Το νέο “Σιδηρούν Παραπέτασμα”, ο “στρατιωτικός Κεϋνσιανισμός” και η Ελλάδα
17/09/2025
Οι ευρωπαϊκές χώρες των αδύναμων πολιτικών, εν μέσω περιόδων αμφισβήτησης των κεκτημένων, που προέκυψαν στις δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχουν χάσει την δυνατότητα να διαμορφώσουν τις αναγκαίες λύσεις ανάδειξης ενός δρόμου δίκαιης ανάπτυξης. Δυστυχώς, ο ρόλος αυτός έχει προ πολλού φύγει από τα χέρια των πολιτικών και έχει περιέλθει στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών, οδηγώντας σε αγκυλώσεις και αναχρονιστικές πολιτικές.
Η εκλογή Τραμπ, σε συνδυασμό με την κρίση στην Ουκρανία, ίσως αποτελέσει την τελευταία ευκαιρία αντανακλαστικής αντίδρασης, ώστε οι ηγέτες να λειτουργήσουν ως πολιτικοί και όχι ως αδέξιοι γραφειοκράτες. Πλέον, όμως, υπάρχει ο κίνδυνος η έντονη απογοήτευση των πολιτών να οδηγήσει ταχύτατα σε τάσεις αναζήτησης πολιτικών επιλογών σε φορείς που πρεσβεύουν την “ανατροπή”.
Αυτό αποτελεί, άλλωστε, το κεντρικό αφήγημα των κατόχων Νόμπελ οικονομικών του 2024, Daron Acemoglu, Simon Johnsont και James Robinson, που ανέδειξαν την παθογένεια/κρίση των κυβερνήσεων εκείνων που δεν αναγνωρίζουν πως οι δημοκρατίες με σοβαρές οικονομικές ανισότητες υποδαυλίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών. «Σε οικονομίες δημοκρατικών χωρών που σταματούν να εργάζονται για το δημόσιο καλό, οι πολίτες στρέφονται σε ηγέτες που στοχεύουν την ανατροπή αυτών ακριβώς των θεσμών που δημιουργούν τα προβλήματα».
Αρχίζει πλέον και γίνεται προβληματική η εμφανής αδυναμία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να χαράξουν ενιαία και στιβαρή αναπτυξιακή και κοινωνική πολιτική. Αυτή η προβληματική αρχίζει να εμφανίζεται έντονα στην Ελλάδα, καθώς ο πρωθυπουργός οφείλει να αντιληφθεί –έστω και καθυστερημένα– ότι εάν δεν αναδειχθούν πολιτικές συμπερίληψης με ουσιαστικές πολιτικές τομές και όχι “οικονομικά μπαλώματα”, ο αποκλεισμός όλο και μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού από τα δεδομένα “ευημερίας”, θα οδηγήσει σε απαξίωση την υπόσταση και λειτουργία ουσιωδών θεσμών.
Γίνεται επίκαιρος ο Μαρξ
Οι πορείες των κυβερνήσεων βασίζονται στην υψηλή στρατηγική, που εκπονείται και ακολουθείται διαχρονικά, αν βέβαια οι ηγέτες έχουν την δυνατότητα και διάθεση να εκπονήσουν και να υλοποιήσουν στοχευμένες πολιτικές με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Δυστυχώς, σήμερα, φαίνεται πως στερούνται αυτής της δυνατότητας. Με αυτό σαν βάση της τοποθέτησής μου και παράλληλα με την ανάδειξη του κεντρικού αφηγήματος των βραβευμένων το 2024 με Νόμπελ, δεν θα πρέπει να απορούμε αν και πάλι γίνεται επίκαιρος ο Μαρξ που είχε γράψει:
«Όταν το καπιταλιστικό σύστημα αδυνατεί να επεκταθεί και να δημιουργήσει κέρδη παλαιότερων επιπέδων, το ίδιο το σύστημα θα αρχίσει να κανιβαλίζει το οικοδόμημα που το συντηρούσε. Θα επιτεθεί στην εργατική τάξη και τους φτωχούς στο όνομα της λιτότητας και κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, μειώνοντας την δυνατότητα του κράτους να υπηρετεί τις ανάγκες των πολιτών».
Η νέα διεθνής συγκυρία χαράσσει εκ νέου ρόλους και απαιτεί μεμονωμένη υψηλή στρατηγική από κάθε χώρα. Ας μην ξεχνάμε ότι η Μεγάλη Ύφεση ανακόπηκε με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η δε μεταπολεμική περίοδος ανέδειξε μία παγκόσμια οικονομική τάξη που στηρίχθηκε στις νόρμες αμυντικής κάλυψης των ΗΠΑ, παρέχοντας στην Ευρώπη την δυνατότητα αυτόνομης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Σήμερα, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η προγενέστερη κατάσταση βρίσκεται σε φάση αντιστροφής της ιστορικής αυτής σχέσης, αφήνοντας εκτεθειμένη και αδύναμη την ΕΕ. Κι αυτό, όταν την ίδια στιγμή στην πρόσφατη Σύνοδο του Οργανισμού της Σαγκάης προβλήθηκε έντονα η στρατηγική πρόθεση ανάδειξης ενός νέου παγκόσμιου πυλώνα ισχύος, ανταγωνιστικού των ΗΠΑ.
Η κεϋνσιανή οικονομική προσέγγιση, στην οποία βασίσθηκε η ανοικοδόμηση της Ευρώπης μέσω της χρηματοδότησης υποδομών, ξαφνικά μετατρέπεται σήμερα στην Ευρώπη – σε ρόλο σανίδας σωτηρίας – σε “στρατιωτικό Κεϋνσιανισμό”. Το “Παραπέτασμα” επανέρχεται για να δικαιολογήσει την θηριώδη ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας με στόχο την σωτηρία της παραπαίουσας βιομηχανίας και αναπτυξιακής δυναμικής στο σύνολό της. Προκειμένου αυτή η αποτυχία να καλυφθεί, προσχηματικά ή όχι, προβάλλεται η απειλή ενός εχθρού από τον παλαιό Ψυχρό Πόλεμο, από το “Σιδηρούν Παραπέτασμα”!
“Στρατιωτικός Κεϋνσιανισμός” στην Ευρώπη
Σε αυτή την μονοδιάστατα λανθασμένη πολιτική μονομερούς διοχέτευσης κονδυλίων στις αμυντικές βιομηχανίες – χωρίς να υπάρχει ακόμα ενιαίο ευρωπαϊκό αμυντικό δόγμα – η ελληνική κυβέρνηση απέχει από την διεκδίκηση όχι μόνον πραγματικής κατανομής των κονδυλίων αυτών, αλλά κυρίως από την – μέσω διαπραγμάτευσης – θεσμοθέτηση πραγματικά ενιαίας ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής, η οποία να προστατεύει και την Ελλάδα.
Για λόγους που επιδεικτικά παραβλέπει η ΕΕ, η αμυντική θωράκιση της χώρας μας πολύ εύκολα απαιτεί δαπάνες που αγγίζουν το 3,5% του ΑΕΠ. Πολύ μεγαλύτερο από οποιοδήποτε άλλη χώρα και πολύ κοντά στην στόχευση του Τραμπ. Η διαχρονική αποστέρηση, όμως, κονδυλίων – χάριν της άμυνας – από την ενίσχυση βασικών θεσμικών δομών, δεν είναι δυνατόν να μην έχει οδηγήσει στην άμεση και χωρίς δεύτερες σκέψεις κατάργηση υφιστάμενων μνημονιακών δεσμεύσεων. Να μην έχει οδηγήσει σε επαναδιαπραγμάτευση για πλήθος πολιτικών, που δεν είναι προς όφελος της Ελλάδας. Αντί αυτής της υψηλής στρατηγικής, η κυβέρνηση απλά παρατηρεί την στρατικοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής στην Ευρώπη.
Τι έχουμε να κερδίσουμε, όμως, ως χώρα, ακολουθώντας χωρίς εθνικό στίγμα ουσιωδών διεκδικήσεων τη νέα διαπάλη ισορροπιών στην Ευρώπη, όπως φάνηκε από την συνάντηση Τραμπ, Ζελένσκι και Ευρωπαίων ηγετών; Μία διαπάλη που στοχεύει πλέον στην υπερίσχυση κρατών – εν μέσω της γενικής αδυναμίας – κι όχι σε ενιαίες πολιτικές. Πρόσφατο άλλωστε το “άδειασμα” της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν από το υπουργό Άμυνας της Γερμανίας, σχετικά με την αποστολή ευρωπαϊκών στρατευμάτων στην Ουκρανία.
Η νέα αυτή πραγματικότητα μας υποχρεώνει, επιτέλους, να διαμορφώσουμε ως χώρα υψηλή στρατηγική, προκαλώντας επαναχάραξη προθέσεων στην ΕΕ στο πεδίο του παραδοσιακού κεϋνσιανού μοντέλου, στην βάση του οποίου ανοικοδομήθηκε η Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τυχόν καθυστερημένη και λανθασμένη διαχείριση της νέας πραγματικότητας από την ελληνική κυβέρνηση, κινδυνεύει να οδηγήσει άμεσα τα οικονομικά αδύναμα και μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα σε ένα μακροπρόθεσμο και ιδιότυπο κοινωνικό αποκλεισμό. Η μέχρι σήμερα στρατηγική της κυβέρνησης – εάν συνεχίσει να την ακολουθεί – θα οδηγήσει ταχύτατα την χώρα προς μία στενωπό εξαρτήσεων χωρίς επιστροφή. Με την εμφάνιση δε της επόμενης διεθνούς οικονομικής κρίσης, θα την οδηγήσει σε ισχυρότερη περιδίνηση από την προηγούμενη.