Μπορούν Ελλάδα και Κύπρος να βασίζονται στο Ισραήλ;
23/11/2024Κατά το διάστημα μεταξύ της λήξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της ίδρυσης του Κράτους του Ισραήλ, στην βρετανοκρατούμενη Κύπρο λειτούργησαν στρατόπεδα συγκέντρωσης Εβραίων προσφύγων που επιχειρούσαν να μεταβούν στην Παλαιστίνη, αλλά υπερέβαιναν τον αριθμό που η τότε βρετανική πολιτική επιθυμούσε, ώστε να υπάρξει μια ισορροπία πληθυσμιακή μεταξύ των δύο εθνοτικών κοινοτήτων της Παλαιστίνης (το σχέδιο προέβλεπε μόνον 75.000 Εβραίους). Την παραμονή της ανακήρυξης του Κράτους του Ισραήλ στις 14 Μαΐου του 1948, βρίσκονταν στα στρατόπεδα της Κύπρου 52.000 Εβραίοι.
Στην Κύπρο υπήρχε ήδη μια μικρή εβραϊκή κοινότητα και μετά την φυγή των πρώην κρατουμένων στο Ισραήλ, το 1950, είχαν απομείνει 200 μέλη της κοινότητας αυτής στην Κύπρο. Οι Έλληνες της Κύπρου φέρθηκαν (και καλώς) με φιλόξενη διάθεση στους ταλαιπωρημένους αυτούς επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος, κάτι που αναγνωρίστηκε και επισήμως από τις ισραηλινές αρχές.
Τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του, το Ισραήλ ήταν αποκλεισμένο και περικυκλωμένο από εχθρικές όμορες χώρες, με τις οποίες βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση, αμέσως μετά την απόφαση του ΟΗΕ για την διαίρεση της Παλαιστίνης το 1947. Σε εκείνη τη συνέλευση τόσο η Ελλάδα, όσο και η Τουρκία, δεν είχαν ψηφίσει υπέρ της δημιουργίας εβραϊκού Κράτους· ούτε η Βρετανία άλλωστε.
Ωστόσο, η Τουρκία ήταν η πρώτη μουσουλμανική χώρα που αναγνώρισε de jure το Ισραήλ ενώ η Ελλάδα ήταν η τελευταία χώρα της Ευρώπης που το έκανε (το 1990 μαζί με την αναγνώριση της ΟΑΠ ως μοναδικού εκπρόσωπου του παλαιστινιακού λαού). Η στάση του Iσραήλ απέναντι στο Κυπριακό, καθορίστηκε από τα συμφέροντά του, να καλλιεργήσει φιλικές σχέσεις με την Βρετανία και την Τουρκία.
Το Ισραήλ επεξεργάστηκε και ακολούθησε το λεγόμενο “δόγμα εξωτερικής περιφέρειας” σύμφωνα με το οποίο, η ασφάλειά του υπαγόρευε την καλλιέργεια στενών σχέσεων με δυτικόφιλες χώρες της ευρύτερης περιφέρειας, πίσω από τις άμεσα συνορεύουσες και εχθρικές αραβικές χώρες. Σε αυτό το πλαίσιο συνδέθηκε μέσω μυστικού συμφώνου με την Τουρκία και το Ιράν, σε ένα τριγωνικό σχήμα με την κωδική ονομασία Trident, όπου συνεργάζονταν και συνεδρίαζαν από κοινού δύο φορές τον χρόνο, οι μυστικές υπηρεσίες των τριών χωρών.
Η Μοσάντ ήταν ο κύριος εκπαιδευτής της Σαβάκ, που ήταν διαβόητη για τα βασανιστήρια των πολιτικών αντιπάλων του Σάχη. Αυτό το σχήμα βεβαίως διαλύθηκε με την ισλαμική επανάσταση το 1979. Επίσης με μυστική συμφωνία το 1958, η Μοσάντ συνδέθηκε ιδιαιτέρως με την ΜΙΤ, με την οποία συνεδρίαζαν από κοινού ανά εξάμηνο για ανταλλαγή πληροφοριών.
Άνοιγμα στρατηγικής του Ισραήλ
Η Κύπρος υπό βρετανική κατοχή αποτελούσε ένα ασφαλές status quo για το Ισραήλ. Το κίνημα αυτοδιάθεσης-ένωσης της Κύπρου με την φιλο-αραβική τότε Ελλάδα, αποτελούσε μια μη ασφαλή προοπτική και ερχόταν σε σύγκρουση με την φιλική του σχέση με την Τουρκία, οπότε το Ισραήλ απείχε από όλα τα ψηφίσματα του ΟΗΕ για την Κύπρo, κρατώντας μια κατ’ όνομα μόνον, αλλά φιλοτουρκική στην ουσία στάση.
Αφότου ιδρύθηκε δε η Κυπριακή Δημοκρατία, για τους ίδιους λόγους, η αδέσμευτη πολιτική του Μακαρίου προκαλούσε ανησυχία στο Ισραήλ, οπότε η τουρκική εισβολή-κατοχή το 1974 υπήρξε μια ευνοϊκή για το Ισραήλ εξέλιξη. Δεν γνωρίζουμε τον βαθμό συμμετοχής του στην τουρκική επιχείρηση, αλλά με δεδομένη τη στενή και τακτική (βλ. πιο πάνω) συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών των δύο χωρών, η περίπτωση να μην ήταν τουλάχιστον ενήμερο το Ισραήλ είναι μάλλον η λιγότερο πιθανή.
Μετά τη συμφιλίωση με την Αίγυπτο του Σαντάτ, το Ισραήλ άρχισε να συνάπτει διμερείς σχέσεις με μια σειρά αραβικών κρατών, η σχέση με την Τουρκία έπαψε να είναι κρυφή (καθώς η Τουρκία δεν φοβόταν πλέον την κατακραυγή των Αράβων), ο δε κύριος κίνδυνος για το Ισραήλ έγινε κυρίως εσωτερικός και προερχόταν από την αντίσταση των Παλαιστινίων. Μετά τις συμφωνίες του Όσλο και την δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής, φάνηκε να αρχίζει μια διαδικασία συμβιβασμού και ειρήνευσης (έστω με πολύ δυσμενείς όρους για τους Παλαιστινίους).
Η διαδικασία αυτή έφτασε στα όριά της, καθώς επικράτησαν στο Ισραήλ δυνάμεις που αποκήρυσσαν κάθε συμβιβασμό, ενώ στο παλαιστινιακό στρατόπεδο αντιστοίχως αναδείχθηκε η Χαμάς, η οποία επίσης απέρριπτε τη συμβιβαστική πολιτική της Παλαιστινιακής Αρχής, με την στήριξη του Ιράν και της Χεζμπολάχ. Η δε Τουρκία ανέπτυξε τις φιλοδοξίες της να αναδειχθεί ηγεμονική δύναμη του αραβικού κόσμου, καλλιέργησε δε σχέσεις με Συρία και Ιράν και την Χαμάς. Η νέα αυτή εξέλιξη κλιμακώθηκε με το αιματηρό επεισόδιο του Μαβί Μαρμαρά.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν το Ισραήλ στην επάνοδο σε ένα δεύτερο, αναδιαμορφωμένο “περιφερειακό δόγμα”. Αυτή τη φορά, όμως προσεγγίζοντας χώρες που είχαν ιστορική αντιπαλότητα με τους ισχυρούς αντιπάλους του και μειονότητες που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ενότητα εχθρικών ή δυνάμει εχθρικών χωρών. Έτσι προσεγγίστηκαν το Αζερμπαϊτζάν (σε σχέσεις έντασης με το Ιράν και ενεργειακό τροφοδότη του Ισραήλ), το Νότιο Σουδάν (στο υπογάστριο της ασταθούς Αιγύπτου, με ενεργειακούς πόρους και κυρίως έλεγχο των πηγών των υδάτων του Νείλου), η Ελλάδα και η Κύπρος και οι Κούρδοι.
