Η πουτάνα μέσα μου…
25/06/2024Άπειροι οι φόβοι του κόσμου, αντιστοιχεί ένας τουλάχιστον στον καθένα μας, έτσι καταστρέφεται το πνεύμα, η αλήθεια μας φυλλορροεί, δημιουργούμε ομοιώματα για άμυνα, σκιάχτρα για τα περιβόλια μας, φορώντας κατάσαρκα την ταμπέλα του ελεύθερου, ενώ πασχίζουμε καθημερινά για κόκκους αυθυπαρξίας.
Σε πρώιμη ηλικία, κοντά στην εφηβεία προσδιορίζεται ο χρόνος της δημιουργίας του δικού μου ενδόμυχου ανδρείκελου. Έτρεχα, έτρεχα άλλοτε με στόχο κι άλλοτε επειδή κάποιος εκπυρσοκρότησε την εκκίνηση. Μέχρι που ξαφνικά έπαψα να κινούμαι, όπως σταματάς όταν τελειώνει ο δρόμος, όταν πέφτεις σε τοίχο ή που χάνεται ένα όνειρο απ’ το χτύπημα του ξυπνητηριού.
Ήρθα και γονάτισα, δεν τα έβγαζα πέρα. Σαν να μην έφτανε η ταλαιπωρία της επιβίωσης, η μοναξιά, η ανάγκη για γνώσεις, πιεστικές και ανυποχώρητες καθώς ήταν, είχα και κύτταρα που διαρκώς γεννοβολούσαν ορμονικές ουσίες, πηγαινοέρχονταν εντός μου και με τρέλαιναν. Άλλα έλεγε το μυαλό, άλλα ποθούσε η καρδιά, άλλα το σώμα. Προσπαθούσα στα τυφλά να ανακαλύψω έναν δρόμο, έστω ένα μονοπάτι που θα οδηγούσε στο καλύβι με τις απαντήσεις που διακαώς απαιτούσα. Μα πουθενά δεν φαινόταν διέξοδος κι έτσι αποφάσισα να σμιλέψω μιαν άλλη γυναίκα, σωσία μου, την οποία θα εμφάνιζα μόνο όταν υπήρχε απόλυτη ανάγκη.
Στην πορεία, βέβαια, αντιμετώπισα σκληρό, ανάλγητο κατηγορητήριο γιατί ασέλγησα, έγινα αυτόκλητη δημιουργός, λες και δεν γνώριζα πως ο Θεός είναι ο μόνος πλαστουργός, λες και ήμουν κουτή, που θέλησα ένα κομμάτι ουρανού για να λάμψει το μικρούτσικο άστρο μου στο άπειρο. Όμως εγώ, προτάσσω το “εγώ” όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί οφείλω να εξηγήσω πώς έγινα δημιουργός αποζητώντας να ζήσω, τείνοντας τον λαιμό μου στη βροχή μόνο για να δροσιστώ, αρνούμενη να υποκύψω σε στεντόρειο ζυγό. Εποίησα λοιπόν ένα ομοίωμα κατ’ εικόνα μου για τους ανόητους, γι όσους τάχα μπορούν να κατανοήσουν την ανθρώπινη ψυχή ατενίζοντας το πρόσωπο.
Μπορεί ν’ ακούγεται υβριστική, παράτολμη, μια τέτοια κλωνοποίηση του εαυτού, ωστόσο αισθάνομαι τη συνείδησή μου καθαρή, καθώς τα μέσα που χρησιμοποίησα ήταν χρηστά και τίμια, με την ευφυΐα που μου εμφύσησε ο πλάστης μου πορεύτηκα. Καμιά μύχια ανάγκη για δικαιολογία δεν ανακύπτει, η αυτοάμυνα είναι η αιτία αντίδρασης στα πεινασμένα για σάρκα και αίμα θηρία που με περιτριγύριζαν. Άρχισα το κτίσιμο του ιδεατού αντιγράφου δουλεύοντας νυχθημερόν, ολόιδια με μένα την έκανα στα κύρια χαρακτηριστικά, αλλά πιο όμορφη, πιο φρέσκια, ανέμελη, χαρούμενη κι εγώ μάνα ενεργή στο πλάι της, της έδωσα και καμιά δεκαριά πόντους μπόι παραπάνω, ήταν κρυφός καημός μου. Τη φόρτωσα θάρρος, θράσος, αναίδεια, μεταμορφώνοντάς την σε πλάσμα παράξενο κι ανάρμοστο για τον κόσμο τον αγγελικά πλασμένο.
Νίτσα από το… μικρή πουτάνα
Τη βάφτισα κιόλας, την είπα Νίτσα, σαν την μονόφθαλμη κακομεταχειρισμένη κούκλα που έφτασε κάποτε στα χέρια μου. Μια χαρά τα κατάφερα, έπρεπε κάπως να συστήνεται όταν έπαιρνε τη θέση μου, κανείς δεν καταλάβαινε πως το όνομα προέρχεται από το πουτανίτσα. Η Νίτσα λοιπόν, ουδέποτε έμεινε στα κύρια διαμερίσματα της ύπαρξής μου, είχε το απόμερο δικό της, επανδρωμένο με τα τελειότερα συστήματα συναγερμού, υπερευαίσθητα στην παραμικρή υπόνοια κινδύνου, που επέτρεπα να εισβάλει στον κόσμο της, καθιστώντας την αδιαλείπτως ετοιμοπόλεμη. Εξάλλου δυο νοικοκυρές σε μια κουζίνα δεν χωράνε και ως εκ τούτου η κάθε μια εξελισσόταν στον χώρο της παράλληλα με την άλλη.
Μη νομίζετε, ψαρωμένη για καλά την είχα ανέκαθεν, όπως και όλους τους άλλους, στους οποίους κατά καιρούς πρόσφερα φιλοξενία στους εσωτερικούς ξενώνες μου, πολλές φορές παρέμεναν ξεχασμένοι στα άδυτά τους για καιρό, σκληρά αμπαρωμένοι. Δε δέχομαι κάποιον απρόσκλητο, προτιμώ τις κάμαρες άδειες, αραχνιασμένες, παρά να μπαίνει ο καθ’ ένας όποτε του καπνίσει. Η Νίτσα εμφανίζεται όποτε την καλέσω, όταν η ευγένεια, η καλοσύνη και η υπομονή δεν είναι σε θέση να τα βγάλουν πέρα, της γνέφω τότε και καταφτάνει έτοιμη για δουλειά, καβαλάει ανάποδα την καρέκλα, γεμάτη θράσος, θάρρος και κόλπα μαγικά ως αποσκευές, με κοιτάζει κατάματα αναμένοντας. Συνεννοούμαστε άριστα με νεύματα και λεπτεπίλεπτες κινήσεις, διεκπεραιώνοντας κατά τον καλύτερο τρόπο δύσκολες καταστάσεις.
Μεταξύ μας δεν τα περνάει κι άσχημα. Δουλειά μια στο τόσο, ειδικά τα τελευταία χρόνια που η ωρίμανσή μου φτάνει στο επίπεδο των σύκων στα τέλη Αυγούστου, σπάνια χρειάζεται να κάνει υπερωρίες. Βέβαια αν κριθεί αναγκαίο, μπορεί να είναι απίκο ώρες, μέρες, ακόμα και μήνες σ’ επιφυλακή με την ανάληψη της υπηρεσίας, μα δεν αρκεί αυτό, οφείλει να κόβει το μυαλό της λειτουργώντας σε ρυθμούς ασύλληπτους, να ενεργεί αστραπιαία όταν καθίσταται επιβεβλημένο. Μια χαρά τα καταφέρνει, ταλέντο μεγάλο δημιούργησα.
Με γνώμονα πως, ατελές είναι το παν, έδωσα μεγάλη σημασία στο χαμόγελό της. Ήταν ύψιστης αξίας η αναγκαιότητα να έχει πάντα το χαμόγελο καρφιτσωμένο στα χείλη, αυθεντικό ή ψεύτικο κανείς δεν θα ήξερε, ουδόλως ενδιαφέρει η μοναδικότητα μετράει σ’ αυτές τις περιστάσεις. Χαμογελά λοξά, παιχνιδιάρικα, ενίοτε καχύποπτα σα γάτα κυκλωμένη από φτερά καναρινιού, με το πλατύ χαιρέκακο μειδίαμα του ανθρώπου που αυτοτιμωρείται. Εκείνες τις φορές, φωτίζεται αλλοπρόσαλλα το πρόσωπό της από μια εσωτερική πυρκαγιά, τότε την τρέμω κι εγώ η ίδια, την έχω ικανή για όλα.
Το δηλητήριο
Με την Νίτσα έχουμε κάνει μεγάλα πράγματα. Περάσαμε κι αποτυχίες, συνθήκη απαραίτητη για την επιβεβαίωση του κανόνα, εντούτοις τις περισσότερες φορές, βιώσαμε τεράστιες επιτυχίες. Φέρναμε τους εν δυνάμει κακοποιητές σε απόγνωση κι εκείνοι όπου φύγει – φύγει. Όταν η απόγνωση απλωνόταν ως το πέταγμα των γλάρων, αναλάμβανε δράση η απόλυτη ενσωμάτωση, γινόμουν ένα με τη Νίτσα. Έπρεπε σε κλάσματα δευτερολέπτου να υπολογίσω τη στάθμη της θάλασσας, την ατμοσφαιρική ρύπανση, την τοπογραφία, όλα αυτά δηλαδή που κάνουν τη διαφορά, για να κατορθώσω να σταθώ αντάξια, ν’ αποφύγω τον ύφαλο αντικρίζοντας μ’ άλλα μάτια τη ζωή. Μετά από κάθε αγώνα, της επιτρέπω ν’ αποσυρθεί στο απόκρυφο δωμάτιό της και να πέσει σε ύπνο βαρύ, ενώ εγώ ποτέ δεν κοιμάμαι βαριά, καραδοκώ σαν τα ζώα στη σαβάνα που λαγοκοιμούνται, έτοιμη να ξανασταθώ γερά στα πόδια μου.
Ομολογουμένως, εκεί όπου ακόμα κι εκείνη τα βρίσκει μπαστούνια είναι όταν στο κατώφλι μας σταθεί ο εκάστοτε “σκατόψυχος” σε αρσενική ή θηλυκή εκδοχή. Τότε εκχέουμε δηλητήριο κοινή συναινέσει. Στο μεσαίο δάκτυλο του δεξιού χεριού της έχει κεντρί, το χώνει στην κοιλιά τους, ίσα να μπει καλά κάτω από το δέρμα. Μ’ όσα βελόνια και αν προσπαθήσουν να το ξεριζώσουν, αυτό δεν βγαίνει. Όχι, δεν έχουμε πρόθεση να θανατώσουμε κανέναν, επιζητούμε απλώς να γευτούν την πικρή γεύση και τον πόνο που προκαλεί. Θα με περάσετε για άνθρωπο εκδικητικό, όμως, κανείς δεν είναι τέλειος, δεν σκοπεύω να γίνω άγγελος πεσμένος στα τέσσερα. Όλ’ αυτά τα συμφωνήσαμε απ’ την αρχή, με την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής της, ενώσαμε μάλιστα το αίμα μας ακουμπώντας τις ραγισμένες φλέβες των χεριών.
Ξεκαθαρίσαμε επίσης, πως δεν θα έχει να κάνει με καταθέσεις, διαθήκες, υψηλές κυριότητες και επικαρπίες, αυτά ανήκουν στα γεράματά μου, θα τ’ αφήσω γραπτή παρακαταθήκη σ’ όσους μ’ αγάπησαν και με πίστεψαν. Για τότε θα ψάχνω μήτρα χωμάτινη να φωλιάσω κι εκείνη θα την ελευθερώσω, να γίνει φτερό στον άνεμο, να ταξιδέψει σε κόσμους αλαργινούς.