Μείωση μισθών σε δικαστικούς που καθυστερούν αποφάσεις
11/01/2025Με τον. Ν. 4938/2022 κυρώθηκε ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, στον οποίο περιέχεται η παρακάτω καινοτόμος διάταξη, που πρέπει να προβληθεί και σχολιαστεί σχετικά, γιατί μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργίες στην απονομή της δικαιοσύνης, συνταγματικά προβλήματα ως προς την δικαστική ανεξαρτησία και τελικά αντίθετα αποτελέσματα από τα επιδιωκόμενα.
Μάλιστα, αν τυχόν επεκταθεί νομοθετικά και εφαρμοσθεί σε ολόκληρο τον Δημόσιο Τομέα, όπου δεν υπάρχει αντίστοιχη συνταγματική ρύθμιση με αυτή των δικαστικών λειτουργών σχετικά με περικοπές στη μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων. Ειδικότερα, στο άρθρο 50 παρ.3 του προαναφερθέντος νόμου ορίζεται:
«Δεν οφείλεται μισθός για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο δικαστικός λειτουργός από δική του υπαιτιότητα δεν παρέχει υπηρεσία. Ως μη παροχή υπηρεσίας νοείται και η κατά την κρίση των οργάνων, που αναφέρονται στην παρ.4, κατ’ επανάληψη αδικαιολόγητη καθυστέρηση της παράδοσης σχεδίων απόφασης και δικογραφιών που του ανατίθεται προς επεξεργασία καθώς και η αδικαιολόγητη μη συμμετοχή στις συνεδριάσεις των οργάνων του δικαστηρίου ή η αδικαιολόγητη μη εκτέλεση υπηρεσίας που του ανατέθηκε αρμοδίως».
Σαφώς, λόγω εγγενών δυσχερειών, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόστηκε μέχρι τώρα από τα αρμόδια δικαστικά όργανα. Κατόπιν αυτού με το υπό κατάθεση πολυνομοσχέδιο σκούπα του Υπουργείου Δικαιοσύνης η διάταξη αυτή συμπληρώνεται ως εξής: «Περικόπτεται με πράξη του Προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα ΑΠ ή του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου».
Οι δημόσιοι υπάλληλοι μεταξύ των οποίων και οι δικαστικοί λειτουργοί λαμβάνουν τον μισθό -αποδοχές τους διατραπεζικώς από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών βάσει των μηνιαίων εκκαθαριστικών καταστάσεων που αποστέλλουν στην ΕΑΠ οι προϊστάμενοι- διατάκτες των υπηρεσιών – δικαστηρίων και στις οποίες βεβαιώνουν ότι πρέπει να πληρωθούν για τις υπηρεσίες, που προσέφεραν και φυσικά, όποιος δεν έχει προσφέρει καθόλου υπηρεσία (έχει εξαφανισθεί) δεν πρέπει να πληρωθεί. Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του παραπάνω άρθρου 50 παρ.3 είναι σωστό και αυτονόητο.
Αντισυνταγματικό μέτρo
Το πρόβλημα όμως εμφανίζεται με το δεύτερο σκέλος της παραγράφου που προσδιορίζει τι αποτελεί, κατά πλάσμα δικαίου, μη παροχή υπηρεσίας από δικαστή, αλλά κυρίως ως προς τα όργανα και την διαδικασία που την κρίνουν. Για τους μη “παροικούντες στην Ιερουσαλήμ” μπορεί να φανεί σωστό και πολύ αποτελεσματικό για την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, που έχει φθάσει στα όρια της αρνησιδικίας εξαιτίας όχι μόνο των δικαστών, αλλά και των άλλων εμπλεκομένων σε αυτή παραγόντων όπως των συνδικαλιστικών ενώσεων δικηγόρων και δικαστικών γραμματέων, που αντιδρούν στη παράταση του ωραρίου λειτουργίας του ακροατηρίου των δικαστηρίων. Όμως το αντισυνταγματικό αυτό μέτρο δεν θα συμβάλλει καθόλου στην επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης, αντίθετα μπορεί να οδηγήσει το δικαστή σε άλλες παραμέτρους.
Σύμφωνα με το άρθρο 91 του Συντάγματος η πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς λειτουργούς ασκείται σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από συμβούλια που συγκροτούνται με κλήρωση από τακτικούς δικαστές κατά τους ορισμούς του νόμου. Το τέταρτο μέρος του νέου Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών είναι αφιερωμένο στο πειθαρχικό δίκαιο.
Πολύ διεξοδικά καθορίζονται ποια είναι τα πειθαρχικά αδικήματα, ποιες ποινές επιβάλλονται μεταξύ των οποίων η στέρηση μέχρι έξι μηνών των αποδοχών, τα όργανα και τη διαδικασία της άσκησης πειθαρχικής εξουσίας. Μεταξύ των πειθαρχικών αδικημάτων περιλαμβάνονται και η καθυστέρηση έκδοσης πολιτικής απόφασης πέραν των οκτώ (!) μηνών, η αδικαιολόγητη αποχή και γενικά όλα τα πειθαρχικά αδικήματα που θεωρούνται, κατά τα παραπάνω, μη παροχή υπηρεσίας.
Πρόκληση η “εποπτεία” του δικαστικού σώματος
Φυσικά αποτελεί αστειότητα να θεωρηθεί ως απλή διοικητική, και όχι πειθαρχική, η πράξη του προϊσταμένου οργάνου να πιστοποιήσει κατά πλάσμα δικαίου ως μη παροχή τη συμπεριφορά του δικαστικού λειτουργού, που ταυτόχρονα αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα και ως διατάκτης να μη δώσει εντολή στην ΕΑΠ για την πληρωμή του μισθού με την αιτιολογία, ότι βάσει του παραπάνω άρθρου θεωρείται ότι δεν εργάσθηκε, ενώ η στέρηση αποδοχών βάσει του άρθρου 111 του νέου κώδικα προβλέπεται ως ποινή, επομένως δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα και διοικητική πράξη.
Όμως με την παραπάνω διάταξη δημιουργείται ένα παράλληλο πειθαρχικό όργανο με αόριστες αλλά πανίσχυρες αρμοδιότητες (στον Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων ο προϊστάμενος μόνο επίπληξη μπορεί να επιβάλλει) και ένα είδος βαρύτατης ποινής υπό παραλλαγή κατά παράβαση του άρθρου 91 Σ που προστατεύει την δικαστική ανεξαρτησία, που εξασφαλίζεται με ανάλογες προς το λειτούργημα αποδοχές.
Εάν εφαρμοσθεί η παραπάνω διάταξη, εκτός του ότι θα υπάρχει περίπτωση ο δικαστής να τιμωρηθεί δύο φορές για το ίδιο πειθαρχικό αδίκημα ή να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις, θα προκύψουν επίσης ενδοϋπηρεσιακά προβλήματα δεδομένου ότι στα μεγάλα δικαστήρια εκλέγονται διοικητικοί προϊστάμενοι με πολιτικό πρόσημο από τους συναδέλφους τους, οι οποίοι πολλές φορές είναι νεότεροι των ελεγχόμενων, οπότε αν εισηγηθούν στην ηγεσία των δικαστηρίων να περικόψει τον μισθό αρχαιότερου δικαστή, ανατρέπεται η ιεραρχία γιατί ελέγχουν ανώτερο τους, ή αν τον περικόψουν με βάση πολιτικά η προσωπικά κίνητρα επέρχεται διάσπαση στο δικαστικό σώμα και αντεκδικήσεις που μπορεί να διαρκέσουν “γενιές” σε βάρος της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης.
Σαφώς η βραδύτητα απονομής της δικαιοσύνης και η αδικαιολόγητη άρνηση υπηρεσίας πρέπει να τιμωρείται αλλά με τις νόμιμες διαδικασίες και από τα αρμόδια όργανα σύμφωνα με το Σύνταγμα. Αυτό όμως απαιτεί την ενεργοποίηση του θεσμού της επιθεώρησης των δικαστών, που υπό το σημερινό καθεστώς δεν παράγει το προσδοκώμενο έργο, για έλεγχο και όχι μόνο για καθυστέρηση έκδοσης αποφάσεων, αλλά για την ορθότητα τους, εφόσον υπερβαίνουν τα ακραία όρια της δικανικής κρίσεως.