερα και τον γεωπολιτικό παράγοντα, στα πλαίσια της στρατηγικής του να κρατά αποστάσεις από την Δύση. Σε ό,τι αφορά την Κίνα, αντιμετωπίζει όχι μόνο τον νέο εμπορικό πόλεμο από πλευράς Μπάιντεν, αλλά και είναι ενώπιον ενός νέου εμπορικού πολέμου και με την ΕΕ. Εμπορικός πόλεμος που έχει στο προσκήνιο τις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων στις χώρες της Ένωσης, όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ή τους σωλήνες από χάλυβα. Επομένως, έχει ένα ακόμα κίνητρο για να προσεγγιστεί η Τουρκία στον αναδυόμενο άξονα Κίνας-Ρωσίας στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Εδώ κολλάει και ο ευρασιανισμός, που εκφράστηκε και με το “κλείσιμο του ματιού” στους BRICS από τον Φιντάν…