Ήταν ο Μακάριος ο “Βενιζέλος της Κύπρου”;
13/07/2024Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ είναι μοναδική περίπτωση ενός ιεράρχη και πολιτικού με εξαιρετικά πολυτάραχη ζωή. Ζωή γεμάτη αντιφάσεις, ανώριμες και κατασταλαγμένες επαναστατικές και πολιτικές ενέργειες, με συνισταμένη τη φλογερή του ιδιοσυγκρασία.
Η ιδιοσυγκρασία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ πανομοιότυπη με εκείνη του Ελευθερίου Βενιζέλου, εναντίον του οποίου είχαν γίνει απόπειρες δολοφονίας με πρωτοβουλία φιλοβασιλικών – ως επί το πλείστον – από το 1904 (ένα χρόνο πριν την κρητική επανάσταση του Θερίσου) μέχρι το 1933. Ιδιοσυγκρασία που προκάλεσε θύελλα στις ψυχές των Ελλήνων και, κυρίως των Ελλήνων της Κύπρου. Η θύελλα αυτή μεταφραζόταν σε τυφλό μίσος από τη μια και λατρεία από την άλλη
Σε μοίρασμα του κόσμου στην Μεγαλόνησο (”Μακαρικοί” VS ”Γριβικοί”) στα… πρότυπα (αρνητικά, αναμφίβολα) του Εθνικού Διχασμού στην Ελλάδα. Του Διχασμού που, στην μεν ελλαδική περίπτωση ξεσήκωνε – ακόμα και μισό αιώνα μετά τον θάνατο του Βενιζέλου (1936) – ”Φιλιππικούς” εναντίον του και λίβελλους δημοσιογράφων, στην δε ελληνοκυπριακή είχε χωρίσει τους Κύπριους σε φίλους του Μακάριου (οι οποίοι τον αποθέωναν ως τον ”μεγαλύτερο μεταπολεμικό Έλληνα”) και εχθρούς (που τον αποκαλούσαν ”προδότη”).
Στα θετικά των κοινών χαρακτηριστικών αμφοτέρων των ανδρών συγκαταλέγονται η μαχητικότητα (ήταν γεννημένοι πολεμιστές – πέρα από καλοί διπλωμάτες – και αντλούσαν από τις ήττες τους κουράγιο για νέους αγώνες) και η δημοκρατικότητα, που τους οδήγησε σε ιδεολογικές εξάρσεις κατά του φασισμού και του Ναζισμού (Χιτλερισμού) και υπέρ της ιδέας της ελευθερίας των λαών.
Συνέπεια της στάσης τους αυτής ήταν οι δολοφονικές επιθέσεις φιλοβασιλικών κατά Βενιζέλου και ”Γριβικών” ακροδεξιών κατά Μακαρίου επί ελληνικής δικτατορίας (1967-’74), με αποκορύφωμα το πραξικόπημα του 1974 (είχαν προηγηθεί, ήδη, δεκάδες απόπειρες κατά του Αρχιεπισκόπου απ’ το ’56 και εντεύθεν (με… πρωτοβουλία των Βρετανών αποικιοκρατών η πρώτη, οι οποίοι τον έστειλαν φυλακή για 13 μήνες στις Σεϋχέλλες, κατά τη διάρκεια του θυελλώδη εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ στην Κύπρο το 1955-1959).
Το πραξικόπημα του 1974
Το πραξικόπημα του 1974 κατά του Μακαρίου σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από τη Χούντα του Ιωαννίδη και είχε ως αποτέλεσμα τον εκτοπισμό και την αντικατάστασή του στην Προεδρία της Κύπρου από τον φίλο του ”αόρατου δικτάτορα” Σαμψών [15 Ιουλίου 1974 – 24 Ιουλίου 1974], γεγονός που έδωσε αφορμή στους Τούρκους για την εισβολή τους στην Κύπρο [Αττίλας 1&2]). Ήταν ένα καταστροφικό πραξικόπημα που δεν απετράπη, παρά την προνοητικότητα της κυπριακής κυβέρνησης – από τα τέλη του 1973, όταν κορυφωνόταν η κρίση στις σχέσεις Αθηνών-Λευκωσίας – να καταρτίσει σχέδιο επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση του πραξικοπήματος με το κωδικό ΑΣΠΙΣ 3.