Όλα αυτά σε ένα περιβάλλον πολύ πιο ευνοϊκό για το Ισραήλ από εκείνο του 1948, καθώς είχε πλέον ανοίξει διαύλους συνεργασίας με τις χώρες του Κόλπου (“Συμφωνίες του Αβραάμ”), ενώ είχαν εξουδετερωθεί αντίπαλες αραβικές δυνάμεις (Ιράκ, Συρία, Λιβύη), το δε παλαιστινιακό, σχεδόν ξεχασμένο, υποβαθμισμένο σε ένα “εσωτερικό” πρόβλημα της χώρας. Αυτά μέχρι την 7η Οκτωβρίου.
Προς νέο δόγμα
Η απάνθρωπη σφαγή και η γενοκτονία στην οποία επιδίδεται το Ισραήλ έκτοτε (με το Διεθνές Δικαστήριο να έχει εκδώσει ένταλμα κατά των Νετανιάχου και Γκαλάντ για εγκλήματα πολέμου) σε συνδυασμό με την κλιμάκωση προς Λίβανο και τις προσδοκίες από τον νικητή των αμερικανικών εκλογών, ως προς την εκπλήρωση του διακαούς πόθου του Ισραήλ για καταστροφή του Ιράν (όπως έκανε και με το Ιράκ), ανατρέπει τις συμφωνίες με τις αραβικές χώρες, οι οποίες δεν μπορούν πλέον να στηρίζονται στον στρουθοκαμηλισμό του δήθεν “διευθετημένου” Παλαιστινιακού· συγχρόνως δε πλήττει τις σχέσεις με την Τουρκία, η οποία βλέπει να ξαναζωντανεύει ο εφιάλτης της δημιουργίας ενός φιλο-ισραηλινού Κουρδικού Κράτους.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, το Ισραήλ σήμερα φαίνεται να αισθάνεται πως τα προ της 7ης Οκτωβρίου διπλωματικά και στρατηγικά κεκτημένα έχουν πλέον ανατραπεί (με εξαίρεση βεβαίως την προνομιακή σχέση με τις ΗΠΑ και τους ευρωπαίους υποτελείς τους). Στον άμεσο πάντως και περιφερειακό του περίγυρο, αισθάνεται πως επιστρέφει σε μια προ του 1967 κατάσταση.
Διαβλέπουμε επομένως την ανασύσταση ενός τρίτου περιφερειακού δόγματος, αναθεωρημένου σύμφωνα με τα νέα δεδομένα. Αυτό φαίνεται να είναι το νόημα άρθρου της Jerusalem Post, υπογεγραμμένο από τον Ariel Harkham (ο οποίος υπογράφει “συνιδρυτής της Jewish National Initiative και hi-tech executive”). Το άρθρο, αφού επαναλάβει το αναμενόμενο ρεφραίν, για τον κίνδυνο του Ιράν, εστιάζει σε έναν άλλο κίνδυνο που διαβλέπει: Η Τουρκία, η οποία εξελίσσεται, κατά τον αρθρογράφο, σε “ανοιχτά εχθρική” χώρα, με φιλοδοξία να κυριαρχήσει στις θάλασσες του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου (“Γαλάζια Πατρίδας”).
Και ακόμα χειρότερα: Η Αίγυπτος, με την οποία το Ισραήλ θεωρούσε πως είχε μια “ψυχρή συμμαχία”, αποδεικνύεται, μετά την καταστροφή της Ράφα, ότι τροφοδοτούσε την Γάζα. Πρόκειται επίσης για τεράστια στρατιωτική δύναμη, που ο συγγραφέας φοβάται μήπως ενώσει τις δυνάμεις της με την Τουρκία, οπότε το Ισραήλ θα βρεθεί σε μια Ανατολική Μεσόγειο, ολοκληρωτικά κυριαρχούμενη από εχθρικές δυνάμεις.
