Η συζήτηση στο ΠΑΣΟΚ για έναν άλλο δρόμο
21/06/2025
«Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που είναι τόσο ευαίσθητη σε θέματα που αφορούν την εθνική μας ανεξαρτησία, δεν είναι δυνατόν να διακινδυνεύσει, έστω και στο παραμικρό, μια τέτοια εξέλιξη. Γιατί, πέρα από το θέμα αρχής, που συνδέεται με τον περιορισμό της εθνικής ανεξαρτησίας που θα ακολουθούσε μια υπερχρέωση της χώρας, υπάρχει και σοβαρή ιδεολογική αντίθεση με το είδος της οικονομικής πολιτικής που επιβάλλεται από τους διεθνείς χρηματοδοτικούς οργανισμούς σε τέτοιες περιπτώσεις…»
«Γιατί όλοι ξέρουμε τις συνέπειες για το λαό από τις νεοφιλελεύθερες συνταγές που επιβλήθηκαν σε όσες χώρες παρενέβησαν οι διεθνείς οργανισμοί. Έτσι, με πλήρη συναίσθηση των ευθυνών μας, απέναντι στον ελληνικό λαό, είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε μια σειρά γενναίες οικονομικές αποφάσεις, που είναι όμως, δικής μας επιλογής, για να εξυγιάνουμε αποφασιστικά την οικονομία μας και ειδικότερα το ισοζύγιο πληρωμών. Αυτό γίνεται σήμερα, για να μη βρεθούμε στην ανάγκη αργότερα να χάσουμε τη δυνατότητα εθνικών επιλογών για τη λύση των προβλημάτων μας» Ανδρέας Παπανδρέου, 12-10-1985
Το 2010 η Ελλάδα υπέστη μια μεγάλη ήττα. Το “σύστημα χώρα”, ως θεσμοί, παραγωγή, θεωρία, πολιτική γραμμή, οργάνωση, χρεοκόπησε. Με εξαιρετικά σοβαρές συνέπειες. Άμεσες, μακροχρόνιες, πολυεπίπεδες. Η υποβάθμιση της χώρας έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στο εθνικό/γεωπολιτικό, στο οικονομικό, στο πολιτικό/θεσμικό, στο κοινωνικό, στο δημογραφικό πεδίο. Είναι η περίοδος στην οποία ζούμε. Η συνθήκη της πολιτικής και οικονομικής χρεοκοπίας του “συστήματος χώρα” έχει δύο συνεπαγωγές. Πρώτον, μια πορεία που οδήγησε στην χρεοκοπία. Δεύτερον, οι πολιτικές επιλογές που ακολουθήθηκαν σε σχέση με την αντιμετώπιση της “συνθήκης χρεοκοπίας”.
Η περίοδος προ-μνημονίου
Αναφορικά με την πορεία που προηγήθηκε της χρεοκοπίας. Εν αρχή ην η στιγμή “1989”. Ο κόσμος αλλάζει διεθνοπολιτικά και παραγωγικά. Το εγχώριο μεταπολεμικό αναπτυξιακό μοντέλο είχε ήδη εμφανίσει έντονα σημάδια εξάντλησης μία δεκαετία πριν, από τα τέλη του ’70. Μετά την γενόμενη αλλαγή της δεκαετίας του ’80, με βασικές διαστάσεις την αναδιανομή εξουσίας και εισοδήματος, η χώρα είχε ανάγκη από μια μεγάλη τομή.
Η γεωπολιτική επανασύνδεση, ο παραγωγικός εκσυγχρονισμός, ο θεσμικός μετασχηματισμός ήταν εφικτοί, καθώς υπήρχαν οι υλικές προϋποθέσεις, κυρίως λόγω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και των διεθνοπολιτικών ανατροπών ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, και αναγκαίοι, καθώς συνιστούσαν τους όρους για να σταθεί το “σύστημα χώρα” στο ανταγωνιστικό, οικονομικά και γεωπολιτικά, πεδίο της παγκοσμιοποίησης. Αυτό ουδόλως έγινε παρά τη σχετική ρητορεία και κατάχρηση της λέξης “εκσυγχρονισμός”.
Η δραματική προειδοποίηση του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου στο Υπουργικό Συμβούλιο, στις 2-12-1993, «Στη μάχη αυτή καλούμε ολόκληρο τον Ελληνικό Λαό. Οφείλουν όλοι να αγωνισθούν ξέροντας ότι είτε το Έθνος θα εξαφανίσει την υπερχρέωση της χώρας είτε η υπερχρέωση θα αφανίσει το Έθνος», δεν ελήφθη υπ’ όψιν πρωτίστως από τους επίσημους διαδόχους του. Διατυπώθηκε ύστερα από την επιτυχή αντιμετώπιση της κρίσης δανεισμού, από την νεοεκλεγείσα τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, σε μια περίοδο που είχαν ήδη πλέον μεταβληθεί οι όροι διαχείρισης του δημοσίου χρέους και σταδιακά της δομής του. Γι’ αυτό είχε την αξία της. Το κόμμα, όμως, βρισκόταν σε άλλη κατεύθυνση. Περνούσε από τη φάση της κρατικοποίησής του σ’ εκείνη της καρτελοποίησης του κομματικού συστήματος. Από τον πολωμένο στο συγκλίνοντα δικομματισμό.
Οι ευθύνες της ΝΔ και της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή ειδικότερα, είναι επίσης μεγάλες. Αφενός γιατί αποτελούσε τον έτερο πόλο στον συγκλίνοντα δικομματισμό, ως ένα κόμμα διαχείρισης και κατανάλωσης προσόδων, χάνοντας επιπλέον τον έλεγχο στα δημόσια οικονομικά, τη στιγμή που εκδηλωνόταν η διεθνής οικονομική κρίση. Αφετέρου δεν επέλεξε να δώσει την μάχη μέχρι τέλους απέναντι στη δυσμενή οικονομικά συνθήκη, που εσωτερικευόταν στη χώρα, αλλά προτίμησε να παραδώσει στον επόμενο, με τις πρόωρες εκλογές του 2009.
Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ έχει αναλογικά μικρότερες ευθύνες για εκείνη την περίοδο, όμως ούτε εκείνος κινήθηκε σε έναν άλλο δρόμο. Οι αντιθέσεις του ήταν κατά βάση διανεμητικού-συνδικαλιστικού χαρακτήρα, πέραν της ιδεολογικής του διαμόρφωσης ως συλλογικός διανοούμενος σε πτέρυγα της “μεταεθνικής παγκοσμιοποίησης”, ένα στοιχείο με σοβαρές επιπτώσεις στην πορεία.
Ο δρόμος του μνημονίου
Η επίσημη πολιτική τάξη, προϊόν και παράγοντας αυτής της διαδρομής, βρέθηκε σε πλήρη αδυναμία να διαχειριστεί την κρίση, τα δίδυμα ελλείμματα, που εξελίχθηκαν σε κρίση δανεισμού-χρέους. Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αρνήθηκε την πρόσκληση Καραμανλή την άνοιξη του 2009, να “βάλει πλάτη” για την από κοινού αντιμετώπιση της κρίσης, προδιαγράφοντας πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, με αφορμή την προεδρική εκλογή του 2010. Η αντιμετώπιση της κρίσης ουσιαστικά είχε τρεις δρόμους, κανένας εκ των οποίων δεν ήταν εύκολος.
Την ρήξη με το διεθνές σύστημα, με την έννοια της παύσης πληρωμών. Την αποφασιστική αντιμετώπιση της κρίσης, με όρους εσωτερικούς-εθνικούς (χωρίς τρόικα), χωρίς ρήξη με το διεθνές σύστημα. Την μνημονιακή υπαγωγή. Επελέγη ο δρόμος της μνημονιακής υπαγωγής με όλες τις συνέπειες. Τόσο για την χώρα, όσο και για το ΠΑΣΟΚ.
Η συζήτηση στο ΠΑΣΟΚ
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης ήταν από εκείνους, που στο δημόσιο διάλογο της εποχής ουσιαστικά εισηγούνταν την αποφασιστική αντιμετώπιση της κρίσης με όρους εσωτερικούς-εθνικούς, χωρίς τρόικα και χωρίς ρήξη με το διεθνές σύστημα. Το βιβλίο του “Σώζεται ο τιτανικός; Από το μνημόνιο, ξανά στην ανάπτυξη” (Πόλις, 2011), αποτυπώνει τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Αυτό ουσιαστικά επανέλαβε στην πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη, αναφερόμενος στην επιλογή του ιρλανδικού δρόμου, προκαλώντας αντιδράσεις από τους υποστηρικτές του δρόμου της μνημονιακής υπαγωγής, οι οποίοι διαστρέβλωσαν τις θέσεις Χριστοδουλάκη τόσο επί της ουσίας, όσο και σε σχέση με το χρόνο διατύπωσής τους.
Πέραν του ότι δεν μπορεί κάποιος να θέλει να διεκδικεί εσωκομματικά την “αριστερή” έκφραση του ΠΑΣΟΚ, όπως ο Δήμαρχος Αθηναίων, με ultra-μνημονιακή τοποθέτηση. Πρόκειται για ιδεολογικο-πολιτική σύγχυση. Αντίστοιχη με την πρόσφατη αναφορά του Αλέξη Τσίπρα στην ομιλία του κατά τη 2η Διάσκεψη του Ινστιτούτου του περί “νέου πατριωτισμού”, χωρίς να συνοδεύεται από ριζική αναθεώρηση σε σχέση με τα αναλυτικά σχήματα του “χώρου ΣΥΡΙΖΑ” για το εθνικό φαινόμενο.
Ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι από τους ελάχιστους Υπουργούς Οικονομίας, που έχει συνεισφέρει στο δημόσιο διάλογο σε πολύ σημαντικά ζητήματα της ιστορικής διαδρομής του ελληνικού λαού, με βιβλία, όπως για το ζήτημα των γερμανικών οφειλών (Άγος Απλήρωτον, Gutenberg 2013), αλλά και για τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις του Εμφυλίου (Το Τίμημα του Εμφυλίου, Επίμετρο, 2020). Αυτά τα στοιχεία είναι σημαντικά κατά τη γνώμη μου και πρέπει να επισημαίνονται.
Ας μου επιτραπεί μια αναφορά με στοιχεία βιωματικά, που άπτεται και του θέματος της συζήτησης στο ΠΑΣΟΚ. Δεν υπήρξα υποστηρικτής της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, την περίοδο που ο Νίκος Χριστοδουλάκης ήταν σημαίνον στέλεχος και στη συνέχεια Υπουργός. Στο 5ο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ (Μάρτιος 1999), είχα μοιράσει μαζί με άλλους, το κείμενο αποχώρησης του Μιχάλη Χαραλαμπίδη από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο περιλαμβάνεται στο βιβλίο του “Το Σχέδιο μας για την Ελλάδα. Ελάτε στην πολιτική” (Γόρδιος, 2000).
Στο κείμενο αυτό, στο οποίο αφού ερμηνευόταν μια διαδρομή, αναγράφονταν μεταξύ άλλων τα έξης: «Προπαγανδίζουν – δεν πρόκειται για λόγο – ότι εντάσσεται [ενν: η Ελλάδα] στην ΟΝΕ. Δια μέσου όμως ενός άλλου δρόμου, που δείξαμε χρόνια πριν, αναπτυξιακού και επόμενα δίκαιου κοινωνικά, θα μπορούσε να είχε ενταχθεί ήδη, χωρίς τον κίνδυνο να εξέλθει ή να είναι εύκολα εκβιάσιμος υπότροφός της. […] Οι εξωτερικοί δανειστές διαφόρων μορφών, η απειλή πολέμου και όχι η ελεύθερη λαϊκή θέληση θα αποφασίζουν πώς και από ποιον θα κυβερνάται η χώρα». Εμμένω, προφανώς, στην ανωτέρω ιδιαίτερα οξυδερκή ερμηνεία και πρόβλεψη.
Η τωρινή συζήτηση στο ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής για το θέμα της μνημονιακής υπαγωγής και του άλλου δρόμου, προδήλως δεν είναι απαλλαγμένη από εσωκομματικές σκοπιμότητες. Η αμφισβήτηση της ηγεσίας Ανδρουλάκη είναι εμφανής. Η ευθύνη, όμως, κατά τη γνώμη μου, της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ συνίσταται στο εξής. Έπρεπε η ίδια, με δική της πρωτοβουλία, να φύγει από τη μονοδιάστατη γραμμή της αυτοδικαίωσης, σε σχέση με τη μνημονιακή επιλογή τουλάχιστον. Να διαρρήξει το ενιαίο γραφειοκρατικό αφήγημα, υπερβαίνοντας και τους όρους της ίδιας της συγκρότησης – εσωκομματικής πορείας. Η αυτοαναφορικότητα και η αυτοδικαίωση των γραφειοκρατιών δεν αποτελούν εφόδια για το μέλλον, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν δύο σκληρά αντικειμενικά δεδομένα. Χρεοκοπία της χώρας. Εκλογική συρρίκνωση ΠΑΣΟΚ.
Χρειάζεται συνεπώς μιας ερμηνεία του ιστορικού κύκλου ανατρεπτική και συμπεριληπτική. Αυτό έπρεπε η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να το είχε κάνει σταδιακά από την εσωκομματική εκλογή του 2021 και μετά. Όπως είχε επισημανθεί και σε παλιότερα κείμενα, η τοποθέτηση του Νίκου Χριστοδουλάκη σε θέσεις ευθύνης από την ηγεσία Ανδρουλάκη παρείχε ενδεχομένως μια δυνατότητα για μια πιο ισορροπημένη ερμηνεία – και όχι μονόπλευρα αυτοδικαιωτική – της περιόδου 2008-2012. Κάτι που μέχρι σήμερα δεν έγινε.
Η εκτίμηση ότι με το πέρασμα του χρόνου θα ξεπεραστούν οι παλιές διαιρέσεις δεν επιβεβαιώνεται. Και ο λόγος κατά τη γνώμη μου είναι ο εξής: Στην 50ετή ιστορία του, το ΠΑΣΟΚ είχε διασπάσεις, διαγραφές, συγκρούσεις, αποχωρήσεις σε πολιτικό – εσωκομματικό επίπεδο. Είχε επίσης αλλαγές σε επίπεδο χωρο-ταξικής εκλογικής γεωγραφίας. Ειδικά με βάση αυτές, μπορεί να γίνει λόγος για εκλογικά “τρία ΠΑΣΟΚ”: α) 1974/77-1993, β) 1996-2009, γ) 2012-σήμερα.
Η περίοδος 2010-2012 έχει μια ιδιαιτερότητα. Το ΠΑΣΟΚ διασπάστηκε κοινωνικά. Υπήρξε διάρρηξη των σχέσεων κοινωνικής εκπροσώπησης. Η διαιρετική τομή μνημόνιο-αντιμνημόνιο είχε ταξικό βάθος. Οι συνέπειες της μνημονιακής επιλογής είναι βαθιές στο χρόνο, ασκώντας επιρροή στο σήμερα. Το στοιχείο αυτό επέφερε δύο σημαντικές αλλαγές. Αφενός του ρόλου του ΠΑΣΟΚ στο κομματικό σύστημα, καθώς για το χρονικό διάστημα 2012-2023 δεν αποτέλεσε την κυρίαρχη κομματική δύναμη στο αριστερό/κεντροαριστερό μέρος του κομματικού φάσματος. Δεν ήταν δηλαδή πλέον “κόμμα-παράταξη”, αλλά “μεταηγεμονικό κόμμα”. Αφετέρου από το 2023 και μετά, το ίδιο το κομματικό σύστημα εμφανίζει σημάδια μετατόπισης από την δικομματική του δομή και δυναμική σε σύστημα κυρίαρχου κόμματος.
Ορθότερα ίσως, παρατηρούνται τρεις προϋποθέσεις που ευνοούν την οικοδόμηση συστήματος κυρίαρχου κόμματος, όπως τις διατυπώνει η θεωρία των κομματικών συστημάτων. Σημαντική εκλογική (δημοσκοπική) διαφορά του πρώτου με το δεύτερο κόμμα. Κατακερματισμός των κομματικών δυνάμεων στο κεντροαριστερό φάσμα, σε συνθήκες καχεκτικής ισορροπίας. Ύπαρξη συγγενών ιδεολογικά σχηματισμών στο χώρο της δεξιάς-κεντροδεξιάς, που μπορεί μερικώς – καθώς υπάρχουν και νέες διαιρέσεις- να λειτουργήσουν ως εκλογικές εφεδρείες υπέρ της ΝΔ στην προκειμένη περίπτωση.
Η γραμμή της “μνημονιακής αυτοδικαίωσης”, σε συνδυασμό με τη δίδυμη αδελφή της για τον “λαϊκισμό των Πλατειών”, αναπαράγουν το τραύμα, συμβάλλοντας στην παρατηρούμενη στασιμότητα του ΠΑΣΟΚ. Το εμποδίζουν να επικοινωνήσει με κοινωνικά ακροατήρια, να ανακτήσει δηλαδή στοιχεία του πολυσυλλεκτικού του χαρακτήρα, που είναι, κατά τη γνώμη μου, το κρίσιμο στοιχείο για την αποτροπή της διαμόρφωσης συστήματος κυρίαρχου κόμματος. Διαφορετικά ειπωμένο, συμβάλλουν στο να υπερισχύει “ο κανένας”. Και ας μου επιτραπεί η συμπλήρωση “ο σοσιαλιστής κανένας”. Αυτή η έλλειψη όμως είναι πρόβλημα για το “σύστημα χώρα” σε μια εποχή εξαιρετικής ρευστότητας, επανακαθορισμών, συγκρούσεων μεγάλης έντασης.