Ο άκρατος φιλελευθερισμός και οι ανισότητες τροφοδοτούν την Ακροδεξιά
26/07/2024Η άνοδος του συστήματος της ελεύθερης αγοράς (καπιταλισμός) πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονα σχεδόν με την άνοδο του κοινοβουλευτισμού (αστική δημοκρατία). Όπως επιλέγει κάποιος ελεύθερα το ίδιο ή παρόμοιο προϊόν μεταξύ πολλών πωλητών, αντίστοιχα έχει την ελεύθερη βούληση να επιλέξει μεταξύ διαφορετικών πολιτικών κομμάτων.
Επί της φιλοσοφίας του Φιλελευθερισμού θεμελιώθηκε η κοινωνική και οικονομική αυτή διαδικασία. Αλλά η ελευθερία του πράττειν και του διαβουλεύεσθαι οδήγησε σε διεύρυνση της ανισότητας, κάτι που ήταν αντίθετο με την πολιτική και οικονομική θεωρία (Ο συντελεστής Gini ήταν μικρότερος το 1830 από ότι μετέπειτα). Η ανατροπή των φεουδαλικών καταλοίπων μετά τον Α’ Παγκόσμιο (Γερμανία, Αυστρία, Ρωσία κλπ.), που αποτελούσαν ανορθογραφία με την οικονομική δομή, και ακολούθως μετά τον Β΄Παγκόσμιο των ολοκληρωτικών καθεστώτων (Γερμανία, Ιταλία), που έρχονταν σε ρήξη με τη φιλελεύθερη ιδεολογία, δημιούργησε στη Δύση πνεύμα αποθέωσης του συστήματος.
Καθ’ όμοιο τρόπο που η εγελιανή υπερβολή έβλεπε ως το απαύγασμα της ιστορικής διαδικασίας το πρωσικό κράτος, ή του Λένιν η φαντασίωση, που προέβλεπε τον μαρασμό του κράτους και την έλευση του “παραδείσου” στα εβδομήντα χρόνια μετά την επανάσταση, έτσι και οι Φιλελεύθεροι αντιμετώπιζαν την κυριαρχία της Δύσης ως το τέλος της ιστορίας. Η ιδεολογία του κρατικού παρεμβατισμού, επάνω στην οποία στηρίχθηκε το κράτος πρόνοιας, εβάλετο αδιαλείπτως από τους ορθόδοξους όπως ο von Hayek (“Ο δρόμος προς τη Δουλεία”). Σε κάποιο βαθμό ακόμη και ο Popper (“Η Ανοικτή Κοινωνία και οι εχθροί της”) διατηρούσε φόβους για κίνδυνο αυταρχικότητας από τον παρεμβατισμό.
Οι δύο συνέπειες της παγκοσμιοποίησης
Με την κυριαρχία των αγορών (από το 1980 και έπειτα) και την ισχυροποίηση της παγκοσμιοποίησης το κράτος υποστηρίχθηκε ότι όχι μόνο δεν επιλύει τα προβλήματα, αλλά αντιθέτως αυτό αποτελεί το πρόβλημα (πολιτικές Θάτσερ, Ρέιγκαν κλπ.). Κατά μεγάλο μέρος η ανάπτυξη των περισσοτέρων αναδυομένων, από την Κίνα μέχρι την Βραζιλία, στηρίχθηκε στο κεφάλαιο της Δύσης. Το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον διττό:
- Πρώτον, τα προϊόντα της περιφέρειας, λόγω γλίσχρων μισθών και περιορισμένης εργατικής νομοθεσίας ήταν ανταγωνιστικότερα από τα παραγόμενα στη μητρόπολη. Αυτό σημαίνει μικρότερος ρυθμός ανάπτυξης σε αυτήν και στασιμότητα στην απασχόληση. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την είσοδο των γυναικών στο εργατικό δυναμικό –αναπόφευκτη λόγω των νέων κοινωνικών αλλαγών– διογκώθηκε η ανεργία. Τούτη επιτάθηκε με την είσοδο μεταναστών από το Νότο και την Ανατολή. Ο φθίνων ρυθμός ανόδου κερδών και εισοδημάτων, ένεκα αυτής της εξέλιξης, οδηγεί σε περιορισμένα δημόσια έσοδα, ενώ προκειμένου να αντιμετωπισθεί η ανεργία, οι χώρες της Δύσης αντέδρασαν, ελαστικοποιώντας τις εργασιακές σχέσεις (νέες μορφές απασχόλησης κλπ.)
- Δεύτερον, η γήρανση του πληθυσμού και η απαίτηση για ανεκτό επίπεδο διαβίωσης γιγάντωσε τις δαπάνες υγείας και τις συντάξεις. Τα συστήματα Beveridge ή Bismarck άρχισαν να καταρρέουν, εξ αιτίας των μειωμένων δημόσιων εσόδων.
Το καθεστώς στη Δύση το 1980/1990 βρέθηκε προ διλήμματος: Ή στροφή προς τα αριστερά, τουτέστιν περαιτέρω κρατικοποιήσεις, ή στροφή στον ανόθευτο φιλελευθερισμό, με το σκεπτικό ότι η μικρή φορολόγηση των επιχειρήσεων θα έδινε κίνητρο σε αυτές για νέες επενδύσεις και σε επόμενο στάδιο σε αύξηση της απασχόλησης, άνοδο των δημοσίων εσόδων κλπ., τουτέστιν ενάρετο κύκλο.
Κοινωνικές τάξεις και άκρατος φιλελευθερισμός
Στα έτη 1980-2010 κυριάρχησε ο άκρατος φιλελευθερισμός: Η τρίτη βιομηχανική επανάσταση (1945-2000) με τον αυτοματισμό, τους υπολογιστές κλπ. και η τέταρτη (από το 2001) με την ψηφιοποίηση, συρρίκνωσε τις δυνατότητες απασχόλησης, τουλάχιστον επί του παρόντος. Η ατελείωτη εισροή μεταναστών επιδεινώνει την κατάσταση. Συνεπώς, μετά το 2010 η Δύση βρέθηκε σε στενωπό. Η διαρκής εισαγωγή καινοτομιών με κάμψη του κόστους εργασίας, η ελάττωση των υψηλών φορολογικών συντελεστών, η μετάβαση μέρους των κεφαλαίων σε χώρες φορολογικής ασυλίας συμπιέζουν τα δημόσια έσοδα.
Οι κοινωνικές τάξεις ξεχωρίζουν εντονότερα: Οι κατώτεροι (humiliores) συγκροτούν το 20-25% (όσοι βρίσκονται κάτω ή πέριξ του κοινωνικώς αποδεκτού ορίου διαβίωσης), το 65-75% αποτελεί τη μεσαία τάξη και το 5-10% είναι οι ανώτεροι (ordo senatorius). Η μεσαία τάξη τριχοτομείται: 45-65% το κατώτερο (οι μικρομεσαίοι), 20-40% το ενδιάμεσο τμήμα και 10-15% το υψηλότερο. Τα ποσοστά κυμαίνονται διαχρονικά, ενώ αποκλίνουν μεταξύ των χωρών της Δύσης. Διεθνώς υπάρχει τάση το ανώτερο να συρρικνωθεί από 5-10% σε 2-3%.
Οι κατώτεροι, ως μη έχοντες εισοδήματα, δεν συνεισφέρουν στα δημόσια έσοδα. Οι ανώτεροι ξεφεύγουν της φορολόγησης με ποικίλους τρόπους. Το χαμηλότερο τμήμα της μεσαίας τάξης (μικρομεσαίοι) εν τοις πράγμασι λίγα δύναται να προσφέρει. Τοιουτοτρόπως, το φορολογικό βάρος επιβαρύνει το ενδιάμεσο και το υψηλότερο κομμάτι της μεσαίας τάξης. Προφανώς, αυτά τα στρώματα (όπως και οι ανώτεροι) ψηφίζουν συνήθως συντηρητικές κυβερνήσεις, που υπόσχονται μειώσεις φορολογικών συντελεστών.
Μετά το 2005 πολλαπλασιάσθηκε ο αριθμός των μεταναστών, η πλειονότης των οποίων είναι μουσουλμάνοι. Ο μακροχρόνιος υποτιμητικός τρόπος αντιμετώπισής τους ως υπανάπτυκτους (πρώην αποικίες) και η άνοδος του εξτρεμισμού του Ισλάμ –ρόλο διαδραμάτισε και η σημαντική πολιτισμική απόκλιση από την ιδεολογία και τα ήθη της Δύσης– δυνάμωσε την επιθετικότητά τους. Η διευρυνόμενη εχθρότητα των χαμηλότερων εισοδηματικών κλιμακίων προς τους επήλυδες, που συχνά υποδαυλίζεται, δημιουργεί οργή γι’ αυτούς που παίρνουν τις δουλειές, τα επιδόματα, που είναι μη αφομοιώσιμοι.
Η αποτυχία της Αριστεράς
Από την πλευρά της, η Αριστερά βρίσκεται σε αδυναμία να αποκτήσει πλειοψηφία:
- Πρώτον, η κατάρρευση κάθε σοσιαλιστικού πειράματος μετά το 1990 την καθιστά αφερέγγυα σε μεγάλο πλήθος ψηφοφόρων.
- Δεύτερον, η επιδίωξη εξίσωσης των μεταναστών με τους ημεδαπούς (όλοι οι εργάτες είναι αδέλφια, οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα) την χαρακτηρίζει αποκρουστική. Οι εθνικιστές και αρκετοί κεντρώοι αξιολογούν ως απαράδεκτο τον διεθνισμό της.
- Τρίτον και σημαντικότερο, η λύση που προτείνει η Αριστερά για περισσότερο κράτος τη φέρνει σε αντίθεση με το ενδιάμεσο και ανώτερο τμήμα της μεσαίας τάξης (που είναι και το πλέον εκπαιδευμένο μέρος του πληθυσμού).
Η φιλελεύθερη ιδεολογία και η βραχυχρόνια προσέγγιση που ακολουθούσαν οι κλασικοί και νεοκλασικοί οικονομολόγοι λειτουργούσε παραλυτικά. Έτσι, δεν πρέπει να προξενεί εντύπωση ότι, με εξαιρέσεις (Schumpeter), οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι αρνήθηκαν να ερμηνεύσουν το αυτονόητο: την αέναη συγκέντρωση του πλούτου. Η εξήγηση της μαρξικής ανάλυσης αποτελεί την κορυφαία συμβολή της στην οικονομική επιστήμη.
Το δεύτερο, όμως, κρίσιμο σημείο της μαρξικής αντίληψης εντοπίζεται στην τάση προλεταριοποίησης των μαζών. Ακόμη και εάν συμβεί αυτό, δεν ανακύπτει αυτόματα η επανάσταση, όπως υποστηρίζει ο Μαρξ. Υπέθετε –αποδεικνύεται επανειλημμένως ότι η αντίληψή του ήταν αμφισβητήσιμη– ότι η σταδιακή εξαθλίωση θα επαναστατικοποιήσει τους εργάτες. Γεγονός που ούτε στην εποχή του συνέβαινε και που θα έπρεπε να τον έκανε σκεπτικό. Το αστήρικτο της εν λόγω μαρξικής ανάλυσης εντοπίζεται στο ότι μεταφέρει οικονομίστικα, δηλαδή μηχανικά, τα οικονομικά συμβάντα στην κοινωνική εξέλιξη.
Που οδηγεί ο άκρατος φιλελευθερισμός
Εν κατακλείδι: όπως οι δούλοι μια φορά εξεγέρθηκαν στην Αρχαιότητα, όπως το ρωμαϊκό προλεταριάτο (τα οκτώ δέκατα του πληθυσμού της Ρώμης) υπεστήριζε τις συγκλητικές φατρίες, λαμβάνοντας άρτον και θεάματα, έτσι και στη σύγχρονη περίοδο είναι δυνατόν να εμφανισθεί επαναστατική δυναμική μόνο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Όμως γρήγορα, για ποικίλους λόγους, ο επαναστατικός πυρετός εκπνέει (δεν είναι του παρόντος η σχετική ανάλυση).
Η παγκοσμιοποίηση πλήττει τόσο τους κατώτερους, που βλέπουν τις παροχές του κράτους πρόνοιας να περιορίζονται δραστικά, όσο και το χαμηλότερο τμήμα της μεσαίας τάξης (μικρομεσαίους), αφού οι τιμές των κινεζικών και όχι μόνο προϊόντων υποσκάπτουν τις επιχειρήσεις τους. Επί του παρόντος μόνο ποσοστό του ενδιάμεσου τμήματος της μεσαίας τάξης συμπιέζεται. Έτσι η επανεθνικοποίηση και η όλη δεξιά ρητορεία καθίσταται αποδεκτή. Επομένως, δεν πρέπει να προκαλεί κατάπληξη η άνοδος των ακροδεξιών απόψεων στη Δύση, αλλά να θεωρείται ως η πιθανότερη εξέλιξη. Το ότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με την ορθόδοξη θεωρία ή τη μαρξική ανάλυση έχει την ερμηνεία του.
Ο Θεόδωρος Παπαηλίας είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αττικής