ΑΦΗΓΗΜΑ

Ο οικονομικός βίος των Ελλήνων υπό το φως του Νίκου Τσιφόρου!

Ο οικονομικός βίος των Ελλήνων υπό το φως του Νίκου Τσιφόρου! Δημήτρης Μιχαλόπουλος

Οκτώβριος του 1975, στο Παρίσι: Μόλις δυο βδομάδες έχουν περάσει από τον ερχομό μου στη γοητευτική πρωτεύουσα της Γαλλίας, έχω –κατά κάποιο τρόπο– τακτοποιηθεί και ετοιμάζομαι να αρχίσω έρευνα σε αρχεία, βιβλιοθήκες κ.τ.λ., με σκοπό την εκπόνηση της διδακτορικής μου διατριβής. Στο μεταξύ, καθώς μπαινοβγαίνω στο περίφημο μετρό, χαζολογάω, περίπου ωσάν “επαρχιώτης”, σε περίπτερα και πάγκους όπου είναι επιδεικτικώς απλωμένα τα σπουδαιότερα έντυπα του γαλλικού Τύπου.

Κάποια στιγμή, καθώς τρέχω να μπω στο υπόγειο τραινάκι, για να πάω στην άλλη άκρη της “Πόλης του Φωτός”, ιδού που μπροστά μου εμφανίζεται, με συναρπαστικό εξώφυλλο, ο “Οικονομικός Άτλας” της εφημερίδας Le Monde. Δεν χασομεράω ούτε λεπτό. Αμέσως ανασύρω “εκ των βαθέων” της τσέπης μου λίγα από τα παλιά, γυαλιστερά φράγκα και αγορἀζω τον εν λόγω Άτλαντα. Μπαίνω στο μετρό, βρίσκω κάθισμα, ανοίγω στο λήμμα Grèce (Ελλάδα) και… να η έκπληξη!

Το σχετικό άρθρο είναι σύντομο, στην ουσία περιληπτικό. Γιατί; Διότι, όπως διασάλπιζε ο αρθρογράφος, «η οικονομία της Ελλάδας συνιστά αίνιγμα», δηλαδή δεν εξηγείται λογικά. Μα τι λέει αυτός; σκέφτηκα. Και επιχειρώντας να επουλώσω το βαρύ τραύμα που είχε αιφνιδίως δεχτεί ο πατριωτικός μου εγωισμός, πήγα προκλητικώς να ρίξω στη διπλανή -και ευτυχώς κενή!- θέση τον “Άτλαντα” της Monde. Μετά από λίγα λεπτά όμως, καθώς ετοιμαζόμουν να κατεβώ από τον συρμό, θυμήθηκα την περίφημη φράση του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο (1864-1936): «Τα γαλλικά είναι γλώσσα, στην οποία κανείς δεν μπορεί να πει ψέματα». Παίρνω λοιπόν το “δηλητηριώδες” έντυπο υπό μάλης, βγαίνω από το μετρό και, αφότου επέστρεψα στο κατάλυμά μου, το πέταξα σε μια γωνιά και το ξέχασα.

Δυο χρόνια περάσανε από τότε. Είχα αρχίσει τη συστηματική μελέτη των πηγών που με ενδιέφεραν, οι οποίες, υποδειγματικά ταξινομημένες, βρίσκονταν στο κεντρικό κτήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. Σε κάποια φάση, ασχολήθηκα με τους περιηγητές που είχαν έρθει στη χώρα μας κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα και, μετά το τέλος του ταξιδιού τους, δημοσίευσαν σε γαλλικά περιοδικά τις εντυπώσεις τους. Πολλά τα “διαμάντια” που έτσι ανακάλυψα, από τα οποία το πιο “χαριτωμένο”, ήτανε το εξής: Στη διάρκεια της βασιλείας του Γεωργίου Α΄, έγινε στο Ζάππειο έκθεση προϊόντων της “ελληνικής βιομηχανίας”. Πήγε λοιπόν εκεί και ένας επίσημος Γάλλος που ιδιαιτέρως εντυπωσιάστηκε από μία μπανιέρα! Οι βρύσες: Καλλιτεχνήματα! Ο λουτήρας; Εφάμιλλος των δημιουργημάτων του Φειδία! Τα σαπούνια; Μοσχομύριζαν!

Εντυπωσιασμένος, λοιπόν, ο ελληνομαθής επισκέπτης ρώτησε τον φύλακα της αίθουσας: «Μα ποιος έφτιαξε την μπανιέρα;» «Α, είναι από την Αγγλία!» έπεσε οιονεί τσεκουράτη η απάντηση. «Καλά, μα οι βρύσες;» «Ε, αυτές είναι ιταλικές!» επήλθε το δεύτερο πλήγμα. «Και τα σαπούνια;» «Μα δεν τα ξέρετε; Δικά σας, από τη Γαλλία!» Ο φιλέλλην ξένος έμεινε για λίγο σκεπτικός και τελικά βρήκε το θάρρος να εκτοξεύσει την τελευταία ου μην αλλά δηλητηριώδη ερώτηση: «Καλά, μα τι τελοσπάντων είναι ελληνικό;» «Το νερό, κύριε, το νερό!» απάντησε αγανακτισμένος ο φύλακας… και ο Γάλλος απήλθε μη ξέροντας εάν έπρεπε να χαμογελάσει ή να καγχάσει.

Τα ανωτέρω ήτανε συμφυή με το πάγιο ερώτημα: “Γιατί δεν έχουμε βιομηχανία στην Ελλάδα;” Συστηματικώς λοιπόν παρακολουθούσα –ή και προκαλούσα– τις σχετικές συζητήσεις, είτε επίσημες, δηλαδή σε αίθουσες διδασκαλίας, ή ανεπίσημες, στα όμορφα παρισινά καφέ, αλλά απάντηση δεν ερχόταν. Στο τέλος, έφτασα να ρωτήσω τον Ζωρζ Καστελλάν (1920-2014), τις παραδόσεις του οποίου στο “Εθνικό Ινστιτούτο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών” παρακολουθούσαν όλοι όσοι ενδιαφέρονταν για την ανατολική Ευρώπη. Ο Καστελλάν ήξερε σχεδόν τα πάντα για τα Βαλκάνια and beyond (και πέρα από αυτά), τη Ρουμανία π.χ. την Αυστροουγγαρία, την Ανατολική Γερμανία και ακόμη την Πολωνία. Όταν όμως του υπέβαλα το σχετικό με το καίριο και διαχρονικό μειονέκτημα της ελληνικής οικονομίας ερώτημά μου, κοφτά μού απάντησε ότι δεν είχε ποτέ του ασχοληθεί με αυτό. Τελοσπάντων…

Τράκα και δάνειο!

Περάσανε τα χρόνια και κάποια στιγμή, στην Ελλάδα τώρα, έπεσε στα χέρια μου το αριστουργηματικό “10” του Μ. Καραγάτση. Ο εν λόγω συγγραφέας μας πέθανε πολύ πρόωρα, 52 μόλις χρονών, αφήνοντας ημιτελές το κορυφαίο του έργο. Σε αυτό περιγράφεται η ζωή λαϊκών ανθρώπων σε μια συνοικία του παλαιού Πειραιά. Οι περιγραφές είναι τόσο ζωντανές, ώστε φτάνει κανείς να αισθάνεται ακόμη και τις χαρακτηριστικές του μεγάλου λιμανιού “οσμές” που σε αυτό αναφέρονται. Επιπλέον, εναργώς διατυπώνεται και η αρχή που διείπε και διέπει τον οικονομικό βίο των Νεοελλήνων, δηλαδή εκείνη της “τράκας”. Μια λοιπόν ηρωίδα του “10” εναργώς διατυπώνει τον εξής αφορισμό: «Κάνε τράκα στον μανάβη, στον χασάπη, στον μπακάλη μα ποτέ στον γιατρό!» Οπότε επιτέλλει επιτακτική η ανάγκη διευκρίνισης του όρου “τράκα”.

Λοιπόν, “τράκα” σημαίνει δάνειο μικρό, τη λήψη του οποίου ο δανειολήπτης επιτυγχάνει αιφνιδιαστικώς, συνήθως συνδαυλίζοντας τα αισθήματα συμπάθειας που προς αυτόν τρέφει ο δανειοδότης, και το οποίο, όμως, δεν αποπληρώνεται ποτέ. Κατά συνέπεια, εμμέσως αλλά σαφέστατα ο Καραγάτσης υπέδειξε τα ανεξόφλητα μικροδάνεια ως βάση της διαβίωσης των “μη προνομιούχων” κοινωνικών στρωμάτων. Πάλι καλά δηλαδή, που εμφιλοχωρούσε και το “φιλότιμο” των περασμένων γενεών, εφόσον η “τράκα” σε γιατρό τότε ήταν ηθικώς επιλήψιμη: «Ο μανάβης, ο χασάπης, ο μπακάλης σε κοροϊδεύουν, άρα μπορείς να τους τρακάρεις. Ο γιατρός όμως, επιστήμων άνθρωπος, δεν επιτρέπεται να κοροϊδέψει, κατά συνέπεια πρέπει και συ να φανείς εντάξει».

Και ταύτα μεν ούτως είχε μέχρις ότου, αναδιφώντας κείμενα σχετικά με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, έπεσα σε άλλο νεοελληνικό “διαμάντι”. Όταν αυτός, μετά το κίνημα στο Γουδί (1909) ήρθε στην Αθήνα, ο ξένος παράγων τού έθεσε ως προϋπόθεση συγκατάνευσης για την πρωθυπουργοποίησή του τον εξαναγκασμό των οφειλετών του ελληνικού Δημοσίου σε αποπληρωμή των υπέρογκων χρηματικών ποσών που παρέμεναν ανεξόφλητα. Το συμπέρασμα που λογικώς αναδύεται είναι ότι η φράση “δανεικά κι αγύριστα” συνιστά αξίωμα που σταθερώς διέπει τον οικονομικό βίο της Νεότερης Ελλάδας. Δάνεια της ανεξαρτησίας, δάνεια των παγκοσμίων πολέμων, δάνεια εδώ… δάνεια από εκεί κ.ο.κ. Έτσι μόνο εξηγείται το γιατί στον λουτήρα που θαύμαζε στο Ζάππειο ο ελληνομαθής και φιλέλλην Γάλλος μόνο το νερό ήταν ελληνικό.

Και πάλι τελοσπάντων… Γιατί όμως κανείς δεν μιλάει για τα μεγάλα δάνεια τόσο των μεμονωμένων ατόμων όσο και του Κράτους μας, ενώ σταθερώς γίνεται μεγάλη φασαρία για τον τάδε που χρωστάει τόσα (συγκριτικώς ελάχιστα) για το αυτοκίνητο που πήρε και το σπίτι που αγόρασε; Ιδού η απορία, αγαπητοί αναγνώστες! Και η απορία αυτή διαχρονικώς με ταλάνιζε, καθώς έρχονταν σε γνώση μου τα τεράστια, αφενός, χρέη των πολιτικών κομμάτων, για τα οποία σχεδόν καθόλου δεν γίνεται λόγος, αφετέρου τα μικρά χρέη του ενός και του άλλου για τα οποία σκαρώνονται ολόκληρα τηλεοπτικά ρεπορτάζ.

Και τέλος, όπως έλεγαν οι φιλόσοφοι του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα: lux fact est! (εγένετο φως). Ξαναδιαβάζοντας το εμβληματικό έργο του Νίκου Τσιφόρου “Τα παιδιά της πιάτσας” επισήμανα οικονομικό αξίωμα που, μέχρι τώρα, μού είχε μείνει απαρατήρητο: Το χρέος είναι σαν το παιδί. Όσο πιο μικρό είναι τόσο πιο πολύ φωνάζει! Τις η χρεία άλλων εξηγήσεων; Ή για να το πούμε σύμφωνα με τη νοοτροπία των “Παιδιών της Πιάτσας”: Ποιος Τζων Γκαλμπραίηθ και ποιος Άνταμ Σμιθ; Νίκος Τσιφόρος & dry bread (ξερό ψωμί)!

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι