Η μάχη στο Πούσι που άνοιξε τον δρόμο στην Επανάσταση του 1821
06/07/2024Κατά κανόνα, τον τόνο στον ρουν της Ιστορίας τον δίνουν τα παράδοξα. Και ένα από αυτά οπωσδήποτε είναι το ότι η έκβαση της Επανάστασης του 1821 κρίθηκε δέκα μόλις εβδομάδες μετά την έναρξή της.
Ας αρχίσουμε την αφήγησή σχεδόν έναν αιώνα πριν το 1821. Το έτος 1715, με μια κεραυνοβόλα εκστρατεία, ο Νταμάτ (Damat= γαμπρός) Αλή-πασάς, σύζυγος της κόρης του Σουλτάνου Αχμέτ Γ΄, επιβάλλει και πάλι στον Μοριά την οθωμανική κυριαρχία. Αυτή είχε καταλυθεί από τον δόγη της Ενετίας Φραντσέσκο Μοροζίνι, ο οποίος, στα τέλη του 17ου αιώνα, έδιωξε τους Τούρκους από την Πελοπόννησο και συνακολούθως δημιούργησε την ενετική κτήση του Μορέως.
Ας επισημανθεί στο σημείο αυτό το ότι η οικογένεια Μοροζίνι ήταν ελληνικής καταγωγής. Το επίθετό τους δεν είναι παρά η ιταλική εκδοχή του “Μαυρογένης”. Αυτό και σήμερα μπορεί να το διαπιστώσει κανείς χάρη σε επιγραφή στα τείχη του Ναυπλίου όπου, με λατινική γραφή, εμφανίζεται η σωστή μορφή του ονόματός τους: Maurogenus. Και βέβαια, το “χαριτωμένο” της υπόθεσης είναι ότι άλλος κλάδος της ίδιας οικογένειας διέπρεψε στην υπηρεσία των Οθωμανών.
Τελοσπάντων… Όταν ο Νταμάτ Αλή πασάς ξαναπήρε την Πελοπόννησο, ο Φραντσέσκο Μοροζίνι είχε πια πεθάνει. Αυτό συνέβαλε στην επιτυχία των Οθωμανών, όπως συνέβαλε το ότι ο ελληνικός πληθυσμός του Μοριά τελικώς, επειδή οι Βενετοί ήταν Καθολικοί, προτίμησε την κυριαρχία των Τούρκων. Οι Οθωμανοί όμως ήταν ανήσυχοι. Πώς θα διασφαλιζόταν η κυριαρχία τους στην Πελοπόννησο; Έτσι το πρώτο που έκαναν ήταν να δημιουργήσουν ένα μουσουλμανικό προπύργιο στο Λάλα της Ηλείας. Γιατί εκεί; Επειδή απέναντι είναι τα Επτάνησα, που τότε κατείχαν οι Βενετοί, οι οποίοι, εξορμώντας από αυτά μπορούσαν και πάλι να επιχειρήσουν την κατάληψη του Μοριά.
Στο Λάλα, που ιδρύθηκε το 1718, εγκαταστάθηκαν κυρίως Τουρκαλβανοί σπαχήδες. Ο όρος “σπαχήδες” (sipahiler) είναι γνωστός: Σήμαινε τους τιμαριούχους ιππείς. Ήταν δηλαδή οι σπαχήδες υποχρεωμένοι, οποτεδήποτε τους γινόταν η σχετική πρόσκληση από την Υψηλή Πύλη, να παρέχουν στρατιωτική υπηρεσία, έχοντας ως αντάλλαγμα τη νομή γης καλλιεργημένης από Χριστιανούς ραγιάδες. Αυτή ήταν η θεωρητική βάση της παρουσίας τους μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Από εκεί και πέρα, καθώς πήγαινε να αρχίσει η προσπάθεια εκσυγχρονισμού του οθωμανικού στρατεύματος, ο ρόλος τους υποβιβάστηκε. Το βέβαιο πάντως είναι πως οι Λαλαίοι σταθερώς διατηρούσαν μιαν επίφοβη πολεμική δεινότητα και ένα, γενικώς, αρειμάνιο χαρακτήρα.
Η ιδιάζουσα θέση του Λάλα
Το τοπωνύμιο “Λάλα” είναι αλβανικής προέλευσης και μάλιστα από τη ρίζα lal/ë που σημαίνει το πρόσωπο το οποίο (στους κόλπους μιας διευρυμένης οικογένειας) είναι ιδιαιτέρως αγαπητό και σεβαστό. Άρα αρχικώς πρέπει εδώ να εγκαταστάθηκε ο “λάλας” μιας φάρας (farësi στα αλβανικά), δηλαδή συνόλου συγγενικών οικογενειών και μετά να ακολούθησε ολόκληρο το “σόι” (Ποιος να ήταν ο εν λόγω Λάλας; Δεν ξέρουμε. Πάντως, το ότι το τοπωνύμιο κατά κανόνα εκφερόταν σε πτώση γενική (του Λάλα, στου Λάλα) αρκεί για να αποδειχθεί του λόγου του αληθές.
