Το απόγειο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας – Η ενοποίηση του ευρασιατικού χώρου
06/11/2025
Δια πυρός και σιδήρου, εν μέσω αγώνων και αγωνίας, το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος μπόρεσε να εξέλθει ζωντανό από την μεγάλη κρίση του 7ου και του 8ου αιώνα, όταν οι εισβολές από τον βορρά και την ανατολή λίγο έλλειψε να το διαλύσουν. Η δυναστεία των Ισαύρων, ειδικώς οι βασιλείς Λέων Γ’ και Κωνσταντίνος Ε’, πιστώνονται την απόκρουση της αραβικής απειλής κατά της Κωνσταντινούπολης και της Μικράς Ασίας, όπως και τους πρώτους μεγάλους βουλγαρικούς πολέμους.
Η υποταγή των ελλαδικών Σκλαβηνιών από τον Νικηφόρο Α’ και η καταστολή της στάσης του Θωμά του Σλάβου από τον Μιχαήλ Β’ σταθεροποίησαν τον έλεγχο της αυτοκρατορίας στο εσωτερικό. Οι δε ειρηνικές σχέσεις με τη Βουλγαρία έπειτα από το θάνατο του τρομερού Κρούμου και ο εκχριστιανισμός του Βόριδος (864) προσέφερε στο Βυζάντιο μία ανακούφιση στο ευρωπαϊκό μέτωπο. Στις αρχές του 9ου αιώνα βρισκόταν αντίθετα σε έξαρση η αραβική επιθετικότητα, με σοβαρότερες απώλειες την κατάληψη της Κρήτης και της Σικελίας από τους Σαρακηνούς της Ισπανίας και της Αφρικής την δεκαετία του 820, και την άλωση του Αμορίου το 838.
Βυζαντινή αντεπίθεση στην Ανατολή
Σημείο καμπής για τη βυζαντινή αντεπίθεση στην ανατολή θεωρείται η νίκη του στρατηγού Πετρωνά στον ποταμό Λαλακάοντα, το 863. Η παρακμή του Χαλιφάτου των Αββασιδών της Βαγδάτης και η διάσπαση των Αράβων ευνόησε τις βυζαντινές προσπάθειες, παρότι περιφερειακές δυνάμεις όπως τα εμιράτα της Μελιτηνής και του Χαλεπίου παρέμεναν πολύ σοβαροί αντίπαλοι. Η καταστροφή του κράτους των Παυλικιανών της Τεφρικής (872), οι οποίοι συνεργάζονταν με τους Άραβες και εξαπέλυσαν επιδρομές κατά της Μικράς Ασίας, υπήρξε μεγάλη επιτυχία του Βασιλείου του Μακεδόνα.
Με τον υιό του Λέοντα ΣΤ’, αποκαθίστανται οι επαφές με τις αρμενικές αρχοντίες και ξεκινά η υποκατάσταση των Αράβων ως ηγεμονικής δύναμης στην Υπερκαυκασία. Τα ακριτικά έπη της εποχής αποτυπώνουν την ένταση των συνοριακών αγώνων Βυζαντίου και Αράβων, καθώς η αυτοκρατορία επέστρεφε στον Ευφράτη ποταμό και έθετε στο στόχαστρο την Κιλικία και την Συρία.
Τα βαρύτερα κτυπήματα θα επέφερε το Βυζάντιο στους Άραβες τον 10ο αιώνα, με επικεφαλής φημισμένους στρατηλάτες όπως ο Ιωάννης Κουρκούας, ο Νικηφόρος Φωκάς και ο Ιωάννης Τσιμισκής. Η Μελιτηνή, η Ταρσός, η Μοψουεστία, τα Σαμόσατα και η Αντιόχεια έγιναν τρόπαια των ρωμαϊκών όπλων, ενώ οι Χαμδανίδες του Χαλεπίου εξέπεσαν ως υποτελές κράτος – ανάχωμα μεταξύ του Βυζαντίου και της δυναστείας των Φατιμιδών της Αιγύπτου.
Το Βυζάντιο επεκτάθηκε και στα βορειοανατολικά, απορροφώντας ή καθιστώντας υποτελείς τις περισσότερες αρμενικές ηγεμονίες (Άνιον, Βασπουρακάν, Ταρών, Ταώ, Άρτζε, Ιβηρία κ.α.), φθάνοντας ως την λίμνη Βαν. Ποτέ άλλοτε δεν είχε το Βυζάντιο τόσο ισχυρή θέση στην Υπερκαυκασία. Η βυζαντινή επέκταση συνεχίστηκε και μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β’ το 1025, ο οποίος σηματοδοτεί μία εσωτερική κάμψη και αποστρατικοποίηση της αυτοκρατορίας. Ο Γεώργιος Μανιάκης κατέλαβε την Έδεσσα το 1032, ενώ το Καρς προσαρτήθηκε το 1064, μόλις επτά χρόνια πριν τη μάχη του Μαντζικέρτ.
Στο θαλάσσιο μέτωπο, η ανάκτηση της Κρήτης και της Κύπρου από το Νικηφόρο Φωκά και η εξουδετέρωση των πειρατικών ορμητηρίων της Κιλικίας προσέφερε μεγάλη ανακούφιση στη βυζαντινή ναυσιπλοΐα και στους παράκτιους πληθυσμούς. Ήταν η χρυσή εποχή του βυζαντινού ναυτικού, το οποίο έγινε σημαντικό στρατηγικό εργαλείο της Κωνσταντινούπολης για την εμπέδωση της κυριαρχίας στη δύση και τον Εύξεινο Πόντο.
Βουλγαρία και Ευρώπη
Στο ευρωπαϊκό μέτωπο ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων και των Σλάβων της Μοραβίας την δεκαετία του 860, η (τελικώς μη επιτυχημένη) ιεραποστολή προς τους Χαζάρους και το πρώτο θρησκευτικό ενδιαφέρον προς τους Ρως μετά την ξαφνική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, υπήρξαν οι καρποί της δραστήριας και δυναμικής πατριαρχίας του Φωτίου του Μεγάλου. Ήταν η μεγαλύτερη έκρηξη θρησκευτικής εξωστρέφειας του Βυζαντίου μετά τον καιρό του Ιουστινιανού, και απαραίτητη αλλαγή πλεύσης έπειτα από την μακραίωνη αναταραχή της Εικονομαχίας. Η εκκλησιαστική επέκταση, η οποία αψηφούσε τον παρεμβατισμό της Ρώμης, συνδυαζόταν με την εδραίωση του δικτύου της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας, η οποία έβρισκε νέους δυνητικούς συμμάχους.
Η έμφαση πρέπει να δοθεί στην λέξη «δυνητικούς», καθώς το ομόθρησκον δεν συνεπάγεται πολιτική υπακοή, ούτε καν απαραίτητα ειρηνικές σχέσεις. Η Βουλγαρία ήταν ήδη μία σημαντική δύναμη στη νοτιοανατολική και κεντρική Ευρώπη (αντίθετα με το σημερινό κράτος, είχε εκτεταμένα εδάφη βόρεια του Δούναβη, τα οποία την έφερναν σε επαφή με τους Καρολίγγειους Φράγκους αλλά και με την ουκρανική στέπα). Ο εκχριστιανισμός της την εξοικείωνε με την ιδέα της παγκόσμιας, ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, του μεγαλείου της οποίας μπορούσε πλέον να γίνει μέτοχος. Από τον μέτοχο στον κύριο η απόσταση δεν είναι πολύ μεγάλη.
Μεγαλωμένος στην Κωνσταντινούπολη και έχοντας λάβει ελληνική παιδεία («ημιαργείο», τον έλεγαν) ο Βούλγαρος ηγεμόνας Συμεών (893-927) ονειρεύτηκε όχι απλώς τα βυζαντινά εδάφη, μα το ίδιο το αυτοκρατορικό στέμμα. Την αφορμή έδωσαν οι ίδιοι οι Βυζαντινοί, προστάζοντας τους Βουλγάρους εμπόρους να μην διαθέτουν τα προϊόντα τους στην αγορά της Κωνσταντινούπολης, όπως ίσχυε μέχρι τότε, αλλά της Θεσσαλονίκης. Ο Συμεών κατατρόπωσε πολλάκις το βυζαντινό στρατό, επεξέτεινε τα σύνορά του μέχρι το Αδριατικό πέλαγος και τη βόρεια Ελλάδα, ενώ ανακηρύχθηκε «βασιλεύς Ρωμαίων και Βουλγάρων». Νίκησε ακόμη τους Σέρβους, τους Ούγγρους και τους Πετσενέγκους, τους οποίους οι Βυζαντινοί έστρεψαν εναντίον του.
