Αυτοκρατορία της Νίκαιας: Το Μικρασιατικό εργαστήρι του Νέου Ελληνισμού
13/06/2024Τρεις βυζαντινές δυνάμεις ανέλαβαν να αντεπιτεθούν εναντίον των Λατίνων, ύστερα από την Άλωση της Βασιλεύουσας από την Δ’ Σταυροφορία (1204). Ήταν η αυτοκρατορία της Τραπεζούντος, το δεσποτάτο της Ηπείρου και η αυτοκρατορία της Νίκαιας.
Στη Νίκαια κατέφυγε ο Θεόδωρος Λάσκαρης, γαμβρός του αυτοκράτορα Αλεξίου Γ’ Αγγέλου, ο οποίος συγκέντρωσε τις εξόριστες δυνάμεις της κωνσταντινουπολίτικης αριστοκρατίας. Αντίθετα με τις άλλες δύο ηγεμονίες, η Νίκαια δεν προστατευόταν με φυσικά όρια (βουνά) από τις εχθρικές επιθέσεις. Ο Βόσπορος και η Προποντίδα προσέφεραν έναν φραγμό, αλλά η διάβασή του μόνο αδύνατη δεν ήταν. Στην δυτική Μικρά Ασία, η οποία πιεζόταν αφόρητα από τους Τούρκους, υπήρχαν και άλλοι ανεξάρτητοι Βυζαντινοί τοπάρχες, όπως ο Θεόδωρος Μαγκαφάς στην Φιλαδέλφεια, ο Μανουήλ Μαυροζώμης στην κοιλάδα του Μαιάνδρου και ο Σάββας Ασιδηνός στην Αμισό.
Ο Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος πέρασε σχεδόν αμέσως στην Ασία, απειλώντας το κράτος της Νίκαιας. Ο Θεόδωρος είχε επιπλέον να αντιμετωπίσει τον Δαβίδ Μεγάλο Κομνηνό από τα βόρεια, και τις μηχανορραφίες του πεθερού του Αλεξίου Γ΄, ο οποίος με τη βοήθεια των Ελλήνων της Ηπείρου και των Φράγκων επέστρεψε στην Μικρά Ασία και κέρδισε την υποστήριξη των Σελτζούκων του Ικονίου. Ο Θεόδωρος αντιμετώπισε την τουρκική εισβολή στην μάχη της Αντιόχειας του Μαιάνδρου (1211). Η βυζαντινή δύναμη κινδύνευσε με καταστροφή, μέχρι που ο Θεόδωρος μονομάχησε και φόνευσε τον σουλτάνο Καϊχοσρόη, τρέποντας τους Τούρκους σε φυγή. Ο Αλέξιος συνελήφθη και τελείωσε τις ημέρες του σε μοναστήρι.
Εν τω μεταξύ οι προσπάθειες των Σταυροφόρων στην Μικρά Ασία, έφθασαν σε αδιέξοδο. Οι Λατίνοι επικρατούσαν στις μάχες, όμως όποτε επέστρεφαν στην Κωνσταντινούπολη για να αντιμετωπίσουν τους Ηπειρώτες ή τους Βουλγάρους, ο Θεόδωρος επιτίθετο ξανά. Ο αυτοκράτορας Ερρίκος, αδελφός και διάδοχος του Βαλδουίνου (1206-1216) αναγκάσθηκε να συνάψει ειρήνη το 1214, εξασφαλίζοντας μόνο τις βόρειες ακτές της Μυσίας και της Βιθυνίας. Ο Θεόδωρος εξασφάλισε την υποταγή των Ελλήνων τοπαρχών, έδιωξε τους Τραπεζούντιους από τη Βιθυνία και εξασφάλισε ειρηνικές σχέσεις με τους Σελτζούκους.
Βασικό του μέλημα ήταν κατοχύρωση των δικαιωμάτων του στο βυζαντινό θρόνο, ώστε να εξασφαλιστεί ως νόμιμος διάδοχος του προ του 1204 καθεστώτος. Ο πατριάρχης Ιωάννης Ι’ Καματηρός είχε καταφύγει στην Βουλγαρία μετά την άλωση. Όταν απεβίωσε όμως το 1206, ο δεσπότης της Νίκαιας φρόντισε να συγκαλέσει σύνοδο, στην οποία οι επίσκοποι εξέλεξαν τον Μιχαήλ Δ΄ Αυτωρειανό, ο οποίος το 1208 έστεψε τον Θεόδωρο Λάσκαρη αυτοκράτορα των Ρωμαίων.
