Ευτράπελα στους ελληνικούς στρατώνες το 1870

Ευτράπελα στους ελληνικούς στρατώνες το 1870, Δημήτρης Μιχαλόπουλος

Ευρισκόμεθα στο ἐτος 1870 και ξαφνικά εκδίδεται ανωνύμως στη Βραΐλα της τωρινής Ρουμανίας, από το ελληνικό τυπογραφείο “Το Τρίγωνον” βιβλίο με τίτλο “Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι”. Ο συγγραφέας υπήρξε ανώνυμος και παραμένει άγνωστος. Είναι όμως το εν λόγω κείμενο τόσο γλαφυρό και τόσο συναρπαστικό, ώστε, ακριβώς εκατό χρόνια αφότου κυκλοφόρησε, το 1970 συγκεκριμένα, επανεκδόθηκε από τις αλησμόνητες “Εκδόσεις Γαλαξία”.

Πού έγκειται η – γοητευτική!– αξία του εν λόγω έργου; Σε δύο χαρακτηριστικά του τα οποία δυσχερώς συνυπάρχουν: Στην αλήθεια των όσων περιγράφει και το συναρπαστικό ύφος με το οποίο γίνονται οι αναγκαίες περιγραφές. Ο συγγραφέας δεν είναι σκοπίμως είρων ούτε εμφορείται από πρόθεση διακωμώδησης. Αυτά όμως που έζησε είναι, στην “αντικειμενική και φιλαλήθη” διήγησή του, τόσο αστεία από μόνα τους, ώστε ο αναγνώστης ακουσίως περιέρχεται σε κατάσταση ευθυμίας – και μόνο καθώς κλείνει το βιβλίο, αναλογίζεται ότι αυτά που διάβασε είναι μάλλον για κλάματα παρά για γέλια.

Και “δια να εξηγούμεθα”: Ο συγγραφέας ήταν ομογενής εγκατεστημένος στην Κωνσταντινούπολη. Παρά την εκεί ευημερία της οικογένειάς του, η “τουρκική κατοχή” της “Βασιλίδος των Πόλεων” τού προκαλούσε αγανάκτηση την οποία μεγάλωνε η όλη ατμόσφαιρα του ελληνικού σχολείου στο οποίο μαθήτευε. Αυτό το τελευταίο, κατά τον εναργή χαρακτηρισμό του, είχε μεταβληθεί σε «απόσπασμα του Ελληνικού Στρατού» με αποσπασματάρχη τον ίδιο τον δάσκαλο. Η μόνη, πέρα από τα μαθήματα, κουβέντα θέμα είχε το «στράτευμα της Ελλάδος».

Ο ένας από τους μαθητές εξηγούσε πως δέκα χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες μπορούσαν να τα βάλουν με πεντακόσιες χιλιάδες Τούρκους και να τους νικήσουν. Ο άλλος προέβαλλε, οιονεί ως τεκμήριο της ανωτέρω διευκρίνισης, “μαρτυρία” του πατέρα του, σύμφωνα με τον οποίο «οι ιππείς της Ελλάδος έτρωγον, έπινον και εκοιμώντο πάντοτε έφιπποι». Και τελικώς, κουβέντα στην κουβέντα, επήλθε το αναπόφευκτο: Ο συγγραφέας μας εγκατέλειψε την οικογένειά του και ήλθε στην Αθήνα, για να καταταγεί ως εθελοντής.

“Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι”

Η εποχή ήταν εκείνη των αμέσως μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) χρόνων, λίγο πριν δηλαδή από την κατά το 1862 έξωση του Όθωνος. Ο συγγραφέας μας φτάνει στον Πειραιά, από όπου πριν από λίγο είχαν φύγει τα γαλλικά στρατεύματα κατοχής, και λησμονώντας το ότι η ρυμοτομία και γενικώς η ανάπλαση του επίνειου της πρωτεύουσάς μας είχε γίνει από Γάλλους στρατιωτικούς, θαυμάζει την όψη της πόλης και διερωτάται πόσο όμορφη πρέπει να είναι η Αθήνα, εφόσον «έχει τέτοιο λιμάνι».

Η απορία του λύθηκε, μόλις έφτασε στην οδό Ερμού που τότε ήταν κάτι σαν είσοδος του “κλεινού άστεος”. Ας μην απαριθμήσουμε εδώ τις λεπτομέρειες που συναρπαστικώς ου μην αλλά με ακούσια ειρωνεία επισημαίνει ο ανώνυμος λογοτέχνης μας. Καλλίτερα, πράγματι, να αρκεστούμε στο ότι ο ζήλος του δεν έσβησε και μετά από πολλές και διάφορες γραφειοκρατικές διατυπώσεις κατάφερε πράγματι εθελοντικώς να καταταγεί σε επίλεκτη μονάδα του Πεζικού…

Τα υπόλοιπα, εάν δεν είναι γνωστά, οπωσδήποτε παραμένουν οικεία στους τωρινούς συμπατριώτες μας: Αξιωματικοί με μεγάλο κοινωνικό γόητρο, η διοίκηση των οποίων όμως στηριζόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου σε υπαξιωματικούς, οι γνώσεις και ικανότητες των οποίων κατά κανόνα ξεπερνούσαν εκείνες των ανωτέρων τους. Όσο για τους στρατιώτες… αυτοί προέρχονταν από τα οικονομικώς κατώτερα κοινωνικά στρώματα και συνήθως ήταν αγράμματοι, με αποτέλεσμα η όποια εκπαίδευσή τους να βασίζεται σε βραχύλογα παραγγέλματα τύπου “σκόρδο-κρεμμύδι” και τα αφεύκτως συνακόλουθα χαστούκια.

Η δωροδοκία, επιπέδου πενταροδεκάρας, ήταν συνήθης μέθοδος απαλλαγής από αγγαρίες, βαρετές υπηρεσίες και τα σχετικά. Βέβαια, κάποτε-κάποτε αναδυόταν από τη μάζα εκείνων των ταλαίπωρων φαντάρων κάποιος “αμαθής χωρικός” που καταλάβαινε τις απαιτήσεις της υπηρεσίας καλλίτερα από τους βαθμοφόρους. Αυτοί όμως, πρώτα τον άκουγαν και μετά, με την ιαχή: «εώρακας τον αυθάδη;» (= για δες τον αναιδή!) τον τιμωρούσαν “για να μάθει να μη κάνει τον έξυπνο”.

Βάρος ασήκωτο η στρατιωτική θητεία!

Και ιδού που επιτέλλει το ερώτημα: Τι τελοσπάντων έκανε αυτό το στράτευμα; Ευχερής η απάντηση: Καταδίωκε τους ληστές που λυμαίνονταν την ελληνική ύπαιθρο. Το αποτέλεσμα; Ευχερέστερη η απάντηση: Μηδέν! Οι λήσταρχοι είχαν συνάψει σχέσεις ισχυρές με τους κατά τόπους παράγοντες, ενώ, από την άλλη πλευρά, οι χωρικοί αντιμετώπιζαν περίπου με τρόμο τα “μεταβατικά αποσπάσματα” που καταδίωκαν τους “βασιλείς των ορέων”. Η οικονομική υποστήριξη των στρατιωτικών που κυνηγούσαν τους κακοποιούς ήταν ελάχιστη – με αποτέλεσμα αυτοί να μπαίνουν “ετσιθελικώς” στα σπίτια της προτίμησής τους και να απαιτούν την περιβόητη «κότα-πίττα», δηλαδή το κοτόπουλο που έτρεφαν οι αγρότες για τις “Γιορτές” μαζί με δαψιλώς καρυκευμένο αρτοπαρασκεύασμα.

Έτσι, η στρατιωτική θητεία γινόταν βάρος “ασήκωτο” τόσο σε αυτούς που θεωρητικώς προστάτευε όσο και σε αυτούς που την υπηρετούσαν. Όταν, επιπλέον, ερχόταν η πολυπόθητη “απόλυση”, οι στρατιώτες αφήνονταν “απένταροι” στην ελληνοτουρκική μεθόριο π.χ. και έπρεπε ουσιαστικώς με δικά τους έξοδα να επιστρέψουν στον τόπο τους, στο άλλο άκρο της επικράτειας. Με τις τιμωρίες μάλιστα κυρίως αυτών “που έκαναν τον έξυπνο”, η παραμονή στο στράτευμα κάποτε ξεπερνούσε τα δέκα χρόνια. Και όταν ο “απολυμένος” φαντάρος επέστρεφε στο χωριό του, για να βρει την κοπέλα με την οποία είχε αρραβωνιαστεί, την αντίκρυζε παντρεμένη με άλλον.

Έχοντας, λοιπόν, δει από κοντά όλα αυτά ο ανώνυμος συγγραφέας μας καταλήγει σε αφορισμό αυτόχρημα εκπληκτικό. Παίρνοντας υπόψη τον τότε ρόλο της Χωροφυλακής διατυπώνει, πράγματι, την εξής άποψη: «… Μέγα ευτύχημα θα ήτον εις την Ελλάδα, και η δημοσία ασφάλεια θα υπήρχεν εκεί πραγματική και όχι υποθετική, αν είχε ο τόπος δύο χιλιάδας ακόμη χωροφύλακας και κανένα στρατιώτην, κανένα» (σελ. 77).

Τι περίεργο! Ό,τι – με τρόπο μάλλον σφαλερό και οπωσδήποτε άτσαλο – πάει να γίνει στις μέρες μας, οπότε συρρικνώνεται το στράτευμα, ενώ οι Δυνάμεις “Προστασίας του Πολίτη” ολοένα και μεγεθύνονται. Και ακριβώς εδώ είναι που – μεταφορικώς εξυπακούεται! – εμφανίζεται η προσωπικότητα του Ντε Γκωλ.

Η επίκαιρη σκέψη του Ντε Γκωλ

Πρόγονοι της μητέρας του ιδρυτή της Ε΄ Γαλλικής Δημοκρατίας ήτανε Γερμανοί. Ο ίδιος, μάλιστα, αν και το αποσιωπούσε, ήξερε καλά και γερμανικά και τη Γερμανία. Με άλλα λόγια, είχε καλή έως άριστη την επίγνωση του κόσμου όπου ήθελε να δράσει – και εμμέσως αναγνώριζε το προτέρημά του αυτό ως βασική αιτία της πολιτικής του ανέλιξης. Το 1934 λοιπόν, ενώ ακόμη δεν είχε γίνει ευρέως γνωστός, δημοσίευσε το σύγγραμμά του “Vers l’armée de métier” (= Προς τον επαγγελματικό στρατό). Σε αυτό επισήμαινε ότι η εποχή της «εξοπλισμένης λαϊκής μάζας» ήδη τελείωνε.

Το παλλαϊκό στράτευμα είχε καθιερωθεί από τον Μακιαβέλλι, ο οποίος –ορθώς!– το θεωρούσε ως κατά πολύ ανώτερο από τους μισθοφόρους που προσέφεραν υπηρεσίες ανάλογες με τη χρηματική αμοιβή που τούς δινόταν. Ο Ντε Γκωλ, χάρη στην κοσμογνωσία του, είχε κατανοήσει ότι η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία αποτελούσε πια μεγάλο βάρος για τη νεολαία, ενώ, από την άλλη πλευρά, δεν προσέφερε στο Κράτος ουσιαστική υπεράσπιση. Οι «εξοπλισμένες μάζες», εξήγησε, ήταν αποτελεσματικές, ενόσω ακόμη διαμορφώνονταν τα ευρωπαϊκά Έθνη – και η Γαλλική Επανάσταση υπήρξε εν προκειμένω περίπτωση χαρακτηριστική.

Η εποχή αυτή όμως έφευγε πια «ανεπιστρεπτί». Σήμερα, μάλιστα, τον 21ο αιώνα, λόγω των εκπληκτικών δυνατοτήτων επικοινωνίας που από την τεχνολογία προσφέρονται, μπορεί κανείς να τη βλέπει ως “παρελθόν”. Ο παράγοντας, βέβαια, “άνθρωπος” είναι και θα παραμείνει καθοριστικός. Τώρα όμως μεγαλύτερη σημασία έχουν οι επιστημονικές γνώσεις και, φυσικά, ο συνακόλουθος επιτυχής χειρισμός των “μηχανημάτων” τα οποία γίνονται ολοένα πιο πολλά και περισσότερο πολύπλοκα. Στρατιωτικοί, λοιπόν, με καλές αμοιβές, ευχαριστημένοι από τη ζωή και τον ρόλο τους, ει δυνατόν χωρίς μεγάλες οικογενειακές υποχρεώσεις, μορφωμένοι και με αθλητική εμφάνιση – άρα ικανοί επαγγελματικώς να προσελκύουν νεαρούς ικανούς να τούς μοιάσουν: Νά το πρότυπο που, κατά τη δεκαετία του 1930, προέβαλε ο Ντε Γκωλ!

Εδώ όμως επιβάλλεται μια διευκρίνιση: Όταν αυτός, αναφορικώς με τα στελέχη του στρατεύματος, έκανε λόγο για “μόρφωση”, δεν εννοούσε “Διεθνείς Σχέσεις” και τα παρεμφερή, αλλά γνώση καλή έως άριστη της “πολεμικής τεχνολογίας”. Στις μέρες μας, όλο και πιο πολλά Κράτη τείνουν να συμμορφωθούν προς την υπόδειξη του ανώνυμου Έλληνα συγγραφέα του 1870 και τις προτροπές του Ντε Γκωλ. Μήπως πρέπει, ειδικώς σήμερα, να το κάνουμε και εμείς;

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx