Πώς περπατάει η πρωτοβουλία Μητσοτάκη για ευρωπαϊκή αεράμυνα
26/06/2024Η προ μηνός επιστολή των πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Πολωνίας, Κυρ. Μητσοτάκη και Ντ. Τουσκ, προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για τη δημιουργία μίας «ασπίδας αεράμυνας» των 27 χωρών-μελών, προκάλεσε διπλωματική θυμηδία σε πολλές πρωτεύουσες για δύο, κυρίως, λόγους.
Πρώτον, επειδή ήταν γνωστό ότι η Αθήνα είχε επιδιώξει, πριν καν της προταθεί, να ενταχθεί, το Μάρτιο του 2023, στη -σχεδόν ταυτόσημη- πρωτοβουλία του Βερολίνου με την παρόμοια επωνυμία European Sky Shield Initiative (ESSI). Και δεύτερον, επειδή στο -πάντα βιτριολικό- διπλωματικό παρασκήνιο φημολογείται πως η επιστολή Μητσοτάκη-Τουσκ (που δε δόθηκε στη δημοσιότητα) υπογραμμίζει ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία διέψευσε όσους θεωρούσαν δεδομένη την ειρήνη στην Ευρώπη.
Το ενδιαφέρον για την επιστολή Μητσοτάκη
Στην πραγματικότητα και σε αντίθεση προς τα γραφόμενά του, ο κ. Μητσοτάκης ήταν εκ των πρωταγωνιστών του -de facto φιλορωσικού- εφησυχασμού. Με χαρακτηριστικό παράδειγμα την τριμηνιαία αδράνειά του μετά την απόρρητη, έγκαιρη και ακριβή ενημέρωση, το Νοέμβριο του 2021, από τον τότε πρεσβευτή των ΗΠΑ Τζ. Πάιατ, για έναρξη του πολέμου τη δεύτερη εβδομάδα του Φεβρουαρίου 2022. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η επιστολή Μητσοτάκη πέτυχε (και αυτό πρέπει να του αναγνωριστεί) να προκαλέσει, πολύ γρήγορα, το ενδιαφέρον ορισμένων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και μεγάλων αμυντικών βιομηχανιών, οι οποίες κινούνται δραστήρια για την προώθηση των υφιστάμενων συστημάτων τους και των, υπό ολοκλήρωση, σχεδίων τους.
Είναι άγνωστο αν οι ενδιαφερόμενοι ήταν σε γνώση των κινήσεων της Αθήνας ή της Βαρσοβίας νωρίτερα. Είναι εξίσου ασαφές αν ο Πρωθυπουργός διέθετε, εκ των προτέρων, πληροφόρηση για την ετοιμότητα τρίτων να αξιοποιήσουν την πρότασή του και αν σκέφτηκε -ή αν, τώρα, επιθυμεί- να επιδιώξει ανταλλάγματα για τη χώρα. Είναι μάλλον δυσχερέστατο η Ελλάδα να εξασφαλίσει οικονομικό όφελος και άξια λόγου βιομηχανική συμμετοχή και τεχνολογικά πλεονεκτήματα, αλλά δημιουργούνται, τουλάχιστον, κάποιες προϋποθέσεις για τη διεκδίκησή τους.
Πάντως, έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι, στον ένα μήνα που μεσολάβησε, οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας προχώρησαν σε συντονισμένες διπλωματικές κινήσεις προς τα άλλα κράτη-μέλη, επισημαίνοντας ότι πρέπει να δοθεί συνέχεια στην επιστολή Μητσοτάκη-Τουσκ. Μεταξύ άλλων, το Παρίσι και η Ρώμη προβάλλουν το σύστημα SAMP, που βασίζεται στις διαδοχικές εκδόσεις των πυραύλων Aster, προτείνοντας την έναρξη διαβουλεύσεων σε ειδική διάσκεψη, στην ιταλική πρωτεύουσα, στα μέσα Σεπτεμβρίου. Η διάσκεψη δε θα περιοριστεί στις κυβερνητικές και εταιρικές συμμετοχές από την Ε.Ε., καθώς προβλέπεται και εκπροσώπηση του ΝΑΤΟ με έμφαση στο πρόγραμμα αμυντικής καινοτομίας DIANA στο οποίο υπάρχει μεγάλη αμερικανική συμμετοχή.
Η συνάντηση Μητσοτάκη-Μπρετόν
Ερωτηματικό παραμένει η στάση της Γερμανίας στη διάσκεψη, καθώς τονίζει την αυτονομία του ESSI και οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης και του υπουργείου Άμυνας απέρριψαν, δημόσια, τη χρησιμότητα της πρότασης Μητσοτάκη-Τουσκ. Εν μέσω του ανταγωνισμού των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών για τη διανομή της αντιαεροπορικής «πίτας» των πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ τα επόμενα χρόνια, ο κ. Μητσοτάκης προσπάθησε να διαγνώσει τις επικείμενες εξελίξεις κατά τη συνάντησή του, την περασμένη εβδομάδα, με τον Επίτροπο Εσωτερικής Αγοράς, Τιερί Μπρετόν.
Υπενθυμίζεται ότι ο Γάλλος Επίτροπος, εδώ και πολλούς μήνες, προσπαθεί να συντονίσει τα κράτη-μέλη για την επείγουσα αύξηση παραγωγής πυρομαχικών, ενώ είναι και ο εμπνευστής των αποφάσεων στις Βρυξέλλες για τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών. Ο κ. Μπρετόν φέρεται να προέβη μεν σε μια χρήσιμη αξιολόγηση στοιχείων που, εν μέρει, διαφοροποιούν την ελληνοπολωνική πρωτοβουλία από τη γερμανική ESSI, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τον απαράβατο όρο διαλειτουργικότητας όποιων συστημάτων αεράμυνας αναπτυχθούν.
Στο σημείο αυτό υπεισέρχονται, ασφαλώς, και οι ανάλογες πρωτοβουλίες του ΝΑΤΟ με το υψηλό κόστος συνεισφοράς κάθε μέλους του, όπως θα υπογραμμιστεί στη σύνοδο της Ουάσιγκτον από τις 9 ως τις 11 Ιουλίου. Επομένως, αν και πρόκειται για διαφορετικούς οργανισμούς, προκύπτει το ερώτημα τι και πώς θα χρηματοδοτηθεί τελικά τα επόμενα χρόνια, καθώς πολλά από τα μέλη τους είναι τα ίδια.