Τον Θεόδωρο Α’ Λάσκαρη διαδέχθηκε το 1222 ο γαμβρός του, Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης, ένας από τους αξιότερους αυτοκράτορες όλης της βυζαντινής ιστορίας και άγιος της Εκκλησίας. Η ανάρρησή του στον θρόνο προκάλεσε αντιδράσεις από τους αδελφούς του Θεόδωρου, οι οποίου εξεγέρθηκαν και κάλεσαν σε βοήθεια τους Λατίνους. Καταστέλλοντας την κίνηση αυτή, ο Ιωάννης κατάφερε να ανακτήσει όλα σχεδόν τα εδάφη που κατείχαν οι Φράγκοι στην Μικρά Ασία. Παράλληλα, ναυπήγησε στόλο και κυριάρχησε στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Ο στόλος της Νίκαιας επικοινωνούσε και εφοδίαζε την Μονεμβασιά, την δυσπόρθητη καστροπολιτεία της Πελοποννήσου, η οποία μόλις το 1246 παραδόθηκε στους Φράγκους.
Εξάπλωση της Νίκαιας
Εκμεταλλευόμενος την αναδίπλωση των Ηπειρωτών ύστερα από την ήττα τους από τους Βουλγάρους (1230), ο Ιωάννης εγκαινίασε την εξάπλωση της Νίκαιας στην Ευρώπη. Συνήψε συμμαχία με τον τσάρο της Βουλγαρίας, Ιωάννη Β’ Ασέν (1236), σηματοδοτώντας την επιστροφή στην Βουλγαρίας στο δίκτυο των ορθοδόξων βασιλείων, καθώς μετά την άλωση είχε στραφεί προς την Ρώμη. Οι πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης από τον Ιωάννη Βατάτζη, αν και δεν τελεσφόρησαν, θορύβησαν όμως τους Βουλγάρους, οι οποίοι έκριναν ότι η ανερχόμενη δύναμη της Νίκαιας θα εξελισσόταν σε μεγαλύτερο ανταγωνιστή από ότι η ημιθανή σταυροφορική αυτοκρατορία της Ρωμανίας.
Ο Ιωάννης Ασέν εισέβαλε στην Θράκη και πολιόρκησε το Τζουρουλό (1237). Κατά τη διάρκεια όμως της πολιορκίας, ήρθαν ειδήσεις πως η σύζυγος και ο υιός του Βουλγάρου βασιλιά, όπως και ο Βούλγαρος πατριάρχης, πέθαναν από επιδημία. Συντετριμμένος από ένα πλήγμα το οποίο ερμήνευσε ως θεία τιμωρία, ο Ιωάννης Ασάν αποκατέστησε τις σχέσεις του με τη Νίκαια και αποσύρθηκε προς βορράν. Τα επόμενα χρόνια η βλαχο-βουλγαρική αυτοκρατορία δέχθηκε τις καταστροφικές επιδρομές των Μογγόλων και οι Βυζαντινοί της Νίκαιας κυριάρχησαν στην Θράκη και την Μακεδονία.
Ο Ιωάννης Βατάτζης διατηρούσε παράλληλα στενές σχέσεις με τον Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β΄, εκμεταλλευόμενος την αντιπαλότητά του με την παποσύνη, έλαβε δε και την κόρη του Κωνσταντία (Άννα) ως δεύτερη σύζυγο. Ο Ιωάννης παρέσχε στρατεύματα για τους ιταλικούς πολέμους του Φρειδερίκου, ο οποίος με την σειρά του παρεμπόδισε την διοργάνωση Σταυροφορίας εναντίον των Βυζαντινών. Συγχρόνως ο Βατάτζης κρατούσε ανοικτούς διαύλους με τον πάπα της Ρώμης, προσφέροντας διαπραγματεύσεις για την ένωση των Εκκλησιών. Η σύνοδος που συγκλήθηκε στο Νυμφαίο (1232) δεν είχε πάντως αποτελέσματα.
Η δραστήρια δυτική και ευρωπαϊκή πολιτική του Ιωάννη Βατάτζη υπήρξε δυνατή λόγω των ήπιων σχέσεων με τους Τούρκους. Το 1243 οι Μογγόλοι συνέτριψαν τους Σελτζούκους και τους έκαναν υποτελείς, δε συνέχισαν όμως δυτικότερα. Αλώβητα, τα μικρασιατικά εδάφη του Βατάτζη γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη. Η εσωτερική πολιτική των βασιλέων της Νίκαιας ήταν περισσότερο αξιοθαύμαστη και από την εξωτερική τους, καθώς ανταποκρίθηκαν σε μακροχρόνια προβλήματα τα οποία υπέσκαπταν τα θεμέλια του κράτους. Συγκριτικά, οι Κομνηνοί πέτυχαν εντυπωσιακές νίκες τον 12ο αιώνα, αλλά η αδυναμία τους για εσωτερική εξυγίανση της κοινωνίας εν τέλει ακύρωσε τους κόπους τους.
Συνδυάζοντας το ημιφεουδαρχικό σύστημα της πρόνοιας με τα αναβιωμένα στρατιωτικά κτήματα των ελεύθερων αγροτών, οι Λασκάρηδες συγκρότησαν ισχυρό εθνικό στρατό. Πολλές πόλεις ανοικοδομήθηκαν και υψώθηκαν φρούρια για την ασφάλεια των συνόρων. Ο Βατάτζης ειδικά ενθάρρυνε την εγχώρια αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή, περιορίζοντας τις εισαγωγές ειδών πολυτελείας και ενθαρρύνοντας ένα πνεύμα λιτότητας. Ξακουστό έμεινε το στέμμα που προσέφερε στη σύζυγό του, το οποίο αγοράστηκε με τα έσοδα από τα προσωπικά του πτηνοτροφεία (ωάτον, στέμμα των αυγών).
Ο πόθος της επιστροφής
Το 1254, τον Ιωάννη Βατάτζη διαδέχθηκε ο υιός του, Θεόδωρος Β’ Λάσκαρης. Άνθρωπος των γραμμάτων με σπάνια παιδεία, ο Θεόδωρος έπασχε από επιληψία, η οποία πέρα από την επιβάρυνση της υγείας του τον οδηγούσε σε εκρήξεις θυμού. Διεξήγαγε επιτυχείς εκστρατείες κατά των Βουλγάρων, όμως η ανάκαμψη της Ηπείρου και η αποβίβαση του Μαμφρέδου, υιού του Φρειδερίκου Β’, στην Ήπειρο απείλησε την ευρωπαϊκή του πολιτική. Το 1258 απεβίωσε, αφήνοντας ως επίτροπο του ανηλίκου υιού του Ιωάννη Δ΄ τον Γεώργιο Μουζάλωνα, αξιωματούχο ταπεινής καταγωγής. Ήταν η ευκαιρία της αριστοκρατίας, παραγκωνισμένης από το καθεστώς των Λασκάρηδων και ειδικά από τον Θεόδωρο Β΄, να επανέλθει στην εξουσία.
Ο Μουζάλων δολοφονήθηκε φρικτά και ο στρατηγός Μιχαήλ Παλαιολόγος επιβλήθηκε ως επίτροπος και εν τέλει αυτοκράτορας, παραμερίζοντας τον Ιωάννη Δ’. Από τους πλέον δραστήριους και ευφυείς Βυζαντινούς αυτοκράτορες, ο Μιχαήλ διέλυσε την συμμαχία Ηπείρου, Φράγκων της Αχαΐας και Γερμανών της Σικελίας στην μάχη της Πελαγονίας (1259) και εκπλήρωσε το ιερό όραμα απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης (1261). Η μεγάλη νίκη του όμως έθεσε σε κίνηση διαδικασίες, που, κατά τραγική ειρωνεία, οδήγησαν στην τελική πτώση της αυτοκρατορίας.
Παρά το γεγονός ότι το κράτος της Νίκαιας θεώρησε εαυτόν εξαρχής διάδοχο της αυτοκρατορίας, αποτελούσε σημείο τομής στην βυζαντινή ιστορία. Η άλωση του 1204, ο κατακερματισμός της βυζαντινής εξουσίας και ο διαμελισμός των επαρχιών της από τους Λατίνους υπήρξαν βαρύτατα πλήγματα στην οικουμενική, αυτοκρατορική ιδεολογία της Νέας Ρώμης, από τα οποία το βυζαντινό φαντασιακό ποτέ δεν ανέκαμψε. Από την παγκοσμιότητα μίας αυτονόητα θεοστήρικτης αυτοκρατορίας, οι Βυζαντινοί βρέθηκαν όχι μόνον σε θέση άμυνας, αλλά και έξωσης από τον “παράδεισο”, από τα άγια των αγίων τους.
Ο πόθος της επιστροφής έχει εύστοχα θεωρηθεί ως πρόδρομος της Μεγάλης Ιδέας του Ελληνισμού, με πάγιο στόχο την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την εκπλήρωση της γεωπολιτικής, εκπολιτιστικής αλλά και εσχατολογικής αποστολής του Γένους. Η ορθόδοξη πίστη και η ελληνική γλώσσα αντιπαραβάλλονταν με τους δύο μεγάλους αντιπάλους, κυρίαρχους πολιτισμούς στην λεκάνη της Μεσογείου, την Λατινική Χριστιανοσύνη και το Ισλάμ (Φράγκους και Αγαρηνούς). Η περικοπή των εδαφών υποβάθμισε ακόμη μία φορά τον πολυεθνοτικό και πολυπολιτισμικό χαρακτήρα του κράτους.
Πλέον, από την εξορία και ειδικά στη Νίκαια, η παλαιά αυτοκρατορία άρχισε να λαμβάνει τα χαρακτηριστικά ενός πρωτο-εθνικού ελληνικού βασιλείου. Η αρχαιολατρία και η χρήση του ελληνικού ονόματος από τους Βυζαντινούς Ρωμαίους, φαινόμενο τουλάχιστον του 11ου-12ου αιώνα, επεκτάθηκε και αναπτύχθηκε, ξεπερνώντας τα όρια του κλασσικισμού και φθάνοντας, στην περίπτωση του Ιωάννη Βατάτζη και ακόμη περισσότερο του υιού του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη, σε έναν απροσδόκητα ώριμο και συνειδητοποιημένο εθνισμό. Η μικρασιατική Ρωμανία γίνονται για πρώτη φορά Ελλάς.