Η αρχική, τώρα, φάρα που εκεί εγκαταστάθηκε ήταν οι Ισμαηλαίοι. Γι’ αυτό και, παρά τη μετέπειτα διάσπασή τους σε επί μέρους οικογένειες, παρέμεναν μεταξύ τους συγγενείς. Πιο γνωστή από αυτές τις οικογένειες ήταν εκείνη που έφερε το επώνυμο “Φαρμάκης” (Πικρός). Άλλες οικογένειες, πάλι, παρέμειναν γνωστές με τις μουσουλμανικές ονομασίες του αρχηγέτη τους συνοδευμένες από τον τίτλο του αγά: Σαΐταγας, Μπραΐμαγας, Καραομέρης (ο Μαύρος Ομέρ). Η διατήρηση, πάντως, του τἰτλου/αξιώματος του αγά αποτελεί απόδειξη του ότι οι επιφανείς Λαλαίοι είχαν μέχρι το τέλος κρατήσει τον φεουδαρχικό χαρακτήρα της παρουσίας τους στην Ηλεία.
Και τώρα ας αναφερθεί κάτι ιδιαιτἐρως σημαντικό. Οι Λαλαίοι αποτελούσαν μάστιγα για τους Χριστιανούς. Και όμως… δεν θεωρούνταν αντίπαλοι παντοτινοί, “προαιώνιοι” όπως θα λέγαμε σήμερα. Η στάση του ίδιου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη είναι εν προκειμένω χαρακτηριστική. Απεχθανόταν κυρίως τους Κονιαρέους, δηλαδή τους μικρασιάτες Τούρκους, ενώ αντιθέτως περιέβαλε με κατανόηση τους Μουσουλμάνους που ήταν “γερλίσιοι” (yerli=ντόπιος στα τουρκικά). Η φιλία του με την οικογένεια Φαρμάκη είναι γνωστή. Και η φιλία αυτή βασίστηκε στην περίφημη αλβανική μπέσα, δηλαδή τον λόγο της τιμής (bésa-besë στα αλβανικά). Γι’ αυτό και, όταν κάποτε ζητήθηκε από τον Αλή Φαρμάκη να παραδώσει τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στις οθωμανικές αρχές, η απάντηση ήτανε: «Χάσια! Χάσια!» ([αυτό] δεν γίνεται!)
Ο Μοριάς το 1821
Τον Μάρτιο του 1821, ο Μοριάς ήταν ο κατεξοχήν πρόσφορος τόπος, προκειμένου να αρχίσει η Επανάσταση. Και αυτό για τους εξής λόγους: Πρώτον, ο αριθμός των Μουσουλμάνων είχε μειωθεί δραστικά. Λόγω της συνεχούς αναταραχής, οι Τούρκοι της Πελοποννήσου δεν ήταν παρά 40.000. Αντίθετα, ο ελληνικός πληθυσμός έφτανε τις 400.000 ψυχές. Δεύτερον, η Πελοπόννησος, παρά τις συνεχείς περιπέτειές της, από το 1790 και μετά άρχισε να γνωρίζει κάποια ευημερία. Κι αυτό οπωσδήποτε έκανε τους Μοραΐτες προγόνους μας να επιζητούν μια καλλίτερη ζωή.
Πού θα μπορούσαν οι Τούρκοι να προβάλουν αντίσταση στους επαναστατημένους Έλληνες; Σε τρία σημεία κυρίως, δηλαδή στα Μπαρδούνια, στην Τριπολιτσά και στου Λάλα. Τα Μπαρδούνια έφραζαν την πρόσβαση στη Μάνη και συνακολούθως την έξοδο των Μανιατών στον υπόλοιπο Μοριά. Και ο εκεί τουρκικός πληθυσμός ήταν αλβανικής προέλευσης, αλλά με μία σημαντική διαφορά από τους Λαλαίους.
Οι Μπαρδουνιώτες ήταν απόγονοι Αλβανών που είχαν –μετά από πρόσκληση των Παλαιολόγων– κατεβεί στην Πελοπόννησο, μα στη συνέχεια εξισλαμίστηκαν. Με λίγα λόγια, ήτανε “μουρτάτες”, δηλαδή αρνησίθρησκοι. Ψυχολογικά ταραγμένοι, λοιπόν, μόλις “άρχισε το τουφέκι” τα μαζέψανε και όπως-όπως αναδιπλώθηκαν στην Τριπολιτσά. Αυτήν την τελευταία, πρωτεύουσα τότε του Μοριά, ανέλαβε να πολιορκήσει και εκπορθήσει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Κατά συνέπεια το πρόβλημα εστιαζόταν στους Τουρκαλβανούς του Λάλα.
Το να καταβάλουν τους Λαλαίους οι επαναστατημένοι Έλληνες ήταν κάτι δύσκολο. Φαίνεται λοιπόν ότι οι Χριστιανοί της Ηλείας αρχικώς προσπάθησαν να τα βρουν μαζί τους. «Αφήστε τα όπλα –τους διαμήνυαν– και μείνετε στον τόπο σας». Αυτό δεν ήταν παράλογο, διότι παρά τις σταθερώς ληστρικές διαθέσεις των Λαλαίων, οι επαφές τους με τους ντόπιους Έλληνες δεν είχαν οριστικώς διαρραγεί. Διστακτικές λοιπόν οι προτροπές των ξεσηκωμένων Ελλήνων, αλλά κοφτές και απότομες επήλθαν οι αρνητικές απαντήσεις των Τουρκαλβανών. Συνακολούθως, κατέφθασε από τη Ζάκυνθο ο Χαράλαμπος Βιλαέτης που, μαζί με τον Κολοκοτρώνη, είχε προηγουμένως υπηρετήσει ως αξιωματικός σε αγγλική στρατιωτική μονάδα.
Η Μάχη στο Πούσι
Αυτός αμέσως κατανόησε τη στρατηγική σημασία του Λάλα. Έτσι, στις 10 Μαΐου, επιχείρησε μια πρώτη σύγκρουση με τους εκεί Τουρκαλβανούς στο Λατσόι, όπου όμως ο ίδιος καίρια τραυματίστηκε με αποτέλεσμα να πεθάνει. Παράλληλα,, οι Λαλαίοι κατάλαβαν ότι η Επανάσταση δεν ήταν απλώς ένα ξέσπασμα των ραγιάδων, αλλά κίνημα πολύ ευρύτερο. Συνακολούθως, απέτρεψαν την καταφυγή στου Λάλα άλλων τουρκικών πληθυσμών της Ηλείας, λέγοντάς τους χαρακτηριστικώς: «Πηγαίνετε στην Πάτρα». Οι επιφανείς Επτανήσιοι, από την άλλη πλευρά, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, χωρίς τακτική στελέχωση και γερό εξοπλισμό των επαναστατών, η άλωση του Λάλα θα ήταν ανέφικτη. Έτσι, μετά την απώλεια του Βιλαέτη, έφτασαν στην Ηλεία επτανησιακά σώματα υπό την ηγεσία των Ανδρέα και Κωνσταντίνου Μεταξά, φέρνοντας, μάλιστα, μαζί τους και δύο κανόνια.
Αρχικώς οι Επτανήσιοι επιχείρησαν συνδιαλλαγή, την οποία οι Λαλαίοι και πάλι κατηγορηματικώς απέρριψαν. Συνακολούθως, η κατάσταση εκτραχύνθηκε και στις 13 Ιουνίου 1821 έγινε η μάχη στο Πούσι. Η σημασία της μάχης αυτής υπήρξε καθοριστική. Και αυτό όχι για την έκβασή της μα για τον ψυχολογικό της αντίκτυπο. Τα γεγονότα είναι γνωστά: Οι ενισχυμένοι από τους Επτανήσιους Ηλείοι πολέμησαν με τους Λαλαίους, που, όμως, επίσης ενισχύθηκαν από ιππείς σταλμένους από την Πάτρα. Επιπλέον, Αφρικανοί ακροβολιστές επιδεξίως έπλητταν τους επικεφαλής των Ελλήνων, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ακόμη και ο Ανδρέας Μεταξάς.
Συνεπώς, η έκβαση της μάχης υπήρξε θεωρητικώς αρνητική ως προς τους Έλληνες ή, έστω, αμφίρροπη. Τι σημασία όμως έχει αυτό; Απολύτως καμιά! Οι Λαλαίοι κατανόησαν ότι, παρά την πολεμική τους ισχύ, ο τόπος πια δεν τους σήκωνε. Έτσι, λίγο μετά το τέλος της σύγκρουσης, μέσα στη μαύρη νύχτα, εγκατέλειψαν τις εστίες τους και αναδιπλώθηκαν στην Πάτρα.
Να η σημασία της μάχης στο Πούσι! Από τη στιγμή κατά την οποία, οι ντόπιοι, οι γεννημένοι στον Μοριά Μουσουλμάνοι κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν πια να σταθούν στην Πελοπόννησο, η Επανάσταση είχε κριθεί. Η μεγάλη αλλαγή –όπως συνήθιζε να λέει ο Γέρος του Μοριά– γίνεται όταν «ο σπουργίτης δεν μπορεί να γυρίσει στον τόπο του». Η Ελλάδα μας έμελλε να γίνει ανεξάρτητη. «Ο Θεός είχε βάλει την υπογραφή Του για την ελευθερία των Ελλήνων και δεν [θα] την έπαιρνε πίσω».
* Αιτία της συγγραφής αυτού του κειμένου υπήρξε ο κατά την Κυριακή, 30 Ιουνίου, υπό την αιγίδα του Δήμου της Αρχαίας Ολυμπίας επίσημος εορτασμός της επετείου της μάχης, στον οποίο ο αρθρογράφος είχε προσκληθεί ως κεντρικός ομιλητής.