Γιατί η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έγινε “δορυφόρος” των ΗΠΑ
12/08/2024Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ακολούθησε σχεδόν πιστά στην εξωτερική πολιτική τις επιλογές της άρχουσας τάξης και των κρατικών παραδόσεων της δικής της χώρας. Επιλογές και παραδόσεις, οι οποίες είχαν διαμορφωθεί κατά κανόνα από τα συντηρητικά κόμματα ως αυθεντικών εκφραστών της κάθε εθνικής άρχουσας τάξης.
Την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970, την σοσιαλδημοκρατία χαρακτηρίζει ένας ιδιότυπος κοινωνικός εθνικισμός. Παράλληλα, υιοθέτησε την κοινή ευρωπαϊκή προοπτική, η οποία θα αποτελούσε έναν κοινό ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο ενταγμένο στο πλαίσιο της αμερικανικής γεωστρατηγικής ηγεμονίας και της αντιπαράθεσης των δύο συστημάτων. Τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα θεώρησαν τη δική τους κατάσταση τόσο θετικά ώστε ενστερνίστηκαν τον εθνισμό. Άλλα είχαν επικεντρωθεί στην εφαρμογή του προγράμματός τους στην πατρίδα τους, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις διεθνείς εξελίξεις. Ο διεθνισμός στην πράξη είναι πολύ δύσκολος.
Στην πορεία, η σοσιαλδημοκρατία επιχείρησε να δημιουργήσει ένα περισσότερο θεσμοποιημένο όχημα για την αντιμετώπιση του διεθνούς ανταγωνισμού των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας στο νέο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο που επέβαλε η αμερικάνικη κυριαρχία. Η όξυνση των αντιθέσεων του ευρωπαϊκού οικονομικού υποδείγματος, λόγω εσωτερικών και εξωτερικών αιτίων, οδήγησε την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία να ταυτιστεί ουσιαστικά με τις παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες, χωρίς όμως να αντιληφθεί τις μακροχρόνιες επιπτώσεις που αυτές θα είχαν στην ταυτότητα της.
Συστατικό μέρος της Δύσης
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ιταλίας στήριξαν την ένταξη των χωρών τους στο ΝΑΤΟ και στους ευρωατλαντικούς οργανισμούς, έστω με ταλαντεύσεις και δυσκολίες. Το ίδιο συνέβη και στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Αυστρίας και ορισμένων σκανδιναβικών χωρών, ιδιαίτερα της Σουηδίας και της Φινλανδίας. Κι αυτό, παρότι ακολούθησαν μια πολιτική ενεργούς ουδετερότητας. Προωθούσαν τις επιλογές τους στην εξωτερική πολιτική σε συνάφεια αφενός με τις γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες της χώρας τους, αφετέρου με τους προσανατολισμούς των μεγάλων εξαγωγικών επιχειρήσεών τους. Δεν αρνήθηκαν ποτέ, όμως, ότι ανήκουν στη Δύση και ότι υποστηρίζουν τους ευρωατλαντικούς οργανισμούς.
Η κατ’ αρχάς επιλογή και στη συνέχεια η πλήρης αποδοχή από τη μεριά της σοσιαλδημοκρατίας ότι οι ευρωπαϊκές χώρες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Δύσης υπήρξε αποτέλεσμα της έντονης αντίθεσής τους με τα καθεστώτα του “Υπαρκτού Σοσιαλισμού”. Να προσθέσουμε και την ιδεολογική τους διαφωνία γενικότερα με τα μαρξιστικά δόγματα. Η θέση αυτή οδηγούσε σχεδόν νομοτελειακά στην αποδοχή των δυτικών υπερεθνικών θεσμών, όπως της ΕΕ (τότε ΕΟΚ) και του ΝΑΤΟ και κατά προέκταση την “υποταγή” τους στα ηγεμονικά σχέδια των ΗΠΑ.