Παρά την προνοητικότητα και του Αρχιεπισκόπου να εξοπλίσει τις δυνάμεις οι οποίες είχαν οργανωθεί για την αντίσταση με 1000 αυτόματα όπλα από την Τσεχοσλοβακία, που τα εξασφάλισε με ειδική αποστολή ο διευθυντής της ΚΥΠ και συνεργάτης του Γεώργιος Τομπάζος. Όπλα που παραδόθηκαν στην Προεδρική Φρουρά στις 9 Ιουλίου, έξι μέρες πριν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου… Προνοητικότητα που έφτασε μάλλον στα όριά της επιβαρυμένη από τις αγωνίες του Μακάριου για την προσωπική του επιβίωση, αν και οι ασταμάτητες απόπειρες εναντίον του δεν τον φόβισαν ποτέ. Μόνο τον πίκραναν το ίδιο με την ύπαρξη εσωτερικών εχθρών του, τη διάψευση των προσωπικών προσδοκιών του και τις προδοσίες φίλων και συμμάχων του.
Την εγκατάλειψή του απ’ τους Άραβες, προπάντων, αν και τους υπερασπίστηκε σθεναρά έναντι του Ισραήλ το ’67, στον πόλεμο των 7 ημερών. Όμως εκείνοι του το ανταπέδωσαν με επίδειξη αχαριστίας, δεδομένου ότι ο Καντάφι τον ενέπαιξε κυριολεκτικά… Την εγκατάλειψή του και από τους ”Αδέσμευτους”, οι οποίοι ήταν το ”ατού” του Μακάριου, αν και κάποιοι από αυτούς – όπως αποδείχθηκε προ της τουρκικής εισβολής – τροφοδοτούσαν τον Αττίλα με πετρέλαιο και όπλα.
Όμως αυτά δεν μπορούσε να τα διανοηθεί (πολύ περισσότερο να τα προβλέψει) ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου και έτσι έμενε με την ψευδαίσθηση της στήριξής τους, καθώς – στα 100 κράτη που τους συγκροτούσαν – ”ο ίδιος παρουσιαζόταν ως ο υπ’ αριθμόν δύο ηγέτης (με πρώτο τον Τίτο) μετά τον θάνατο του Ινδού πρωθυπουργού Νεχρού και του Αιγύπτιου προέδρου Νάσερ (Νικ. Αγγελής: ”Μακάριος”, Αύγουστος 1976).
Όλα αυτά, φυσικά, έκαναν τον Μακάριο να νιώθει ηττημένος και πολιτικά εξουθενωμένος. Τον πίκραναν, αλλά δεν τον λύγισαν. Αυτά που τον λύγισαν και τον οδήγησαν πρόωρα στον θάνατο (1913-1977) – έχοντας μετατρέψει σε ερείπιο την καρδιά του – ήταν οι απογοητεύσεις για τις συκοφαντίες που είχε διασπείρει η Χούντα σε Ελλάδα και Κύπρο ότι ο Μακάριος ήταν ”άνθρωπος των Βρετανών και δεν επιθυμούσε την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα”.
Κι αυτό, όταν ήταν ήδη γνωστή η υπέρ της Ένωσης πολιτική του και η αγαλλίαση που αισθανόταν στο άκουσμα του ελληνικού εθνικού ύμνου ως εθνικού ύμνου της Κύπρου, έστω και αν είχε αναθέσει τυπικά στον συνθέτη Σόλωνα Μιχαηλίδη να γράψει τον εθνικό ύμνο της Κύπρου δύο χρόνια μετά την ανεξαρτησία της. Ύμνο που δεν έμελλε να καθιερωθεί και ακούστηκε μόνο τον Ιούνιο και τον Νοέμβριο του 1962 κατά τις επισκέψεις του Αρχιεπισκόπου στην Ουάσιγκτον και την Άγκυρα.
Οδυνηρές διαπιστώσεις
Αποστομωτικό δείγμα της ελληνικότητας του Μακάριου, τέλος, αποτελεί το γεγονός που συνέβη μετά την τελευταία επανεκλογή του στην Προεδρία της Κύπρου τον Φεβρουάριο του 1973. Τότε που, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο – κατά το πρώτο ταξίδι του στο εξωτερικό – ποιος ήταν ο εθνικός ύμνος της Κύπρου, αυτός απάντησε αυθόρμητα: ”Είναι ο εθνικός ύμνος της Ελλάδος”.
Ωστόσο οι συνεχείς αμφισβητήσεις της ελληνικότητάς του και το άγχος της εθνικής μας ζωής τον είχαν κουράσει ψυχικά και σωματικά. Τον είχε κουράσει, προπάντων, το άγχος για το παρόν και το μέλλον της Κύπρου (προέβλεπε τη δυσοίωνη εξέλιξη του Κυπριακού) και η οδυνηρή του διαπίστωση για την περιορισμένη εμβέλεια της εξωτερικής πολιτικής των Αθηνών απέναντι στους Δυτικούς συμμάχους.
Απέναντι στους Βρετανούς, αρχικά — γνώστες άνευ… αντίδρασης (όπως και οι Αμερικανοί) για την επικείμενη τουρκική εισβολή του Ιουλίου του ’74 στην Κύπρο — κατά των οποίων χύθηκαν κρουνοί κυπριακού αίματος για πολλά χρόνια (Αγγλοκρατία στην Κύπρο: 1878-1960) μέχρι να μετατραπεί η Μεγαλόνησος από ”αποικία” σε αυτόνομη, ανεξάρτητη δημοκρατία (1η Οκτωβρίου 1960: ανακήρυξη ανεξαρτησίας της Κύπρου). Και απέναντι στους Αμερικανούς, στη συνέχεια, την ανάμειξη των οποίων στο πραξικόπημα του Ιουλίου του ’74 σε βάρος του – ”συνεργατικά” με το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα – δεν απέκλειε ο εκτοπισμένος από την 15η Ιουλίου Μακάριος.
Κι αυτό το ”συνεργατικά” τον πλήγωνε ιδιαίτερα κάνοντάς τον να λέει ότι ”οι Έλληνες πρωθυπουργοί δεν τολμούσαν να αντιμετωπίσουν την αλήθεια και τον λαό τους”, ενώ συμπλήρωνε με πικρία ”Δεν υπάρχει Έλληνας πρωθυπουργός, που σε μια στιγμή τουλάχιστον της θητείας του να μη σκέφτηκε: ‟Καλύτερα να έλειπε αυτός ο παπάς”…” (Νικ. Αγγελής: ”Μακάριος”, Αύγουστος 1976).
”Αυτός ο παπάς”, όμως – από το 1973 μέχρι την εκδήλωση του καταστροφικού για την Κύπρο πραξικοπήματος του ’74 (που έγινε υπό δραματικές συνθήκες, με τον Μακάριο (”Βενιζέλο της Κύπρου” μέχρι το τέλος) να στέλνει δραματικό μήνυμα* στον κυπριακό λαό από τον ραδιοσταθμό της Πάφου) – είχε οδηγήσει την Κυπριακή Δημοκρατία στην καλύτερη φάση από της ίδρυσή της σε οικονομικό και εθνικό επίπεδο, καθώς τα οικονομικά της Κύπρου πήγαιναν εξαιρετικά και οι Τουρκοκύπριοι είχαν αποδεχτεί σιωπηρά τη θέση της μειονότητας. Γι’ αυτό και ο ηγέτης τους Ραούφ Ντενκτάς, βλέποντας τη συρρίκνωσή τους, ζητούσε επίμονα διαπραγματεύσεις.
Αλλά, φευ!, αυτές δεν έγιναν ποτέ. Τις πρόλαβε (επί Προεδρίας Σαμψών) η τουρκική εισβολή στην Κύπρο την 20η Ιουλίου (ανήμερα του Προφήτη Ηλία), που ξεκίνησε με απόβαση τουρκικών δυνάμεων στην παραλία Πέντε Μίλι της Κερύνειας, πέντε ημέρες μετά το πραξικόπημα κατά του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου…
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ και… προλογικά επιλόγου
* Απόσπασμα από το τελευταίο μήνυμα-κραυγή του Μακάριου μετά την ανατροπή του: «Ελληνικέ κυπριακέ λαέ, είμαι ζωντανός και είμαι μαζί σου. […] Πρόβαλε παντοιοτρόπως αντίσταση στη Χούντα. Μη φοβηθείς. Διαδήλωσε τη θέληση και την απόφασή σου να αντισταθείς. Να αγωνιστείς… Η Χούντα δεν πρέπει να περάσει και δεν θα περάσει…».
Όμως, για καλή τύχη των Τούρκων πέρασε, αφού λίγα παλικάρια αντιστάθηκαν στην επιβολή της από τον Σαμψών (βλ. αιματηρή αντίσταση Εθνικής Φρουράς στην Αρχιεπισκοπή και σε δυο τρία άλλα μέρη). Όπως αποδείχθηκε, τελικά, ο κυπριακός λαός κατέβασε το κεφάλι και αποδέχθηκε στωικά και μοιρολατρικά την επιλογή της ελληνικής δικτατορίας. ‘”Κρατούσε στα χέρια του τη μοίρα του Κυπριακού Ελληνισμού και την έχασε”. Κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση στη ζωή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου…