Έριδες Ελλήνων γλυπτών στον 19ον αιώνα
12/10/2025
Οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε Έλληνες γλύπτες ανιχνεύονται ήδη από τον 19ον αιώνα. Χαρακτηριστική η περίπτωση του Ιωάννη Κόσσου, στον οποίον αναφερθήκαμε στην πιο πρόσφατη ανάρτησή μας, και των Τηνιακών αδελφών Φυτάλη, του Γεώργιου (1830-1880) και του Λάζαρου (1831-1909). Η οικογένεια Φυτάλη έχει ιταλική ρίζα, απαντά στην Τήνο αρχικά με τον βενετικό τύπο Βιδάλη, ενώ άλλαξε το επώνυμό της το 1855.
Την αντίθεση Κόσσου και αδελφών Φυτάλη την παρακολουθούμε μέσα από κείμενο του κρυπτώνυμου Ι. Κ., στις 20 Ιανουαρίου 1860, στην εφημερίδα “Αθηνά”, που την εξέδιδε ο Εμμανουήλ Αντωνιάδης (1791-1863) στα Μέγαρα έως τον Φεβρουάριο του 1832, τη συνέχισε στο Ναύπλιο τον Απρίλιο του 1832 και τη μετέφερε στην Αθήνα από το 1835 έως τον θάνατό του. Ο συντάκτης του κειμένου, το οποίο έχει τίτλο “Προς τον στρεβλώς εν τη Αθηνά γράψαντα υπέρ του κυρίου Κόσσου”, θεωρεί ότι ο Κόσσος δεν ήταν ο μόνος ανδριαντοποιός, ενώ δεν ήταν και εκείνος που γνωστοποίησε στο εξωτερικό ότι υπάρχουν καλλιτέχνες στην Ελλάδα, καθώς η τιμή αυτή ανήκει στους ευφυείς, όπως τους χαρακτηρίζει, αδελφούς Φυτάλη.
Στην έκθεση του Λονδίνου, οι βραβευμένοι στα χρόνια των σπουδών τους στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, από το 1847 έως το 1851, με δάσκαλο τον Γερμανό γλύπτη Christian Heinrich Siegel (1806-1883), αδελφοί Φυτάλη εξέθεσαν δύο μαρμάρινα ανάγλυφα, που αντέγραφαν δύο ιππείς από τη ζωφόρο του Παρθενώνα στο μισό μέγεθος από το πρωτότυπο. Ο Γεώργιος Φυτάλης είχε επιλέξει παριανό μάρμαρο και ο Λάζαρος Φυτάλης πεντελικό μάρμαρο.
Στον κατάλογο της έκθεσης επισημαίνεται ότι τα δύο έργα είχαν σταλεί ως δείγματα του υλικού τους και όχι ως έργα τέχνης, ενώ σημειώνεται ότι εισαγωγείς παριανού μαρμάρου στην Αθήνα είναι ο αρχιτέκτων Σταμάτιος Κλεάνθης (1802-1862) και ο ιδιοκτήτης λατομείων στην Τήνο, γλύπτης Ιάκωβος (Γιακουμής) Μαλακατές (1808-1903).
Στην έκθεση του Παρισιού το 1855, ο Γεώργιος Φυτάλης έστειλε οπλοφόρο Έλληνα σε σκοπιά και ο Λάζαρος Φυτάλης ποιμένα με αυλό, το πρώτο ελληνικό έργο το οποίο βραβεύθηκε σε διεθνή έκθεση. Ο Λάζαρος Φυτάλης τιμήθηκε το 1856 με το Κοντοσταύλειο Βραβείο του Σχολείου των Τεχνών της Αθήνας, ισοβαθμώντας με τον αδελφό του Γεώργιο, που είχε φιλοτεχνήσει ποιμένα με ερίφιο, αλληγορία της απλότητας του ελληνικού ποιμενικού βίου.
Και τα δύο έργα, με οφθαλμοφανή τη συγγένεια ως προς τους άξονές τους, δεν αποτελούσαν αντιγραφή προτύπων —ήταν “επίνοια” των αδελφών γλυπτών. Οι αδελφοί μοιράστηκαν το χιλιόδραχμο βραβείο, “διά το αφελές της κινήσεως, την καλήν διάθεσιν των πτυχών, την χαρίεσσαν και φυσικήν στάσιν, και καθόλου την εντελή επεξεργασίαν” των έργων τους.
Τα δύο γύψινα προπλάσματα έμειναν στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και στήθηκαν σε κόγχες της μεσημβρινής στοάς της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, η οποία στεγαζόταν στο Πολυτεχνείο. Το έργο του Γεώργιου Φυτάλη, μαρμάρινο, σε μικρότερο μέγεθος, πέρασε με δωρεά το 1949 στην Εθνική Πινακοθήκη και κατόπιν στην Εθνική Γλυπτοθήκη. Προήλθε από την πυρπολημένη στα Δεκεμβριανά το 1944 έπαυλη του Νικόλαου Θων, ανώτερου αυλικού του βασιλιά Γεωργίου Α΄, στους Αμπελοκήπους, στη γωνία της διασταύρωσης των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Βασιλίσσης Σοφίας.
Ο Κόσσος είχε παρουσιάσει στην έκθεση του Λονδίνου μόνο δύο γύψινα προπλάσματα προτομών, τον Δία και τον λόρδο Βύρωνα. Το δεύτερο έργο συνδεόταν με τη σειρά των προτομών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ανυπόγραφο κείμενο, στην εφημερίδα “Αθηνά”, στις 2 Δεκεμβρίου 1859, ψέγει τη νεολαία ότι μέμφεται την κυβέρνηση για τη μονομερή συναλλαγή της με τον Κόσσο στο ζήτημα των προτομών αυτών και για το ότι ο γλύπτης έκανε αμφίβολες τη φιλοτιμία και την ικανότητά του, δεχόμενος ως ελεημοσύνη ό,τι θα μπορούσε να αποκτήσει με έντιμο συναγωνισμό, αναμένει ότι θα φανεί ευνοϊκή και προς τους αδελφούς Φυτάλη, όταν αποκτήσουν τα μεγάλα κεφάλαια της καλλιτεχνίας, τα οποία ο Κόσσος αδιαφιλονίκητα τα έχει κατακτήσει.
Τα οικονομικά προβλήματα του Κόσσου
Σε επιστολή του ο Ernst Ziller (1837-1923) προς τον Theophil von Hansen (1813-1891), που περιλαμβάνεται στην αλληλογραφία, την οποίαν εξέδωσε με λεπτομερή υπομνηματισμό η συνάδελφος Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη, το 2024, θεωρούσε τον Κόσσο ικανό να πλάσει ένα κεφάλι! Και συμπλήρωνε ότι «η τέχνη του σταματά στη στάση του αγάλματος και στις πτυχώσεις»… O εχθρός του Κόσσου, διευθυντής του Σχολείου των Τεχνών Λύσανδρος Καυταν[τ]ζόγλου (1811-1885) ήθελε να αναθέσει στους αδελφούς Φυτάλη τους δύο ανδριάντες έξω από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η σύζυγος του Κόσσου ήταν κόρη του δημιουργού του Βασιλικού, σημερινού Εθνικού Κήπου, Βαυαρού γεωπόνου Φρειδερίκου Σμιτ (Friedrich Schmitt, 1797-1889), γεγονός που διευκόλυνε στο να παίρνει παραγγελίες για έργα. Όμως, η αλληλογραφία Ziller και Hansen αποκαλύπτει στοιχεία για τον γλύπτη: οικονομικές δυσκολίες του το 1871, που λίγο έλειψε να του πάρουν οι πιστωτές του το σπίτι του, ότι έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 1873, μετά από ασθένεια του σπλήνα λόγω κακής διατροφής και οικιακών συνθηκών, και ότι το 1882 πωλήθηκαν από τη χήρα γλυπτά του. Το 1877 στη μαρμάρινη στήλη του ταφικού μνημείου του, έργου του μαθητή του Γεώργιου Βρούτου (1843-1909) στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών, έχουν αποδοθεί εργαλεία της γλυπτικής: στο κέντρο μαντρακάς, χιαστί ράσπα και κουμπάσο.