Παγίδες για την Ελλάδα
Φέρνοντας ως παράδειγμα την θαλασσοκράτειρα Βρετανία του 18ου αιώνα, η οποία μεριμνούσε ώστε να αποτρέπεται η συγκρότηση μεγάλων αντίπαλων στόλων, προτείνει αφενός την ανάπτυξη της ισραηλινής ναυτικής ισχύος με την επένδυση σε μη επανδρωμένα πλοία επιφανείας και υποβρύχια. Αφετέρου δε, και εδώ το άρθρο γίνεται ενδιαφέρον για τα καθ’ ημάς, προτείνει ενίσχυση της “συμμαχίας” με Κύπρο και Ελλάδα.
Προλαβαίνοντας τον “ενθουσιασμό” που αυτό προκαλεί ενδεχομένως σε ορισμένους ελληνικούς κύκλους, καλό είναι να λάβουμε υπ’ όψιν μια σειρά πράγματα:
1. Η ένταση μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ είναι κατ’ αρχήν μια συμφέρουσα κατάσταση για την Ελλάδα. Υπό έναν όρο όμως: ότι υπάρχει και ασκείται η πολιτική βούληση της άρχουσας ελίτ της χώρας να την εκμεταλλευτεί και να την αξιοποιήσει, εντάσσοντάς την σε μια εθνική στρατηγική. Προϋποθέτει δηλαδή την ύπαρξη μιας εθνικής στρατηγικής.
Με άλλα λόγια: προϋποθέτει εθνική ανεξαρτησία. Αλλιώς η ευκαιριακή πρόσδεση στο άρμα κάποιου ξένου “προστάτη” ή “εγγυητή” των εθνικών συμφερόντων, το μόνο που εγγυάται είναι συμφορές και εθνικές καταστροφές του μέλλοντος, όταν οι συγκυρίες στην κινούμενη άμμο των διεθνών σχέσεων μεταβληθούν.
2. Δεν είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνουν οι τόνοι ή και διακόπτονται οι διπλωματικές σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ. Και μετά το επεισόδιο του Μαβί Μαρμαρά είχε συμβεί. Αυτό διόλου δεν τάραξε τις οικονομικές σχέσεις των δύο χώρων, οι δε διπλωματικές, έστω και όχι εύκολα, αποκαταστάθηκαν. Η Τουρκία είναι πολύ μεγάλη δύναμη για να την αφήσει το Ισραήλ να γίνει μόνιμος εχθρός του, όπως το Ιράν. Κατά μείζονα λόγο, αυτό ισχύει και για τις ΗΠΑ που δεν θέλουν να χάσουν μια χώρα που ορίζεται από Μεσόγειο, Μαύρη Θάλασσα, Κασπία, Ρωσία, Νότιο Καύκασο, Ιράν.
Ακόμα και αν η κατάσταση είναι σήμερα πολύ σοβαρότερη, με την αμερικανική και ισραηλινή υποστήριξη της δημιουργίας κουρδικού κράτους, η Ελλάδα δεν πρέπει να επαναλάβει το σφάλμα του 1919 και να εμπλακεί, ως κομπάρσος σε μια ιμπεριαλιστική περιπέτεια μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες πιθανότητα θα καταλήξουν σε έναν συμβιβασμό την επαύριο, και οι κομπάρσοι θα θυσιαστούν. Φρόνιμο λοιπόν θα ήταν να αποφύγουμε την παγίδα στην οποία πέσαμε πριν έναν αιώνα και η οποία κατέληξε στην Μικρασιατική καταστροφή.
3. Πρέπει να φύγουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα από την αυταπάτη πως έχουμε κάποια “συμμαχία” με το Ισραήλ. Συμμαχία μαζί του είχε επί σειρά ετών η Τουρκία, έτη εντός των οποίων έγινε και η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Όμως δεν είναι μόνον το παρελθόν. Και στην πρόσφατη περίπτωση του Ναγκόρνο Καραμπάχ, η Τουρκία και το Ισραήλ (το οποίο καλύπτει το 40% των αναγκών του σε πετρέλαιο από το Αζερμπαϊτζάν, μέσω Τουρκίας) έδρασαν από κοινού ως πραγματικοί σύμμαχοι επί του πεδίου της μάχης.
4. Δεν πρέπει να υποτιμάται ο υποβόσκων ανταγωνισμός Τουρκίας-Ιράν, για την ηγεμονία στον μουσουλμανικό κόσμο της Μέσης Ανατολής, σε μεγάλο μέρος του οποίου υπάρχει η εδραία αίσθηση πως η Τουρκία υποστηρίζει με μια επιθετική ρητορική την Παλαιστίνη, αλλά δεν προχωρά σε ρήξη με το Ισραήλ. Η αντίληψη ότι όλοι οι “ανατολίτες” είναι μια αδιαφοροποίητη μάζα από την απειλή της οποίας μας “σώζει” το Ισραήλ, αποτελεί ένα χοντροκομμένο στερεότυπο που καλλιεργείται από το Χόλυγουντ.
Εξάλλου η ιστορία της Τουρκίας δείχνει με πόση προσοχή και περίσκεψη κάνει χρήση της ισχύος της. Η υπόθεση πως η Τουρκία δεν θα αλλάξει στρατόπεδο για να συστρατευθεί με τις Ευρασιατικές δυνάμεις, παρά μόνον εάν και εφόσον πρώτα αυτές αποκτήσουν προβάδισμα απέναντι την Δύση, είναι λιγότερο παρακινδυνευμένη από την αντίστροφη. Η Τουρκία δεν αρέσκεται σε παράτολμα και χωρίς διασφάλιση άλματα.
5. Ως προς την Ελλάδα, κατ’ αρχάς είναι ντροπιαστικό το γεγονός ότι το σχέδιο της “Γαλάζιας Πατρίδας” φαίνεται να ενοχλεί τρίτους, ενόσω η εντόπια ελίτ δείχνει να το έχει αποδεχθεί εν τοις πράγμασι. Η Ελλάδα θα είχε συμφέρον να κρατήσει αποστάσεις από τη διαμάχη Τουρκίας-Ισραήλ και να επωφεληθεί, προβάλλοντας την ισχύ και αποφασιστικότητά της, να μη διαπραγματευθεί ούτε κυριαρχία ούτε κυριαρχικά δικαιώματα και ας αφήσει την Τουρκία και το ΕΛΙΑΜΕΠ να φωνάζουν.
Χωρίς να δεσμευθούμε σε καμία “συμμαχία” με το Ισραήλ, μπορούμε να εκμεταλλευτούμε τον εφιάλτη της Τουρκίας από την αναζωπύρωση του κουρδικού και να αρνηθούμε αποφασιστικά οποιαδήποτε υποχώρηση στο Αιγαίο, στηριζόμενοι στις δικές μας δυνάμεις, καθώς δεν είναι η κατάλληλη συγκυρία για την Τουρκία να ανοίξει και άλλο πολεμικό μέτωπο, παρόλο που ούτως ή άλλως μάλλον δεν θα το έκανε, εφόσον ο εκφοβισμός που ασκεί στις ελληνικές πολιτικές ελίτ της ήταν μέχρι τώρα αρκετός για να πετυχαίνει ανέξοδα τους σκοπούς της.
Κάθε χώρα πάσχει από τα σύνδρομά της στην εξωτερική της πολιτική. Η Τουρκία από το “σύνδρομο των Σεβρών”, το Ισραήλ από το “σύνδρομο του Ολοκαυτώματος”, η δε Ελλάδα από το σύνδρομο της αναζήτησης του προστάτη σωτήρα που θα λύσει έξωθεν και άνωθεν τα προβλήματά μας. Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει τέτοιος “μεσσίας”. Και πολύ λιγότερο από όλους, δεν μπορεί αυτός να είναι το Ισραήλ, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια.