Τουρισμός για… λίγους Έλληνες το 2025
03/08/2025
Η Ελλάδα είναι συνυφασμένη με τον ήλιο, τη θάλασσα και τις καλοκαιρινές διακοπές. Παρ’ όλα αυτά, πίσω από την εικόνα ενός δημοφιλούς παγκόσμιου τουριστικού προορισμού, υπάρχει μια σκληρή αλήθεια και αυτή αφορά πολλοί Έλληνες δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να απολαύσουν ούτε λίγες ημέρες διακοπών στην ίδια τους την χώρα.
Με την ακρίβεια να πλήττει σχεδόν κάθε τομέα της καθημερινότητας και τον τουρισμό να στοχεύει κυρίως προς τους ξένους επισκέπτες υψηλής δαπάνης, η Ελλάδα συγκαταλέγεται πια ανάμεσα στους πέντε ακριβότερους προορισμούς διακοπών στην Ευρώπη, ένα γεγονός που, για τους ίδιους τους Έλληνες, έχει μετατρέψει τις καλοκαιρινές διακοπές από συνήθεια σε πολυτέλεια.
Ένας από τους βασικούς λόγους αυτής της κατάστασης είναι η εκτόξευση των τιμών στον τουριστικό τομέα. Πιο συγκεκριμένα, τα τελευταία καλοκαίρια, οι τιμές στα ξενοδοχεία και τα ενοικιαζόμενα δωμάτια παρουσιάζουν αυξήσεις που ξεπερνούν κατά πολύ τον γενικό πληθωρισμό, αγγίζοντας ακόμη και το 25% μέσα σε διάστημα δύο ετών.
Σε δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς, ένα απλό δίκλινο δωμάτιο μπορεί να κοστίζει όσο ένας ολόκληρος βασικός μηνιαίος μισθός. Ταυτοχρόνως, η εστίαση ακολουθεί την ίδια ανιούσα πορεία, ενώ το κόστος των καυσίμων και των ακτοπλοϊκών εισιτηρίων επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τις μετακινήσεις, καθιστώντας τις οικογενειακές διακοπές σχεδόν απαγορευτικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πως για τη μετακίνηση από το λιμάνι του Πειραιά προς ένα νησί των Κυκλάδων, το κόστος για μία τριμελή οικογένεια με ΙΧ, μπορεί και να ξεπεράσει τα 500 ευρώ.
Μπορεί πράγματι η ελληνική οικονομία να παρουσιάζει ρυθμούς ανάπτυξης που ξεπερνούν το 2% για τα έτη 2024 και 2025, ωστόσο οι πραγματικοί μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι. Όπως και προηγουμένως αναφέραμε, ο παράγοντας του πληθωρισμού επηρεάζει άρδην την αγοραστική δύναμη των πολιτών.
“Ακριβός” ο ελληνικός τουρισμός
Το χάσμα ανάμεσα στα έξοδα των διακοπών και τα διαθέσιμα εισοδήματα βαθαίνει ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι το τουριστικό μοντέλο της χώρας έχει στραφεί σχεδόν αποκλειστικά στους ξένους επισκέπτες. Η ανάπτυξη των πολυτελών θερέτρων, των high-end εστιατορίων και των premium υπηρεσιών έχει ανεβάσει το γενικό επίπεδο τιμών, δημιουργώντας μια αγορά που λειτουργεί με γνώμονα τα βαλάντια των ξένων τουριστών και όχι τις οικονομικές δυνατότητες των ντόπιων.
Η κατάσταση επιβαρύνεται και από το φορολογικό και λειτουργικό πλαίσιο που ισχύει για τις τουριστικές επιχειρήσεις. Ο υψηλός ΦΠΑ σε εστίαση και διαμονή, οι μεγάλες ασφαλιστικές εισφορές, η ακρίβεια στην ενέργεια και τα γενικότερα κόστη λειτουργίας οδηγούν τις επιχειρήσεις στο να μετακυλούν το κόστος στον καταναλωτή. Η τουριστική εποχικότητα, που περιορίζει τη δυνατότητα κέρδους σε λίγους μήνες τον χρόνο, λειτουργεί ενισχυτικά στη διαμόρφωση υψηλών τιμών.
Διακοπές για λίγους…
Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης είναι πολυδιάστατες. Καταρχάς, ενισχύεται η κοινωνική ανισότητα, καθώς οι διακοπές παύουν να είναι ένα κοινωνικά κοινό δικαίωμα και μετατρέπονται σε προνόμιο για τους λίγους. Η ψυχική ξεκούραση, η ανανέωση και η ποιοτική οικογενειακή επαφή που προσφέρει μια περίοδος ανάπαυλας γίνονται απρόσιτα για σημαντικό ποσοστό των πολιτών. Επιπλέον, ο εσωτερικός τουρισμός πλήττεται, με αποτέλεσμα πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ειδικά σε λιγότερο προβεβλημένες περιοχές, να χάνουν σημαντικό μέρος της πελατείας τους. Αυτό εντείνει την περιφερειακή ανισότητα και απειλεί την επιβίωση τοπικών κοινωνιών που δεν έχουν τη δυνατότητα να προσελκύσουν μαζικά ξένους επισκέπτες.
Η υπερσυγκέντρωση του τουριστικού ρεύματος σε λίγους νησιωτικούς προορισμούς δημιουργεί σοβαρά προβλήματα υποδομής και ποιότητας ζωής για τους μόνιμους κατοίκους. Το φαινόμενο του υπερτουρισμού εκδηλώνεται με κυκλοφοριακή συμφόρηση, ελλείψεις σε νερό, αυξημένο όγκο απορριμμάτων και γενικευμένη πίεση στους φυσικούς και τεχνικούς πόρους των περιοχών. Την ίδια στιγμή, δημιουργείται ένα γενικότερο αίσθημα αδικίας και κοινωνικής απογοήτευσης, καθώς οι πολίτες νιώθουν αποκλεισμένοι από τον ίδιο τους τον τόπο.
Αξίζει να σημειωθεί σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα εμφανίζει σημαντικές αποκλίσεις όχι μόνο ως προς το κόστος, αλλά κυρίως ως προς τη σχέση κόστους και εισοδήματος. Η Ελβετία, η Ισλανδία ή η Νορβηγία μπορεί να είναι επίσης ακριβοί προορισμοί, αλλά οι πολίτες τους έχουν πολύ υψηλότερους μισθούς και απολαμβάνουν ισχυρότερες κοινωνικές παροχές. Σε χώρες όπως η Ισπανία και η Γαλλία, οι εγχώριοι τουρίστες υποστηρίζονται με ειδικά επιδόματα, μειωμένα εισιτήρια και προγράμματα διακοπών που απευθύνονται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Στην Ελλάδα, τα προγράμματα όπως ο “Τουρισμός για Όλους” καλύπτουν περιορισμένο αριθμό πολιτών και εξαντλούνται μέσα σε λίγες ημέρες, χωρίς να έχουν ουσιαστικό κοινωνικό αποτύπωμα.