Εκμεταλλευόμενος την κρίση διαδοχής και την αστάθεια μετά τον θάνατο του Λέοντος ΣΤ’ (912), προσπάθησε να κερδίσει το θρόνο μέσω επιγαμίας, και όταν αυτό απέτυχε συνεννοήθηκε με τους Φατιμίδες της Αιγύπτου για την από κοινού πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Η βυζαντινή διπλωματία (με επικεφαλής τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό και τον αυτοκράτορα Ρωμανό Α’ Λεκαπηνό, επίτροπο του ανηλίκου υιού του Λέοντος, Κωνσταντίνου Ζ’) μπόρεσε τελικά να ανατρέψει τα σχέδιά του, κατευνάζοντας τον Συμεών με χρηματικές δωρεές και την αναγνώριση του βασιλικού τίτλου (όχι όμως των Ρωμαίων) και ανεξάρτητου πατριαρχείου. Μετά τον θάνατό του ο υιός του Πέτρος ακολούθησε ειρηνική πολιτική προς το Βυζάντιο, το οποίο απαλλάχθηκε από έναν πολύ φιλόδοξο και ικανό αντίπαλο.
Το βουλγαρικό ζήτημα ανακινήθηκε ξανά όταν ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς, πάντοτε υπερήφανος και ελάχιστα διπλωματικός, αρνήθηκε να καταβάλει τις συνήθεις χορηγίες στο βουλγαρικό κράτος, όπως συνηθιζόταν από τον καιρό του Συμεών. O Νικηφόρος απάντησε καλώντας τους Ρως, υπό τον τρομερό Σβιατοσλάβο, να εισβάλει στην Βουλγαρία. Οι Ρως ήταν ακόμη τότε ειδωλολάτρες, είχαν δε πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη ήδη τρεις φορές (860, 911, 941-944) και είχαν εκβιαστικά αποσπάσει εμπορικά προνόμια. Ο Σβιατοσλάβος πράγματι κατέλαβε την Βουλγαρία, αντί όμως να την αποδώσει στον αυτοκράτορα, αποφάσισε όχι μόνον να την προσαρτήσει στις κτήσεις του, αλλά και να απαιτήσει όλα τα βυζαντινά εδάφη στην Ευρώπη μαζί με την Βασιλεύουσα.
Ο Νικηφόρος Φωκάς δολοφονήθηκε προτού αντιδράσει. Ο διάδοχός του Ιωάννης Τσιμισκής απάντησε με μία μεγαλειώδη εκστρατεία, υπόδειγμα της βυζαντινής στρατηγικής και πολεμικής αρετής, κατά την οποία συνέτριψε τους Ρώσους και τους εξανάγκασε να παραδοθούν στο Δορύστολο του Δούναβη (971). Ο Σβιατοσλάβος φονεύθηκε από τους Πετσενέγκους ενώ επέστρεφε στην χώρα του, ο δε Ιωάννης Τσιμισκής εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία να καταλάβει το βουλγαρικό κράτος.
Η αντίδραση στη βυζαντινή κατοχή της Βουλγαρίας ήρθε κυρίως από την δυτική Βουλγαρία (σημερινά Σκόπια). Από τους τέσσερεις αδελφούς Κομητόπουλους επέζησε και επικράτησε ο Σαμουήλ, ο οποίος εκμεταλλεύθηκε τους εμφυλίους πολέμους που σπάρασσαν το Βυζάντιο τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου Β’ για να παλινορθώσει ένα πολύ ισχυρό βασίλειο με έδρα την Αχρίδα. Το Βυζάντιο υπέφερε καταστροφικές επιδρομές στην Αδριανούπολη, και τον ελλαδικό χώρο, ο δε Βασίλειος υπέστη σοβαρή ήττα στις λεγόμενες Πύλες του Τραϊανού (986).
Η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει προς την αυτοκρατορική πλευρά μετά το 997, όταν ο στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός αιφνιδίασε τον Σαμουήλ στον Σπερχειό, ενώ επέστρεφε από επιδρομή στην Πελοπόννησο. Ο Βασίλειος, απερίσπαστος πλέον από εσωτερικές ανταρσίες, ξεκίνησε έναν μεθοδικό, «ολοκληρωτικό» πόλεμο, καταλαμβάνοντας ένα προς ένα τα οχυρά των Βουλγάρων, μέχρι την περίφημη μάχη στο Κλειδί (1014) και την τελική υποταγή της Βουλγαρίας (1018).
Εκχριστιανισμός των Ρως
Επί της βασιλείας του Βασιλείου Β’ έλαβε χώρα και ο ευαγγελισμός των Ρως στην Ορθόδοξη Εκκλησία, γεγονός πελώριας σημασίας όχι μόνο για τους εμπλεκομένους αλλά για την παγκόσμια ιστορία. Σε αντάλλαγμα της παροχής 6.000 Βαράγγων πολεμιστών στον αγώνα του κατά των εσωτερικών ανταπαιτητών, ο Βασίλειος συναίνεσε στον γάμο του Βλαδίμηρου του Κιέβου, υιού του Σβιατοσλάβου, με την προφυρογέννητη αδελφή του Άννα. Το βάπτιση του Βλαδίμηρου το 989 ακολούθησε ο εκχριστιανισμό των Ρως και των Σλάβων υπηκόων τους από την ουκρανική στέπα μέχρι τον Αρκτικό ωκεανό.
Ο ανταγωνισμός για το εμπόριο στον Εύξεινο Πόντο οδήγησε σε τρεις ακόμη ρωσικές επιδρομές, το 1024, το 1043-44 και το 1116 στον Δούναβη, χωρίς όμως σοβαρές συνέπειες. Τους επόμενους αιώνες οι σχέσεις Βυζαντίου και Ρωσίας θα ήταν στενές, αν και έμμεσες, λόγω της μεγάλης απόστασης που τους χώριζε. Η αποκαλυπτική εισβολή των Μογγόλων στη νότια Ρωσία (1223), η καταστροφή του Κιέβου (1240) και η επιβολή του «ταταρικού ζυγού» απομάκρυναν την ρωσική πολιτική από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι τον 18ο αιώνα. Η εκκλησιαστική υπαγωγή όμως της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη έμεινε ακλόνητη, και οι θρησκευτικές επαφές συχνές και σημαντικές.
Υπό την πίεση των Φράγκων, των Λογγοβάρδων και ειδικά των Αράβων, τα υπολείμματα της Βυζαντινής Ιταλίας όδευαν τον 9ο αιώνα προς την έκλειψή τους. Ο πρώτος αυτοκράτορας ο οποίος έλαβε σοβαρά υπ’ όψιν την άμυνα της δυτικής αυτής περιφέρειας ήταν ο Βασίλειος ο Μακεδών. Θέλοντας να προσεταιριστεί στις προσπάθειές του τον πάπα, επιχείρησε να επουλώσει το σχίσμα που είχε επέλθει το 863 καθαιρώντας την «πέτρα του σκανδάλου», τον πατριάρχη Φώτιο, και επαναφέροντας τον Ιγνάτιο, του οποίου η καθαίρεση υπήρξε η αφορμή για την αντίδραση της Ρώμης.
Όταν το 877 ο Ιγνάτιος εκοιμήθη και ο Φώτιος επέστρεψε στο πατριαρχείο, η παποσύνη αποδέχθηκε την εκλογή του (Σύνοδος Κωνσταντινούπολης, 879). Παρά τη συμφιλίωση, οι Βυζαντινοί αρνήθηκαν σθεναρά να επιστρέψουν στον πάπα τις εκκλησιαστικές επαρχίες του Ιλλυρικού, της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας, της οποίες του είχαν αποσπάσει οι εικονομάχοι αυτοκράτορες τον 8ο αιώνα. Η εκκλησιαστική δικαιοδοσία είχε προφανείς πολιτικές προεκτάσεις και η Κωνσταντινούπολη δεν θα μπορούσε να δεχθεί στις επαρχίες της την θρησκευτική επικυριαρχία ενός επισκόπου τον οποίο δεν έλεγχε η ίδια.
Αυτοκρατορική διελκυστίνδα στην Ιταλία
Επί του πεδίου, ο Βασίλειος εκμεταλλεύθηκε την αντιπαλότητα μεταξύ των Λογγοβάρδων ηγεμόνων και του Φράγκου αυτοκράτορα Λουδοβίκου Β’, όπως και τον φόβο που προκαλούσαν στον πάπα οι αραβικές επιδρομές. Χάρη στη δράση σπουδαίων ναυάρχων όπως ο Νικήτας Ωορύφας και ο Νάσαρ, οι Βυζαντινοί έδιωξαν τους Άραβες από την Αδριατική, επανέφεραν την Δαλματία υπό την αυτοκρατορική εξουσία και ξεκίνησαν την ανάκτηση της Κάτω Ιταλίας.
Ο Τάρας, η Βάρη και άλλες πόλεις της Απουλίας και της Καλαβρίας έγιναν ξανά βυζαντινές κτήσεις, οργανωμένες υπό το θέμα Λογγοβαρδίας. Ο τοπικοί ηγεμονίσκοι αναγνώρισαν τη βυζαντινή επικυριαρχία. Η Σικελία αντιθέτως χάθηκε από τον αυτοκρατορικό έλεγχο, με την άλωση των Συρακουσών το 875 και την πτώση των τελευταίων, διάσπαρτων βυζαντινών προπυργίων τον 10ο αιώνα.
Η διαίρεση και παρακμή της Φραγκικής αυτοκρατορίας των Καρολιγγείων είχε δημιουργήσει κενό εξουσίας στην Ιταλία και είχε στερήσει από την παποσύνη έναν πολύ ισχυρό προστάτη. Τα στοιχεία αυτά εκμεταλλεύθηκε το Βυζάντιο για να πετύχει την επάνοδό του στην περιοχή. Η σύσταση όμως μίας νέας δυτικής αυτοκρατορίας με ρωμαϊκές αξιώσεις δημιούργησε νέα προβλήματα στους Βυζαντινούς. Ο δούκας της Σαξονίας, Όθων Α’ ο Μέγας, ανακηρύχθηκε το 936 βασιλιάς της Γερμανίας και το 951 της Ιταλίας, ενώ το 955 κονιορτοποίησε μία ουγγρική στρατιά εισβολής στο Λέχφελντ, σταματώντας τις επιδρομές των Μαγυάρων στην Ευρώπη και εξασφαλίζοντας τα ανατολικά του σύνορα.
Το 962 έλαβε από τον πάπα το αυτοκρατορικό στέμμα, αναβιώνοντας τις διεκδικήσεις του Καρλομάγνου και δημιουργώντας το μόρφωμα το οποίο οι ιστορικοί αργότερα ονόμασαν “Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους”. Η αυτοκρατορία αυτή, η οποία τυπικά διατηρήθηκε ως το 1806, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του βίου της διασπασμένη και σπαρασσόμενη. Όταν όμως συνενωνόταν υπό το σκήπτρο ενός ισχυρού αυτοκράτορα, όπως ήταν ο Όθων και αργότερα ο Φρειδερίκος Α’ Βαρβαρόσσα ή ο Φρειδερίκος Β’ Χοχενστάουφεν, ήταν μακράν η κραταιότερη δύναμη της Ευρώπης και διεκδικούσε τον τίτλο παγκόσμιας χριστιανικής δύναμης.
Το πρώτο μισό του 10ου αιώνα το Βυζάντιο κρατούσε καλές σχέσεις με το φραγκικό βασίλειο της Προβηγκίας και της Ιταλίας, προχωρώντας μάλιστα και σε βασιλικά συνοικέσια. Η ανακήρυξη του Όθωνα όμως σε αυτοκράτορα και οι κατακτητικές του προθέσεις έναντι της Κάτω Ιταλίας δημιούργησαν κρίση στις σχέσεις με το Βυζάντιο. Η πρεσβεία των Γερμανών υπό τον Λιουτπράνδο, επίσκοπο Κρεμόνας, έμεινε στην ιστορία από την εξιστόρηση του ίδιου του πρεσβευτή, στην οποία αποτυπώνεται η αμοιβαία περιφρόνηση και η αδιάλλακτη στάση του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά.
Ο Ιωάννης Τσιμισκής αντίθετα πέτυχε την εξομάλυνση των σχέσεων, η οποία επισφραγίστηκε με τον γάμο της ανεψιάς του, Θεοφανούς, με τον υιό του Γερμανού ηγεμόνα, Όθωνα Β’. Ο Όθων Β’ ήταν ταγμένος στην ρωμαϊκή ιδέα και αυτό συνεπαγόταν βέβαια τη διεκδίκηση των ιταλικών εδαφών. Στα τέλη της βασιλείας του (980/81) εκστράτευσε στο νότο κατά των Αράβων, καθ’ οδόν όμως προσπάθησε να καταλάβει και τις βυζαντινές κτήσεις στην Απουλία. Η ήττα του από τους Άραβες το 982 έθεσαν τέλος στα σχέδιά του. Ο υιός του Όθων Γ’, του οποίου την επιτροπεία ως ανηλίκου είχε η Θεοφανώ, επανέφερε τις καλές σχέσεις με το Βυζάντιο μέχρι τον θάνατό του το 1002. Το ευνοϊκό περιβάλλον οδήγησε στην άνθηση της βυζαντινής ισχύος στην Ιταλία, όπως και της επιρροής της πάνω στην παποσύνη.
Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ αναδιοργάνωσε την στρατιωτική και διοικητική μηχανή της Ιταλίας υπό έναν κατεπάνω, γενικό διοικητή της περιφέρειας. Οι επιθέσεις των Αράβων της Σικελίας (1003), οι διαδοχικές στάσεις του Λογγοβάρδου ηγεμόνα Μέλου (1009, 1017-20) και η εισβολή του Γερμανού αυτοκράτορα Ερρίκου Β’ στην Απουλία (1022) κατεστάλησαν όλες από τα βυζαντινά όπλα. Ο Βασίλειος Β’ πέθανε το 1025, ενώ ετοίμαζε να εκστρατεύσει στην Σικελία. Υπό τις διαταγές του Μιχαήλ Δ’ του Παφλαγόνα, ο στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης εκστράτευσε στη μεγαλόνησο και μπόρεσε να ανακτήσει τις Συρακούσες και το ανατολικό της τμήμα (1038-1040), η ανάκλησή του όμως λόγω καχυποψίας για τις πολιτικές του φιλοδοξίες οδήγησε στην γρήγορη κατάρρευση των εφήμερων βυζαντινών επιτυχιών. Η νότια Ιταλία, εν τω μεταξύ, πλημμύριζε από τα φιλάργυρα και πολεμικά αποσπάσματα των Νορμανδών μισθοφόρων.
Το Βυζάντιο και η “ενοποίηση του Ευρασιατικού χώρου”
Η εδαφική επέκταση του Βυζαντίου την εποχή των Μακεδόνων αυτοκρατόρων συνοδεύτηκε από μία αξιοθαύμαστη ανάπτυξη στις τέχνες, τα γράμματα και την οικονομία. Η καθολική αυτή πρόοδος καθιστά τη Μακεδονική δυναστεία ως τον «χρυσό αιώνα» ολόκληρης της βυζαντινής εποχής. Στα μέσα του 11ου αιώνα τα αυτοκρατορικά σύνορα βρίσκονταν από την Καλαβρία ως το Δούναβη και από την Χερσώνα ως την Αρμενία, την Μεσοποταμία και την Συρία.
Οι βυζαντινοί δρόμωνες βασίλευαν στις θάλασσες και η εμπορική κίνηση ανθούσε απρόσκοπτα. Χάρη στον επιτυχημένο εκχριστιανισμό των γειτόνων και την ισχύ και αίγλη που εξέπεμπε ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης, η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία είχε φθάσει στο μέγιστο της έκτασής της, περιλαμβάνοντας τα λογγοβαρδικά πριγκηπάτα της Ιταλίας, την Βενετία, τις σερβικές ηγεμονίες, την Ουγγαρία (ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος και ο Μιχαήλ Ζ’ Δούκας απέστειλαν τιμητικά στέμματα στους Ούγγρους βασιλείς, στα οποία απεικονιζόταν ευκρινώς η υπεροχή του Βυζαντίου στο διεθνές σύστημα της εποχής), την Ρωσία του Κιέβου και τους χριστιανικούς λαούς του Καυκάσου.
Ο βυζαντινολόγος Νίκος Οικονομίδης εξιστόρησε την περίοδο του 10ου και 11ου αιώνα, κατά την οποία το Βυζάντιο επεκτάθηκε προς πάσα κατεύθυνση, μιλώντας για την «ενοποίηση του Ευρασιατικού χώρου».[1] Ο όρος είναι εύστοχος ως προς την τοποθέτηση της ανανεωμένης βυζαντινής ηγεμονίας στο γεωγραφικό της πλαίσιο. Η θέση του Βυζαντίου ήταν δεδομένη στο δίπολο Αίμου-Μικράς Ασίας, όπως και στο θαλάσσιο σύστημα Αιγαίου-Στενών-Ευξείνου Πόντου.
Η επάνοδος όμως των αυτοκρατορικών συνόρων στον Δούναβη, τον Ευφράτη, την Υπερκαυκασία και την Ιταλία για πρώτη φορά μετά τις απώλειες του 7ου αιώνα αποκαθιστούσε την κεντρική του θέση στο ευρασιατικό όλον στην πληρότητά της. Ο Ευφράτης και ο Δούναβης ήταν πολύ σημαντικές οδικές αρτηρίες για το εμπόριο και γενικά τις συγκοινωνίες. Ο πρώτος κατέληγε στον Περσικό κόλπο και από εκεί στην Αραβική θάλασσα, την Περσία και την Ινδία. Ο δεύτερος επέτρεπε την επικοινωνία του Ευξείνου Πόντου με την κεντρική Ευρώπη.
Το βυζαντινό ναυτικό κατείχε ως εσωτερικές θάλασσες τον Εύξεινο, το Αιγαίο και την Αδριατική (με τη βοήθεια της Βενετίας), ενώ η κατοχή της Κρήτης και της Κύπρου εξασφάλιζε μία δεσπόζουσα θέση στην ανατολική Μεσόγειο. Η επιστροφή των αυτοκρατορικών στόλων στην Ιταλία επέτρεπαν την προβολή ισχύος αλλά και τις ναυτικές συγκοινωνίες προς την δυτική Μεσόγειο, και δια της Ρώμης –εν τέλει– στην δυτική Ευρώπη. Οι βυζαντινές προβολές στην Μεσοποταμία, την Υπερκαυκασία και την ουκρανική στέπα συνέδεαν την αυτοκρατορία και όλη την Ευρώπη με το πολύτιμο εμπόριο της Ασίας, το οποίο κατέληγε στην Κίνα (δρόμος του μεταξιού, των μπαχαρικών).
Αν σε αυτά προστεθεί και η ρωσονορμανδική «οδός των Βαράγγων προς τους Έλληνες», η οποία έφερνε τους ταξιδευτές της Σκανδιναβίας και της Βαλτικής στην Κωνσταντινούπολης μέσω Δούναβη, Δνείπερου και Δον, τότε ολοκληρώνεται το σχήμα που θέτει το Βυζάντιο στην θέση του ρυθμιστή, του κέντρου ή του θεμελιώδους κόμβου της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομίας, καταλύτη μίας οιονεί ευρασιατικής και μεσογειακής ολοκλήρωσης.
[1] Οικονομίδης, Ν., “Η ενοποίηση του Ευρασιατικού χώρου 945-1071”, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, επετειακή έκδοση 2021, τ. 19, σελ. 102 κ.εξ.∙ Χονδρίδου, Σ., “Οι απαρχές της ενοποίησης του ευρασιατικού χώρου”, Ιστορία των Ελλήνων, ΔΟΜΗ, Αθήνα 2005, τ. 7, σελ. 308 κ.εξ.





