Ο Ε. Ζάχος-Παπαζαχαρίου έφυγε “χωρίς να αφήσει πίσω του χρωστούμενα”
29/07/2024Ο Ε. Ζάχος-Παπαζαχαρίου έφυγε απ’ τη ζωή στις 25 Ιουλίου 2024. Ποντιακής καταγωγής, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1938. Σπούδασε στο Παρίσι βαλκανικές γλώσσες και πολιτισμούς, κοινωνική ανθρωπολογία και εθνογραφικό κινηματογράφο-τηλεόραση. Αναγορεύτηκε σε διδάκτορα της Συγκριτικής Φιλολογίας στη Σορβόννη και υπήρξε επί δεκαετία ερευνητής του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Γαλλίας.
Το 1983 ή 1984 ήτανε που πρωτάκουσα από τον καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο Γιάγκο Ανδρεάδη, το όνομα του Παναγή Λεκατσά. Χάρη σε εκείνον τον έμαθα και του το οφείλω. Έχω μάλιστα την εντύπωση πως όχι μόνο η επαφή μου με τα κείμενα του Λεκατσά, αλλά κυρίως η υποψία που εισήγαγε τότε στη σκέψη μου ο τρόπος με τον οποίο μας τον παρουσίασε ο Γιάγκος Ανδρεάδης, προετοίμασε τη συνάντησή μου μια εικοσαετία αργότερα, με το έργο του εθνολόγου-ανθρωπολόγου Ζάχου, παρά το ότι ουδεμία συνάφεια υπάρχει ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις. Μια συνάντηση που πραγματοποιήθηκε χάρη στον επιστήθιο φίλο του Ζάχου και συνοδοιπόρο του στα χρόνια των σπουδών στο Παρίσι, τον σκηνογράφο Σπύρο Καραγιάννη.
Στα πλαίσια των επιστημονικών ανταλλαγών της Γαλλίας με άλλες χώρες, ο Ζάχος εργάστηκε στα Τίρανα και στο Ινστιτούτο Βαλκανικών Σπουδών στη Σόφια. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης στην έδρα της Κοινωνιολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, ενώ δίδαξε Εθνογραφία-Λαογραφία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Έγραψε το σενάριο για τις ταινίες του Νίκου Παναγιωτόπουλου “Η λιμουζίνα” (2013) και “Η κόρη του Ρέμπραντ” (2015). Ως στιχουργός και συνθέτης συνεργάστηκε με τους “Χειμερινούς Κολυμβητές” στο δίσκο “Η μαστοράντζα του Ερντεμπίλ” (2005), ενώ έγραψε τους στίχους στον δίσκο “Τα Αναστάσιμα” σε μουσική Γιάννη Γιάρου και ερμηνεία Δέσποινας Αποστολίδου, Τάσου Γιαννούση, Αργυρώς Καπαρού και Λάκη Χαλκιά. Η κηδεία του έγινε στο χωριό Συκή του Πηλίου, Σάββατο 27 Ιουλίου στις 11.30 π.μ.
Ένας υπήκοος της Ανατολής
Με το άκουσμα της είδησης του θανάτου του επανήλθαν στο μυαλό μου οι κατά καιρούς συζητήσεις μας – συζητήσεις τρόπος του λέγειν, καθώς συνήθως αναλάμβανα το ρόλο του καλού (θέλω να ελπίζω) ακροατή. Δύο-τρία πράγματα από εκείνες τις κουβέντες. Ο Ζάχος δε σε έκανε ποτέ να αισθανθείς μειονεκτικά, να νιώσεις ότι “δεν ξέρεις”, γιατί μιλούσε σαν να αφηγείται ένα παραμύθι, Απολάμβανες, δεν εξεταζόσουν. Εδώ προσθέτω ότι πράγματι πολλά από εκείνα που αποκάλυπτε ή εξομολογιόταν προφορικά τα είδα χρόνια αργότερα να τα παρουσιάζει στα βιβλία του υπό τον μανδύα του μυθιστορήματος.
Ο Ζάχος επεδίωκε οι συζητήσεις να έχουν χρώμα από το αγαπημένο του “παζάρι”. Κάτι έλεγες, κάτι σου έλεγε. Κάτι έδινε, κάτι έδινες. Και το τελευταίο: τη διαφωνία του δεν την εξέφραζε με θυμό ή με επιμονή, αλλά πιο πολύ με λύπη, σαν το παράπονο ενός παιδιού, όταν δεν παίρνει αυτό που περιμένει· καμιά φορά και με την απόγνωση εκείνου που βλέπει τον συμπαίκτη του στο τάβλι να φέρνει απανωτές εξάρες.
Βασικές συνιστώσες της σκέψης του Ζάχου, όπως τις άκουσα, τις διάβασα και το κυριότερο όπως τις κατάλαβα, υπήρξαν τα ζητήματα του λαού, της λαϊκής αντίστασης, οι σχέσεις με τη Δύση και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Θεωρούσε πως τα κοινωνικά κινήματα έχουν μια τουλάχιστον χιλιετή προϊστορία στα μέρη μας, καθώς εμφανίζονταν από πολύ νωρίς στο Βυζάντιο συγκαλυμμένα υπό τη μορφήν αιρέσεων. Οι Μανιχαίοι, οι Παυλικιανοί, οι Βογόμιλοι που έγιναν Καθαροί ήταν οι οδοδείκτες αυτής της πορείας. Με αυτά συνέδεε και το ζήτημα των σλαβικών τοπωνυμίων στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας πως δεν αποδείκνυαν γενικευμένη εγκατάσταση Σλάβων, αλλά ιδεολογική συγγένεια με το κίνημα των σλαβόφωνων Βογόμιλων. Ο ίδιος μου έλεγε πως «το να αλλάζει το όνομα του χωριού, ήταν σα να υψώνει κινηματική σημαία».
«Το κοινωνικό αυτό κίνημα, που καταχωρείται σαν θρησκευτικό, είναι μια αλυσίδα κινημάτων που ξεκινάει απ’ τους ακρίτες του Ευφράτη με τον περίφημο “παυλικιανισμό” μετατίθεται στη Θράκη και στην ακριτική χώρα των Vulgaris προς τον Δούναβη […] γεννάει εκεί το σλαβόφωνο παιδί του, τον “βογομιλισμό”, προχωράει προς την Ιλλυρία […] και από εκεί πέρασε στις Κάτω Χώρες, στη Γαλλία και στην Προβηγκία με το κίνημα των Καθαρών, των Μπουγκρ, που είναι παραφθορά των Vulgaris» [2].
Προσπαθούσε να βρει ρίζες
Η προσπάθειά του αυτή δεν περιοριζόταν στο πλαίσιο μιας ακαδημαϊκής έρευνας. Προσπαθούσε να βρει ρίζες, εκεί που ο ίδιος πίστευε πως υπάρχουν για να στεριώσουν οι δυνάμεις της κοινωνικής απελευθέρωσης στον τόπο μας. «Από πάντα πίστευα πως οι δυνάμεις της κοινωνικής απελευθέρωσης δεν προχωράνε στον τόπο μας, γιατί δεν έχουν αρκετά βαθιές ρίζες. Γιατί τα μοντέλα τους είναι εισαγόμενα. Από τη Δυτική Ευρώπη αρχικά, τη Γαλλική Επανάσταση, τα καρμπονάρικα κινήματα, την Κομμούνα του Παρισιού κι ύστερα από την Ανατολική Ευρώπη».
Απέναντι στην Ευρώπη [4] υπήρξε αρνητικός, όχι απορριπτικός. Για τη σχέση του με την Ευρώπη τα δύο του βιβλία στις εκδόσεις Φαρφουλά, “Περιπέτειες στην Ευρώπη” και “Βίος και Πολιτεία του Διονυσίου εκ Φουρνά”, νομίζω πως τα λένε όλα. Ο Ζάχος ταξιδεύει, βλέπει και επιστρέφει από μια ήπειρο που ουσιαστικά τον ενδιαφέρει κυρίως όταν, πίσω από το προσωπείο του ορθολογισμού, αποκαλύπτεται ο μεσαίωνας.
Ελληνοκεντρικός ή εθνοκεντρικός δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση. Υπερασπίστηκε την ελληνικότητα εκεί που αναδυόταν ο γνήσια λαϊκός χαρακτήρας, χωρίς να διυλίζεται παραμορφωτικά από τον επαρχιωτισμό και τον ελιτισμό των διανοουμένων, ειδικά της γενιάς του ‘30. Στους τελευταίους άλλωστε καταλόγιζε «ψάρεμα στα θολά νερά ενός αισθητικού ελληνοκεντρισμού» [5] και σνομπισμό «που μας δένει αναχρονιστικά με τη δυτικοευρωπαϊκή θεώρηση της εικόνας […] και με τη δυτικόφερτη μικροαστική θέαση των πραγμάτων και του κόσμου» [6]. Νομίζω πως ο Ζάχος παρέμεινε σταθερά υπήκοος της Ανατολής.
«Πρέπει να ξεύρετε ολίγα και δια τα κράτη της Εσπερίας, διότι αυτά μας αντιστρατεύονται από πολλούς αιώνας και θεωρούν την αυτοκρατορία του Οσμάνου οπισθοδρομικήν. Και το χειρότερον, διεκδικούν το δικαίωμα να μας κατακτήσουν, τάχα δια να μας εκπολιτίσουν, ενώ οι άνθρωποί των είναι πιο άγριοι και βάρβαροι και πλέον δουλόφρονες από τους εδικούς μας». (“Βίος και πολιτεία του Διονυσίου εκ Φουρνά”, σ. 48).
Αυτή η όσο το δυνατό πιο συνοπτική αναφορά στο έργο του δε γίνεται για να ανοίξει ένα δημόσιο διάλογο σχετικά με την ορθότητα των απόψεών του. Ούτε η ώρα είναι, ούτε ο χώρος για κάτι τέτοιο. Είτε συμφωνεί, είτε διαφωνεί κανείς με αυτές, νομίζω πως ήταν και είναι απαραίτητες, τουλάχιστον ως αντίβαρο στην ομοιομορφία, αλλά και τα αδιέξοδα των καιρών που διανύουμε. Γράφει ο ίδιος σε ένα του βιβλίο: «Οι Βογόμιλοι έλεγαν πως το χειρότερο που μπορείς να πάθεις είναι να χάσεις τον εχθρό σου». Ο Ζάχος θα λείψει περισσότερο απ’ όσο φανταζόμαστε.
Έργα του:
- La poesie polu laire des Grecs (Maspero, 1966)
- Albanie (Seuil, 1971)
- Babel Balkanique. Histoire politique des alphabets utilisies dans les Balkans (Ecole Pratiques des Hautes Etudes, 1975)
- Η πιάτσα (Κάκτος, 1980)
- Το λεξικό της πιάτσας (Κάκτος, 1981)
- Είμαστε Πόντιοι (Καραμπερόπουλος, 1984)
- Ο ξένος της Νέας Κερασούντας (Γραμμή, 1984)
- Ο άλλος Θεόφιλος (Κάκτος, 1998)
- Γλώσσες αλφάβητα και εθνική ιδεολογία στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια (Κριτική, 2000)
- Ανατολή Ανατολών (εκδ. Αλήστου μνήμης, 2004)
- Ο Μάρκος και η λαϊκότητα (Λαϊκό τραγούδι, 2005)
- Η λαϊκότητα στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο (Φαρφουλάς, 2010)
- Περιπέτειες στην Ευρώπη (Φαρφουλάς, 2010)
- Βίος και Πολιτεία του Διονυσίου εκ Φουρνά (Φαρφουλάς, 2015)
- Στα Εξάρχεια το ΄80 (Στερέωμα Α.Ε., 2017)