Στο πολιτικό ρινγκ ο νόμος Παρασκευόπουλου για την αποφυλάκιση
26/08/2025
Σε πεδίο αντιπαράθεσης, ενόψει του “comeback” στα πολιτικά πράγματα και “rebranding” του κ. Τσίπρα, έχει εξελιχθεί ο νόμος του 2015 για την πρόωρη αποφυλάκιση κρατουμένων, γνωστός ως “νόμος Παρασκευόπουλου”, με τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης να αναφέρει ότι μόνο σε 17.000 βαρυποινίτες έχει λείψει ο κ. Τσίπρας και τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να προσθέτει «τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ; Είπε χωρίς εξαιρέσεις – δηλαδή χωρίς να εξαιρείται ο ναρκέμπορος, ο δολοφόνος ή ο βιαστής – αν π.χ. έχεις πάρει ποινή 25 έτη κάθειρξης, θα είσαι έξω στο 1/3. Δηλαδή αυτοί όλοι που συγκλονίζουν το πανελλήνιο, στα χρόνια του ευαίσθητου κοινωνικά κ. Τσίπρα έβγαιναν έξω σε 6-7 χρόνια».
Τι πραγματικά όμως ήταν ο περίφημος νόμος Παρασκευόπουλου και γιατί αποτελεί χρήσιμο επικοινωνιακά εργαλείο στα χέρια της κυβέρνησης; Πρόκειται για τον Ν 4322/2015, ο οποίος ψηφίστηκε επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, κατά τον χρόνο που Υπουργός Δικαιοσύνης ήταν ο Νίκος Παρασκευόπουλος και μεταξύ άλλων, προέβλεπε έκτακτα μέτρα για την αποσυμφόρηση των φυλακών.
Ο λόγος που οδήγησε στην ψήφιση του συγκεκριμένου νόμου ήταν ο υπερπληθυσμός των φυλακών, που είχε ως αποτέλεσμα να μην εξασφαλίζονται αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης εντός αυτών και το ελληνικό κράτος να καταβάλλει υπέρογκα ποσά ως αποζημίωση για παραβίαση του αρ. 3 της ΕΣΔΑ περί βασανιστηρίων με πλείστες σχετικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και για αυτό τον λόγο οι ρυθμίσεις του νόμου αυτού αποτελούσαν στην πραγματικότητα όχι ευαισθησία, αλλά συμμόρφωση και ήταν έκτακτες με ισχύ ενός έτους.
Ο θεσμός της υφ’ όρον απόλυσης (όπως ονομάζεται) η πρόωρη, δηλαδή, αποφυλάκιση κρατουμένων, πριν την ολοκλήρωση και λήξη της ποινής που τους επιβλήθηκε, ήταν γνωστός στο ελληνικό δικαιοδοτικό σύστημα ήδη από το 1917 (Β.Δ. 22/29-9-1917 “Περί εκτελέσεως του ν. 811 περί προσωρινής απολύσεως των καταδίκων εκ των φυλακών) και εδράζεται στη φύση της ποινής ως σωφρονιστική και όχι ως τιμωρητική.
Η λειτουργία του θεσμού στην ελληνική έννομη τάξη συνοψίζεται στο ότι η απόλυση «δεν είναι απαλλαγή από της ποινής, δεν είναι χάρις, αλλ’ αποτελεί μέρος της εκτελέσεως της ποινής, εν στάδιον αυτής δοκιμαστικόν και προπαρασκευαστικόν του καταδίκου δια την οριστικήν ελευθερίαν». Επομένως, αποτελεί έναν εναλλακτικό τρόπο έκτισης της ποινής, σύμφωνα δε με την κρατούσα άποψη στη νομολογία, δεν αποτελεί απαλλαγή από της ποινής, αλλά στάδιο της εκτελέσεως αυτής.
Ο θεσμός της υφ’ όρον απόλυσης ορίζεται διαχρονικά στον Ποινικό Κώδικα και ειδικότερα προ της τροποποίησης του, στα αρ. 105 επ. προβλεπόταν: “Όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις και εφόσον έχουν εκτίσει: α) προκειμένου για Φυλάκιση (10 ημ. έως 5 έτη), τα δύο πέμπτα της ποινής τους, β) προκειμένου για πρόσκαιρη Κάθειρξη (5-20 έτη), τα τρία πέμπτα της ποινής τους, γ) προκειμένου για ισόβια Κάθειρξη (25 έτη), τουλάχιστον είκοσι έτη.” Στα επόμενα άρθρα ορίζεται η διαδικασία, ήτοι ότι “Για τη χορήγηση και την ανάκληση της απόλυσης υπό όρο αποφασίζει το συμβούλιο των πλημμελειοδικών του τόπου της έκτισης της ποινής.”, ενώ για την χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης λαμβάνεται υπόψιν και η διαγωγή του κρατουμένου κατά το χρόνο έκτισης της ποινής, δηλαδή τυχόν πειθαρχικά παραπτώματα στα οποία υπέπεσε.
Τι προέβλεπε ο νόμος Παρασκευόπουλου
Με τον περιβόητο νόμο Παρασκευόπουλου, λοιπόν, και ειδικότερα με το αρ. 12 προβλέφθηκε ότι:
- Κρατούμενοι οι οποίοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, κατά τις εξής διακρίσεις: α) εάν η ποινή τους έχει διάρκεια μέχρι τρία έτη, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα δέκατο αυτής, β) εάν η ποινή τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών και μέχρι πέντε έτη, συμπεριλαμβανομένης της κάθειρξης, καθώς και εάν η ποινή φυλάκισης τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των πέντε ετών, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα πέμπτο αυτής.
- Κρατούμενοι οι οποίοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή κάθειρξης που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη, απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής.
- Κρατούμενοι οι οποίοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή κάθειρξης άνω των δέκα ετών απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα αν έχουν συμπληρώσει το ένα τρίτο πραγματικής έκτισης της ποινής που τους επιβλήθηκε.
Έτσι, ο χρόνος έκτισης για πλημμελήματα με ποινές έως 3 έτη, ορίστηκε στο 1/10, δηλαδή αν κάποιος είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 3 ετών, θα έπρεπε να έχει εκτίσει περίπου 3,5 μήνες. Για πλημμελήματα με ποινές έως 5 έτη, ορίστηκε το 1/5, δηλαδή αν κάποιος είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 5 ετών, θα έπρεπε να έχει εκτίσει περίπου 12 μήνες. Το ίδιο όριο εφαρμόστηκε και σε ποινή κάθειρξης 5 ετών, δηλαδή το κατώτατο όριο ενός κακουργήματος.
Περαιτέρω, ο χρόνος έκτισης για κακουργήματα με ποινές έως 10 έτη, ορίστηκε στα 2/5, δηλαδή αν κάποιος είχε καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης 10 ετών, θα έπρεπε να έχει εκτίσει περίπου 48 μήνες. Ενώ για ποινές κάθειρξης άνω των 10 ετών (10-20) – και αυτή ήταν η “καινοτομία” – ο χρόνος έκτισης ορίστηκε στο 1/3, δηλαδή αν κάποιος είχε καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης 20 ετών, θα έπρεπε να έχει εκτίσει περίπου 80 μήνες.
Με το προισχύσαν καθεστώς του Ποινικού Κώδικα τα όρια διαμορφώνονταν αντίστοιχα ως εξής: Για πλημμελήματα με ποινές έως 5 έτη, ίσχυε το όριο των 2/5, δηλαδή αν κάποιος είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 5 ετών, θα έπρεπε να έχει εκτίσει περίπου 24 μήνες. Για κακουργήματα με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης (5-20), ίσχυε το όριο των 3/5, δηλαδή αν κάποιος είχε καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης 10 ετών, θα έπρεπε να έχει εκτίσει περίπου 72 μήνες, ενώ για ποινή κάθειρξης 20 ετών, θα έπρεπε να έχει εκτίσει περίπου 144 μήνες.
Ο νόμος δεν επεφύλαξε την ίδια διαδικασία και για τους καταδικασμένους στην εσχάτη των ποινών της ισόβιας κάθειρξης (δηλαδή 25 έτη), για την οποία εισήγαγε μεν πρόβλεψη αποφυλάκισης με όριο τουλάχιστον τα 19 έτη (αρ. 6) τροποποιώντας το σχετικό όριο κατά ένα έτος (προβλεπόταν το όριο των 20 τουλάχιστον ετών), αλλά με τη κανονική διαδικασία του Π.Κ., δηλαδή με απόφαση δικαστικού συμβουλίου και κρίση περί της διαγωγής.
Την υφ’ όρον απόλυση, σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου, διέτασσε ο εισαγγελέας, σε αντίθεση με την κανονική διαδικασία, χάριν συντομίας, καθώς η διάταξη του εισαγγελέα βγαίνει άμεσα, σε αντίθεση με το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου, που χρειάζεται έναν εύλογο χρόνο (ορισμός συνεδρίασης, έκδοση απόφασης), ενώ κριτήριο έκδοσης της εισαγγελικής διάταξης αποτελούσε μόνον ο χρόνος έκτισης, ήτοι “χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105”, που συνεκτιμούσε και τη διαγωγή του κρατουμένου.
Το συγκεκριμένο “εύρημα” ωστόσο δεν αποτελούσε πνευματική ιδιοκτησία του εν λόγω Υπουργού και της συγκεκριμένης κυβέρνησης, καθώς είχαν προηγηθεί άλλοι νόμοι, όπως ο 4043/2012,καθώς και ο προισχύσας 4274/2014 περί “Απόλυσης κρατουμένων υπό όρο”, όπου στο άρθρο 11 αυτού οριζόταν ότι “Κρατούμενοι οι οποίοι, κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή κάθειρξης που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη, απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, η οποία υπόκειται σε ανάκληση, χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει ή εκτίουν με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής.”. Όριο έκτισης και διαδικασία, που ουσιαστικά διατήρησε ο νόμος Παρασκευόπουλου.
Το πεδίο της κριτικής
Από την ανωτέρω ρύθμιση του 2014, που ίσχυε έως τότε, εξαιρούνταν όσοι είχαν καταδικαστεί για κάποια ειδεχθή εγκλήματα, κακουργήματα που προβλέπονταν στα άρθρα 187 (εγκληματική Οργάνωση), 187Α (Τρομοκρατία), 299 (Ανθρωποκτονία με πρόθεση), 322 (Αρπαγή), 323Α (Εμπορία ανθρώπων), 324 (Αρπαγή ανηλίκων), 336 (Βιασμός), 339 (Αποπλάνηση παιδιών), 342 (Κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια), 348Α (πορνογραφία ανηλίκων), 349 (Μαστροπεία), 351 (Σωματεμπορία), 351Α (Ασέλγεια σε ανήλιο έναντι αμοιβής) και 380 παράγραφοι 1β και 2 (Ληστεία) του Ποινικού Κώδικα.
Ωστόσο, ο νόμος Παρασκευόπουλου δεν εισήγαγε αντίστοιχες εξαιρέσεις, αλλά ίσχυε οριζοντίως για όλους τους κρατουμένους, δηλαδή της “ευεργετικής” διάταξης καρπώνονταν όλοι, ανεξαρτήτως αδικήματος που τέλεσαν, το οποίο και αποτέλεσε πεδίο κριτικής και αντιπαράθεσης, μέχρι και σήμερα. Αποτέλεσμα ήταν να αποφυλακισθούν σε σύντομο χρονικό διάστημα, καταδικασθέντες για ειδεχθή εγκλήματα σε πολυετείς ποινές κάθειρξης, γεγονός που προκάλεσε και την αντίδραση της κοινής γνώμης, ιδίως σε περιπτώσεις επανάληψης εκ μέρους των απολυθέντων με τις εν λόγω ευεργετικές διατάξεις σοβαρών εγκληματικών πράξεων, που είδαν το φως της δημοσιότητας και ξύπνησαν το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Συνοψίζοντας λοιπόν τα ανωτέρω, ο νόμος Παρασκεύοπουλου ουσιαστικά επέκτεινε το νόμο σε περισσότερες κατηγορίες καταδικασθέντων, ήτοι απόλυση και όσων έχουν καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης άνω των 10 ετών και ανεξαρτήτως αδικήματος. Το πνεύμα του νόμου αυτού, ήταν η έκτακτη εφαρμογή του, με διάρκεια ενός έτους, δηλαδή με ισχύ μέχρι τον Απρίλιο του 2016. Εν συνεχεία, οι ρυθμίσεις αυτές, τροποποιημένες, με την προσθήκη εξαιρέσεων για συγκεκριμένα ειδεχθή εγκλήματα, παρατάθηκαν, με αποτέλεσμα το “έκτακτο” να μετατραπεί σε “πάγιο” και να ισχύσει βελτιωμένο μέχρι τις 28 Αυγούστου του 2019, οπότε και άλλαξε η κυβέρνηση.
Μάλιστα, ο ίδιος ο κ. Παρασκευόπουλος δήλωσε «θα σας φανεί περίεργο αλλά ο κ. Μητσοτάκης έχει δίκιο. Ο όποιος νόμος Παρασκευόπουλου, ο αποσυμφορητικός νόμος… είναι ένας έκτακτος νόμος ο οποίος οφείλεται σε έκτακτες συνθήκες συμφόρησης δεν έχει λόγο ύπαρξης παγίως… Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να έχουμε ένα λογικό σύστημα ποινών, έναν λογικό πληθυσμό στη φυλακή και να μην έχουμε αυτόν τον νόμο… δεν λέει κανείς ότι αυτός ο νόμος πρέπει να ισχύει για πάντα. Έκτακτη νομοθεσία είναι και το καλό είναι να πάψουμε να έχουμε αυτές τις έκτακτες, κακές συνθήκες και να έχουμε μια πάγια ομαλή κατάσταση».
Η Εύα Γιαλίδη είναι δικηγόρος.