Η όποια θεωρητική διερεύνηση στην αναζήτηση ενός τρίτου δρόμου ουσιαστικά προϋπέθετε ότι αυτός ο δρόμος θα υλοποιηθεί σύμφωνα με τις δυτικές προδιαγραφές και εντός του ευρωατλαντικού πλαισίου. Για αρκετά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αυτό σήμαινε ότι ο τρίτος δρόμος θα υλοποιούταν, χωρίς τη διαταραχή των δεσμών με την Ουάσιγκτον. Η επιρροή και ο ρόλος των ΗΠΑ σ’ αυτό το επίπεδο ήταν καθοριστικά στοιχεία για τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Στην αμερικανική αγκαλιά
Από τη μία η υπερδύναμη καθόριζε πάντοτε την ιεράρχηση των παγκοσμίων προβλημάτων που θα έπρεπε να συζητηθούν, επιβάλλοντας τις απόψεις της στις εκάστοτε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Σημαντική εξαίρεση ήταν η διαφωνία του γαλλογερμανικού άξονα επί κυβερνήσεων Σιράκ και Σρέντερ για τη δεύτερη εισβολή στο Ιράκ το 2003. Από την άλλη, με την οικονομία της, τις κυρίαρχες μορφές πολιτισμού, τη στρατιωτική της ισχύ και την ομπρέλα προστασίας που προσέφερε αρχικά στις δυτικοευρωπαϊκές και με την επέκταση του ΝΑΤΟ και στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, επιδρούσε άμεσα στις ηγεσίες των κομμάτων που δεν αμφισβητούσαν το καπιταλιστικό σύστημα, αλλά και στους απλούς πολίτες που πίστευαν τα ίδια.
Η ανάλυση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της τις επιδράσεις που είχε πάνω στα μέλη τους και στην κυβερνητική τους πρακτική αφενός η παρουσία ισχυρού ή μη Κομμουνιστικού Κόμματος στην κάθε χώρα, αφετέρου η ύπαρξη του “Υπαρκτού Σοσιαλισμού” – εννοείται μέχρι την κατάρρευση το 1989-90. Έτσι ακόμα και αν τα διάφορα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κινούνταν σε παρεμφερείς άξονες, η πολιτική πρακτική τους διέφερε, δεδομένου ότι αυτοί οι παράγοντες επιδρούσαν διαφορετικά σε κάθε χώρα. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η Ιταλία, όπου η ύπαρξη ισχυρού Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος έσπρωξε το Σοσιαλιστικό Κόμμα σε πλήρη ενσωμάτωση στον Ατλαντισμό.
Το μοναδικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που παρουσίασε ιδιαιτερότητα στην εξωτερική πολιτική που ακολούθησε, ήταν η γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Η πολιτική ύφεσης που ακολούθησε απέναντι στον Ανατολικό Συνασπισμό και η αναγνώριση των πραγματικοτήτων που είχαν δημιουργηθεί μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (δεύτερο γερμανικό κράτος, νέα σύνορα, μετακινήσεις πληθυσμών κ.ο.κ.) αποτέλεσε μια ρηξικέλευθη πολιτική από δυτικοευρωπαϊκή κυβέρνηση. Εκεί, όμως, έπαιζε καθοριστικό ρόλο το εθνικό ζήτημα, η συνύπαρξη και η προσδοκία επανένωσης της Γερμανίας.
Η απουσία του Πολιτικού
Στην εποχή της αμερικανικής μονοκρατορίας τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της Ενωμένης Ευρώπης με σαφή νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά. Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα του Πολιτικού εκλείπει παντελώς από τη συζήτηση για το πολιτικό μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης. Η ΕΕ όχι μόνο στερείται πολιτικής ολοκλήρωσης το πλέον βασικό, δηλαδή μιας αυτοδύναμης πολιτικής ύπαρξης, αλλά αρνείται ευσχήμως την όποια συζήτηση περί αυτού.
Η όποια πολιτική έκφραση υπάρχει σήμερα στην ΕΕ αποτελεί τη συνισταμένη της βούλησης των εθνικών κυβερνήσεων. Οι βουλήσεις αυτές ουσιαστικά συνίστανται σε μια διεύρυνση της εσωτερικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι εθνικές κυβερνήσεις δρουν πρωτίστως και αποκλειστικώς ως εκφραστές των εθνικών συμφερόντων, στο δε επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής εννοείται στο πλαίσιο του ευρωατλαντισμού. Η κοινή υπόθεση της Ευρώπης, όμως, δεν μπορεί να είναι στόχος διακρατικών συμφωνιών, αλλά το κοινό αγαθόν μιας ενιαίας πολιτικής βούλησης. Μέχρι τώρα υπάρχει υπεραπασχόληση με την οικονομική οργάνωση της ΕΕ, ενώ ελάχιστα απασχολεί η πολιτική της υπόσταση.
Το ζήτημα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, που αφορά στην καθαυτή πολιτική ύπαρξη της Ενωμένης Ευρώπης, παραμένει ατροφικό και μετά τη θεσμοθέτηση ειδικού αξιώματος στην Κομισιόν. Η πολιτική υπόσταση της, ουσιαστικά έχει ανατεθεί στις ΗΠΑ. Παρότι τα κράτη που συμμετέχουν στην ΕΕ διαθέτουν στρατό, τούτος βρίσκεται ενταγμένος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, την ηγεσία του οποίου ασκούν με αδιαμφισβήτητο τρόπο οι Αμερικανοί. Στο διαμορφούμενο διεθνές σκηνικό, ελάχιστος λόγος γίνεται για τον πολιτικό ρόλο της Ενωμένης Ευρώπης. Και αν γίνεται, αφορά σε συζητήσεις περιθωριακές, αντιφατικές και ελάχιστα πειστικές.
Σιωπηρώς ισχύει η αρχή της “υποταγής”. Μέσω αυτής εξασφαλιζόταν και η προστασία από την τότε Σοβιετική Ένωση. Στο οικονομικό πεδίο οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία επανειλημμένως θεωρούνταν ανταγωνιστές, ειδικά στη δεκαετία του 1990, ακόμα και με αναφορές σε επερχόμενους οικονομικούς πολέμους. Στο πολιτικό επίπεδο, που αποτελεί τον λόγο ύπαρξης κάθε οντότητας, η Ενωμένη Ευρώπη αναζητούσε ακόμη τον υποτιθέμενο εχθρό της σε χώρους όπως η τρομοκρατία, η μετανάστευση και η διακίνηση των ναρκωτικών, δηλώνοντας απερίφραστα ότι η φιλελεύθερη ευημερία αποτελεί το ύψιστον πολιτικό αγαθό (μέχρι που τον βρήκε στην Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία).
Σοσιαλδημοκρατία και πόλεμος στην Ουκρανία
Η ιστορία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας δείχνει με τρόπο κατηγορηματικό πώς οι εθνικοποιήσεις, οι κρατικοποιήσεις και γενικά η δημιουργία ενός δημόσιου τομέα οδηγούσαν την Αριστερά σε αδιέξοδα και όχι στην πραγματοποίηση μιας αυθεντικά μικτής οικονομίας. Κι αυτό, διότι έπαιρνε πάνω της το ρίσκο να υπερασπίζεται τη λειτουργικότητα του αστικού κράτους. Όταν βέβαια η διαδικασία της συσσώρευσης το επέτρεπε, η πολιτική αυτή είχε επιτυχίες. Όταν, όμως, ο καπιταλισμός απαιτούσε διαφορετικούς χειρισμούς και οι συσχετισμοί δύναμης το επέτρεπαν, άλλαζαν άρδην τα κριτήρια καθορισμού του δημοσίου και του ιδιωτικού. Άφηναν την Αριστερά να υπερασπίζεται τις προηγούμενες επιλογές του αστικού κράτους. Μέσω του αιτήματος για εθνικοποιήσεις, η Αριστερά ουσιαστικά προσχωρούσε στη θέση ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί το αστικό κράτος στο καπιταλιστικό πλαίσιο με τρόπο που να διευκολύνει την εισαγωγή του σοσιαλισμού.
Το σχήμα αυτό ασφαλώς είχε αντιφάσεις, αν όχι και δόση θεωρητικής σχιζοφρένειας. Εξίσωνε τον καπιταλισμό με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και τον σοσιαλισμό με τον κρατισμό, τουλάχιστον όσον αφορά στα επιμέρους αιτήματα. Αλλά επί Ψυχρού Πολέμου, χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και του Τρίτου Κόσμου, οι οποίες υιοθέτησαν τη σχεδιασμένη “σοσιαλιστική” οικονομία, απέτυχαν να δημιουργήσουν ένα διαφορετικό καθεστώς από το καπιταλιστικό.
Αφήνοντας πίσω το παρελθόν και ερχόμενοι στο σήμερα, η κατά κύματα διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς που τελικώς οδήγησε στον πόλεμο στην Ουκρανία, ήλθε να επιβεβαιώσει με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι η Ευρώπη είναι συστημικά “υποτελής” στις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τις διεθνείς σχέσεις. Ούτε καν διανοήθηκε να διαφοροποιηθεί έστω και σε επιμέρους σημεία από την στρατηγική της Ουάσιγκτον για στρίμωγμα της Ρωσίας. Κι αυτό, παρότι ο νέος Ψυχρός Πόλεμος με το κύμα των δυτικών κυρώσεων έχει πλήξει περισσότερο τις ευρωπαϊκές οικονομίες από όσο τη ρωσική.