ΘΕΜΑ

Γιατί ο Τραμπ επαναλαμβάνει τις πυρηνικές δοκιμές

Γιατί ο Τραμπ επαναλαμβάνει τις πυρηνικές δοκιμές, Κώστας Γρίβας
EPA/WU HAO

Ο Αμερικανός πρόεδρος ανακοίνωσε ότι έδωσε εντολή στο Πεντάγωνο να επαναλάβει τις δοκιμές πυρηνικών όπλων έπειτα από 33 χρόνια, λίγο πριν την συνάντησή του με τον Κινέζο πρόεδρο στην Νότια Κορέα. Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι έδωσε εντολή για πυρηνικές δοκιμές σε «ισότιμη βάση» με άλλες πυρηνικές δυνάμεις: «Η Ρωσία είναι δεύτερη πυρηνική δύναμη και η Κίνα τρίτη με μεγάλη διαφορά, αλλά θα φτάσει στο ίδιο επίπεδο μέσα σε 5 χρόνια», ανέφερε.

«Δεδομένου ότι και οι άλλοι διεξάγουν δοκιμές, θεωρώ σκόπιμο να το κάνουμε και εμείς» δικαιολόγησε την απόφαση του ο Αμερικανός πρόεδρος, λέγοντας ότι θα χαιρέτιζε μία μακροπρόθεσμη αποπυρηνικοποίηση, ομολογώντας ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε συζητήσεις με την Ρωσία για το ζήτημα, συζητήσεις στις οποίες θα επιδιώξει να ενταχθεί και η Κίνα, αν πετύχουν αυτές με τους Ρώσους.

Η απόφαση Τραμπ να ξαναρχίσει τις δοκιμές πυρηνικών όπλων έρχεται μετά την ταχεία ανάπτυξη του πυρηνικού οπλοστασίου της Κίνας και αμέσως μετά τις ρωσικές ανακοινώσεις για επιτυχημένες δοκιμές πυρηνοκίνητων όπλων. Το Πεκίνο έχει υπερδιπλασιάσει το μέγεθος του οπλοστασίου του σε περίπου 600 πυρηνικές κεφαλές το 2025, από 300 το 2020, σύμφωνα με το αμερικανικό think tank CSIS (Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών). Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Κινέζοι έχουν δεσμευτεί να μην επαναλάβουν άλλες πυρηνικές δοκιμές, επομένως η απόφαση Τραμπ τους λύνει τα χέρια.

Nα σημειωθεί ότι δεν έχει ακόμα ξεκαθαριστεί αν ο Τραμπ αναφέρθηκε σε δοκιμή πυρηνικού όπλου ή σε πυραυλικό σύστημα ικανό να φέρει πυρηνικές κεφαλές. Σύμφωνα με το αμερικανικό Arms Control Association, οι ΗΠΑ διαθέτουν απόθεμα 5.177 πυρηνικών κεφαλών και η Ρωσία 5.499. Εκτιμάται ότι οι πρόσφατες ρωσικές ανακοινώσεις, με τελευταία την επιτυχή δοκιμή της πυρηνικής υπερ-τορπίλης Poseidon που φέρεται ικανή να καταστρέψει παράκτιες περιοχές, προκαλώντας τεράστια ραδιενεργά κύματα στον ωκεανό, επηρέασαν την απόφαση του.

Πόλεμος και πυρηνικά όπλα

Από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία έχει ενταθεί η συζήτηση για πιθανή χρήση πυρηνικών όπλων από πλευράς της Ρωσίας, σε περίπτωση διεύρυνσης της παρέμβασης δυτικών δυνάμεων στον πόλεμο. Σε γενικές γραμμές επικρατεί η εκτίμηση ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί, με γνώμονα την απλοϊκή αντίληψη ότι κανείς δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα γιατί σε αυτήν την περίπτωση θα χρησιμοποιήσει και ο άλλος και θα καταστραφούν όλοι, άρα δεν συμφέρει κανέναν, άρα δεν υπάρχει κίνδυνος.

Αυτή η άποψη δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα για πολλούς λόγους που έχουν αναλυθεί εν μέρει από τον γράφοντα. Εδώ, θα περιοριστούμε να πούμε ότι η αντίληψη αυτή δεν λαμβάνει υπόψη της την πιθανή ύπαρξη μιας νέας κατηγορίας πυρηνικών όπλων στο ρωσικό οπλοστάσιο – συγκεκριμένα μικροσκοπικών πυρηνικών όπλων, πολύ χαμηλής ισχύος και πολύ μικρής εκπομπής ραδιενέργειας, που σχεδιάστηκαν όχι για αποτροπή, αλλά για πραγματική χρήση.

Αυτή η εξέλιξη θέτει νέα δεδομένα στην πυρηνική εξίσωση και αποδομεί την καθησυχαστική αντίληψη ότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα “γιατί θα καταστραφούμε όλοι”.

Τα “μικροσκοπικά” πυρηνικά όπλα

Εδώ και δεκαετίες, λοιπόν, υποστηρίζεται από Δυτικούς ότι οι Ρώσοι μπορούν να διεξάγουν πυρηνικές δοκιμές χωρίς αυτές να γίνονται αντιληπτές και να αναπτύσσουν νέες γενιές πυρηνικών όπλων με καινοφανή χαρακτηριστικά και ικανότητες. Αυτό υποστηρίζει, μεταξύ άλλων ο Καθηγητής David Kilcullen, στη διάσημη μελέτη του “The Dragons and the Snakes. How the rest learned to fight the West” που κυκλοφόρησε από τις πανεπιστημιακές εκδόσεις Oxford University Press το 2020.

Σύμφωνα με τον Kilcullen, η Ρωσία φαίνεται πως προσπάθησε να διευρύνει την γκάμα των επιλογών της στο χαμηλότερο, “τακτικό” άκρο της κλίμακας της πυρηνικής ισχύος, δημιουργώντας όπλα πολύ χαμηλής απόδοσης που σχεδιάστηκαν για να χρησιμοποιηθούν πραγματικά σε πολέμους “γκρίζας ζώνης” μεταξύ συμβατικού και “κανονικού” πυρηνικού πολέμου.

Ένα υπόμνημα της CIA τον Αύγουστο του 2000 (αποχαρακτηρισμένο το 2005) σημείωσε ότι οι Ρώσοι στρατηγοί από τη δεκαετία του 1990 υποστήριζαν την ανάπτυξη «πυρηνικών όπλων μικρότερων του ενός χιλιοτόνου που θα προκαλούσαν ελάχιστη ραδιενεργή μόλυνση μακροπρόθεσμα» ως ασύμμετρη απάντηση στην υπεροχή των ΗΠΑ στα συμβατικά όπλα. Υπό τον Πούτιν, η Ρωσία αύξησε τις επενδύσεις της σε αυτά τα όπλα, τα οποία ήταν ισχύος έως 300 τόνων TNT (0,3 χιλιοτόνων), δηλαδή περίπου 45 φορές λιγότερο ισχυρά από τη βόμβα της Χιροσίμα. Επίσης, τα όπλα αυτά εκτιμάται ότι είναι πολύ πιο “καθαρά” από αυτά του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή αφήνουν πολύ λιγότερα ραδιενεργά κατάλοιπα.

Σύμφωνα με τον Kilcullen, αναγνωρίζοντας την ανωτερότητα της Δύσης στις συμβατικές πολεμικές ικανότητες και ανησυχώντας για την επέκταση του ΝΑΤΟ στη σφαίρα επιρροής τους, οι Ρώσοι στρατηγοί οδηγήθηκαν στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε συμβατικές συγκρούσεις ως μορφή “γιγαντιαίου πυροβολικού”, χωρίς να κινδυνεύουν να πυροδοτήσουν πυρηνικό πόλεμο πλήρους κλίμακας.

Το ιστορικό της αμερικανικής πυρηνικής στρατηγικής 

Όμως, πρέπει ταυτόχρονα να επισημανθεί ότι η αμερικανική πυρηνική στρατηγική στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου φαίνεται πως σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκε από τον οξύτατο και παθιασμένο ανταγωνισμό μεταξύ του Ναυτικού και της Πολεμικής Αεροπορίας και όχι μετά από μια ορθολογική ανάλυση για το πώς θα αντιμετώπιζαν την ΕΣΣΔ!

Θυμίζουμε ότι η αμερικανική πολεμική αεροπορία, ως ξεχωριστός Κλάδος, γεννήθηκε με την πυρηνική εποχή. Μέχρι το 1947 αποτελούσε μέρος του Στρατού Ξηράς. Αναλαμβάνοντας τον ρόλο της πυρηνικής κρούσης, η Αεροπορία εξελίχθηκε στον κατεξοχήν στρατηγικό κλάδο των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, γεγονός που αποτελούσε υπαρξιακή απειλή για το Ναυτικό, το οποίο μέχρι τότε έπαιζε αυτόν τον ρόλο.

Από τότε ξεκίνησε μια παθιασμένη έχθρα μεταξύ Αεροπορίας και Ναυτικού που σημάδεψε όλο τον Ψυχρό Πόλεμο. Στην αρχή το Ναυτικό προσπάθησε να μειώσει τον ρόλο των πυρηνικών όπλων και εν συνεχεία προσπάθησε να βρει τρόπους να τα αξιοποιήσει με καλύτερο τρόπο από ότι η Αεροπορία, έτσι ώστε να έχει αυτό την πρωτοκαθεδρία στην πυρηνική στρατηγική των ΗΠΑ.

Η μεγάλη του ευκαιρία προέκυψε με τους υποβρύχια εκτοξευόμενους βαλλιστικούς πυραύλους (SLBM) UGM-27 Polaris, η σχεδίαση των οποίων ξεκίνησε το 1956 και άρχισαν να τίθενται σε υπηρεσία το 1961. Με τους πυραύλους αυτούς το Ναυτικό απέκτησε ικανότητα στρατηγικού πυρηνικού βομβαρδισμού εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, χρησιμοποιώντας ένα σύστημα πολύ μεγαλύτερης επιβιωσιμότητας σε σχέση με τους χερσαία εκτοξευόμενους διηπειρωτικούς πυραύλους (ICBM) και τις αεροπορικές βάσεις των στρατηγικών βομβαρδιστικών της Αεροπορίας.

Όμως, οι Polaris είχαν ένα πρόβλημα: Επετύγχαναν πολύ μικρότερη ακρίβεια πλήγματος σε σχέση με τους χερσαία εκτοξευόμενους βαλλιστικούς πυραύλους και με τις πυρηνικές βόμβες που εξαπέλυαν στους στόχους τους τα αμερικανικά στρατηγικά βομβαρδιστικά. Και αυτή τους η αδυναμία ήταν αυτή που διαμόρφωσε τη μετέπειτα αμερικανική πυρηνική στρατηγική.

Παρανοϊκός ορισμός της νίκης

Σύμφωνα με την κυρίαρχη, όσο και επιφανειακή, ανάγνωση της ιστορίας της πυρηνικής στρατηγικής, κάποια στιγμή οι ιθύνοντες των ΗΠΑ σκέφτηκαν πως αντί να καταστρέψουν με τα πυρηνικά τους όπλα τις σοβιετικές πόλεις, ήταν καλύτερο, για λόγους πυρηνικής αποτροπής, να προσβάλουν τα σοβιετικά πυρηνικά όπλα και γενικότερα τις κρίσιμες στρατιωτικές υποδομές της Σοβιετικής Ένωσης και να κρατήσουν τις πόλεις ως ομήρους έτσι ώστε να οδηγήσουν τη σοβιετική ηγεσία σε υποχώρηση.

Κι αυτό γιατί οι Σοβιετικοί ηγέτες θα γνώριζαν πως αν προχωρούσαν σε ανταποδοτικό πυρηνικό πλήγμα κατά των ΗΠΑ, τότε, η σοβιετική κοινωνία θα αφανιζόταν, ενώ αν η σύγκρουση σταματούσε εκεί, τότε, θα μπορούσε να ανακάμψει κάποια στιγμή στο μέλλον. Αυτή η στρατηγική αναφέρεται ως counterforce, ενώ η προσβολή κρίσιμων πολιτικών στόχων και κυρίως των αστικών κέντρων αναφέρεται ως countervalue.

Όμως, η Αεροπορία δεν είδε με καθόλου καλό μάτι αυτήν την στρατηγική. Ιδιαίτερα δε η SAC (Strategic Air Command), η οποία ήταν υπεύθυνη για τα στρατηγικά πυρηνικά πλήγματα, είχε δημιουργηθεί με μια κουλτούρα απλού και ξεκάθαρου ολοκληρωτικού πολέμου, που συμπυκνώνονταν στη διάσημη ρήση του ιδρυτή της, του περιβόητου Curtis LeMay: «τους βομβαρδίζουμε μέχρι να γυρίσουν στη λίθινη εποχή».

O διάδοχος του LeMay στην ηγεσία της SAC, o πτέραρχος Thomas S. Power, ήταν της ίδιας λογικής. Μετά από επανειλημμένες οχλήσεις του υπουργού Άμυνας Tommy White, ο Power συμφώνησε να ακούσει τον αναλυτή της RAND William Kaufmann, o οποίος είχε αναπτύξει τη στρατηγική counterforce. Η ανάλυση της RAND είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εάν η SAC περιόριζε τις αρχικές της επιθέσεις στην προσβολή των σοβιετικών πυρηνικών δυνάμεων, σε περίπτωση, για παράδειγμα, μιας σοβιετικής συμβατικής επίθεσης στη Δυτική Ευρώπη, τότε και οι Σοβιετικοί θα φοβόντουσαν να απαντήσουν με πυρηνικά όπλα εναντίον των αμερικανικών πόλεων, αφού και οι δικές τους πόλεις θα ήταν στο έλεος των αμερικανικών πυρηνικών.

Πυρηνικός βομβαρδισμός ακριβείας

Έτσι, ο πόλεμος θα μπορούσε ίσως να τερματιστεί με μερικά εκατομμύρια θύματα και στις δύο πλευρές, αντί για εκατοντάδες εκατομμύρια νεκρούς που θα προέκυπταν εάν η SAC εκτελούσε το αγαπημένο της σχέδιο της “μέγιστης προσπάθειας”. Δηλαδή, του ανελέητου βομβαρδισμού της Σοβιετικής Ένωσης “έως ότου επιστρέψουν στην λίθινη εποχή”, αδιαφορώντας φυσικά για το τι θα συνέβαινε και στις ΗΠΑ. Η βασική ιδέα της στρατηγικής counterforce ήταν “συγκράτηση” (restraint), αλλά αυτή η λέξη ήταν κόκκινο πανί για τον Power.

Η ενημέρωση διεξήχθη στο αρχηγείο της SAC στην Omaha στις 12 Δεκεμβρίου 1960. Όμως, μόλις δύο λεπτά μετά την έναρξη της, ο Power διέκοψε τον Kaufmann σε έξαλλη κατάσταση. «Γιατί θέλουμε να συγκρατηθούμε;» φώναξε. «Συγκράτηση! Γιατί; Γιατί ενδιαφέρεστε τόσο πολύ να σώσετε τη ζωή τους; Η όλη ιδέα είναι να σκοτώσουμε τα καθάρματα»! Και ο Power κατέληξε λέγοντας το αμίμητο. «Κοίτα, αν στο τέλος του πολέμου έχουν μείνει ζωντανοί δύο Αμερικανοί και ένας Ρώσος, τότε έχουμε κερδίσει»!

Και ο Power δεν ήταν μια μοναχική φωνή. Αντανακλούσε τις κυρίαρχες στην Αεροπορία αντιλήψεις. Όμως, κατά φαινομενικά απρόσμενο τρόπο, η Αεροπορία γρήγορα άλλαξε τις θέσεις της. Συγκεκριμένα, ο Αρχηγός της πτέραρχος Tommy White ενώ το 1958 εμφανιζόταν λάβρος κατά της στρατηγικής counterforce, το 1960 φαίνεται πως είχε γίνει ένθερμος θιασώτης της. Τι είχε συμβεί; Η απάντηση είναι η εμφάνιση του Polaris.

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι Polaris δεν μπορούσαν να προσβάλουν στόχους με ακρίβεια και συνακόλουθα δεν μπορούσαν να εκτελέσουν αποστολές counterforce, όντας σε θέση να προσβάλουν με επιτυχία μόνον πόλεις, η στρατηγική counterforce ξαφνικά έγινε πολύ ελκυστική για την Αεροπορία. Κι αυτό, γιατί ήταν η Αεροπορία που μπορούσε να την εφαρμόσει, διατηρώντας την πρωτοκαθεδρία της έναντι του Ναυτικού.

Συμπέρασμα

Εν κατακλείδι, ο πυρηνικός πόλεμος είναι ένα πολύ πιο σύνθετο μέγεθος από την απλή διατήρηση οπλοστασίων που είναι σε θέση να αφανίσουν τον αντίπαλο και έτσι λειτουργούν αποτρεπτικά έναντι του πυρηνικού πολέμου. Επιπλέον, η πυρηνική στρατηγική δεν διαμορφώνεται αποκλειστικά από ορθολογικά κριτήρια, όπως δείξαμε στην περίπτωση των ΗΠΑ, που είχε να κάνει περισσότερο με τον λυσσασμένο ανταγωνισμό Αεροπορίας και Ναυτικού, από μία ψυχρή και ορθολογική αναζήτηση του βέλτιστου τρόπου ανάσχεσης της Σοβιετικής Ένωσης.

Με δεδομένο ότι έχουμε εισέλθει σε μία τρίτη πυρηνική εποχή, η σοβαρή μελέτη των κρυφών παραμέτρων του Ψυχρού Πολέμου προσφέρει πολύτιμα διδάγματα για την διαμόρφωση μία σοβαρής πυρηνικής στρατηγικής…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx