Οι αθεράπευτες πληγές της αγροτικής οικονομίας – Κερασάκι στην τούρτα ο ΟΠΕΚΕΠΕ
20/12/2025
Οι ρίζες της πρόσφατης πάνδημης εξέγερσης των αγροτών είναι πολύ βαθιές, εναρμονισμένες απόλυτα με τα δίκαια αιτήματά τους, που συνδέονται με το κόστος παραγωγής, το τεράστιο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και την μη έγκαιρη αντιμετώπιση των καταστρεπτικών ασθενειών στην κτηνοτροφία, που έχουν στην κυριολεξία δυναμιτίσει τα πάντα.
Ενώ, διαρκώς όλα τα προηγούμενα χρόνια, σχεδόν καθ’ όλη την μεταπολιτευτική περίοδο, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, είχαμε την συνεχή και διαρκή υποχώρηση του πρωτογενούς τομέα και την μείωση της συμμετοχής αυτού στο ΑΕΠ, που τα τελευταία χρόνια αγγίζει μόλις το 3,10%, η αμιγής αγροτική παραγωγή και το 7,50% – εάν συνυπολογιστούν και οι μεταποιητικές μονάδες του αγροδιατροφικού τομέα – δεν υπήρξε ποτέ από το πολιτικό σύστημα και γενικότερα από την παρασιτική οικονομική ολιγαρχία της χώρας, που διαπλέκεται και ελέγχει απόλυτα αυτό, η σοβαρή ενασχόληση για την δημιουργία ενός ανταγωνιστικού πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα.
Τόσο, πριν την είσοδο στην ΕΟΚ, όπου με τις μεταπολεμικές ελλειμματικές πολιτικές του εξαρτημένου ελληνικού κατεστημένου είχαμε την άνιση κατανομή με υπερτροφικό κατά 70% τον φυτικό τομέα και μόλις 30% τον ζωικό τομέα (κρέατα, ψάρια κλπ.) με συνέπεια το αγροτικό έλλειμμα. Με την είσοδο της χώρας την ΕΟΚ και εν συνεχεία ΕΕ, αυτή η ανισομερής ανάπτυξη της ελληνικής αγροτικής οικονομίας παγιώθηκε από την Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική (ΚΑΠ), μέσω της οποίας οι βόρειες χώρες ενισχύονταν υπέρμετρα για την παραγωγή κρέατος και γάλακτος, εν σχέσει με τις χώρες του Νότου, που παρέμειναν και παραμένουν ελλειμματικές στα προϊόντα αυτά, τα οποία όμως έχουν μεγάλο οικονομικό βάρος.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, καθώς οι κυβερνήσεις της ύστερης Μεταπολίτευσης αρχικά και αυτές της μνημονιακής και μεταμνημονιακής κηδεμονίας παρέμειναν ουσιαστικά στην ίδια τροχιά, μη προσπαθώντας να αξιοποιηθούν οι εισφορές της ΕΕ προς τον αγροτικό τομέα, με στόχο τη μετατροπή της χώρας σε πρότυπη αγροτική οικονομία με παραγωγή ποιοτικών αγροτικών προϊόντων φυτικής παραγωγής και ασφαλών και ποιοτικών προϊόντων στην κτηνοτροφία, εκμεταλλευόμενες και τα απανωτά διατροφικά “Τσερνομπίλ”, που βίωσε η Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες, όπως ασθένεια τρελών αγελάδων κλπ.
Η χαμένη ευκαιρία για την αγροτική παραγωγή
Η μεγάλη, όμως, αβελτηρία που ενέχει χαρακτήρα ιστορικών διαστάσεων επιδείχθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ και ειδικότερα στην λεγόμενη μεταπανδημική περίοδο, για δύο λόγους. Από τη μία πλευρά, η μη πρόβλεψη των μεγάλων αυξήσεων σε όλη την ενεργειακή κλίμακα (ρεύμα, πετρέλαιο κλπ.) που εκτόξευσαν το κόστος της γεωργικής παραγωγής, όχι μόνο στην Ελλάδα, που αντιμετωπίζει και διαχρονικά άλυτα προβλήματα, όπως αυτά πιο κάτω αναφέρονται, αλλά και σε όλη την ΕΕ.
Η ηγεσία της τελευταίας εμφανίζοντας και στον τομέα αυτό τη συμπεριφορά της στρουθοκαμήλου, ενώ επιβάλει υψηλά στάνταρς και προδιαγραφές για τα παραγόμενα αγροτικά προϊόντα εντός της ΕΕ, ανεβάζοντας περαιτέρω το κόστος παραγωγής τους, παράλληλα συνάπτει σχέσεις με τρίτες χώρες για εισαγωγή φτηνών αγροτικών προϊόντων, που παράγονται χωρίς τις προδιαγραφές αυτές από χώρες έξω από αυτή, όπως τη Λατινική Αμερική με την πρόσφατη συμφωνία Mercosur.
Από την άλλη, λόγω του Covid-19 δημιουργήθηκε “παράθυρο” υπέρβασης των “σιδερένιων” νεοφιλελεύθερων ευρωπαϊκών δημοσιονομικών ορίων, που σε συνδυασμό με το δημιουργηθέν, εξαιτίας της πανδημίας, Ταμείο Ανάκαμψης έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση της ΝΔ να διαχειριστεί στην πενταετία, που πέρασε το ιλιγγιώδες ποσό των 100 δισ. ευρώ (60 δισ. δανεισμός και 40 ταμείο ανάκαμψης).
Και όμως τίποτα προς τη θετική πλευρά δεν έγινε, ως προς την αναγκαία αλλαγή του ελληνικού παρασιτικού μοντέλου, το οποίο αντί να μειωθεί διογκώθηκε και απειλεί να ρίξει τη χώρα ξανά στα βράχια της χρεοκοπίας, μετά το 2032 που λήγει η συμφωνία αντιμετώπισης του τεράστιου δημοσίου χρέους. Είναι προφανές, ότι μία κυβέρνηση με στοιχειώδη εθνική συνείδηση το πρώτο πράγμα που θα έκανε θα ήταν να ενισχύσει βάσει εθνικού προγράμματος τον πρωτογενή τομέα, έτσι ώστε να αντιμετωπίσει τον υφέρποντα κίνδυνο επισιτιστικής κρίσης και ασφάλειας του ελληνικού λαού, που εάν δεν αλλάξουν δραματικά οι συνθήκες στον αγροτικό τομέα, αυτή βρίσκεται προ των πυλών.
Οι ευθύνες της ΝΔ
Οι ευθύνες συνεπώς της κυβέρνησης της ΝΔ είναι τρομακτικές, τόσο για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας, όσο και ειδικώς για τον αγροτικό κόσμο, τον οποίο αφού “εξαπάτησε” πολιτικά, τον εγκατέλειψε στο “έλεος του Θεού”, όπως φαίνεται πολύ ξεκάθαρα από τον δικαιολογημένο θυμό και την οργή των αγροτών στα μπλόκα.
Είναι οδυνηρή η διαπίστωση, ότι παρά τις πραγματικά αντικειμενικές δυνατότητες αλλαγής της εικόνας στον πρωτογενή τομέα, που είναι ιδιαίτερης σημασίας για τη στοιχειώδη ανταγωνιστικότητα της χώρας, ότι οι διαχρονικές μεταπολεμικές πληγές της ελληνικής γεωργίας, όχι μόνο δεν έχουν επουλωθεί κατά τη μεταπολίτευση και ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο μετά την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, όπου υπήρξε σημαντικό παράθυρο χρηματοδότησης για ένα εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, αλλά διογκώνονται συνεχώς, δημιουργώντας ένα άκρως σκοτεινό μέλλον για την ελληνική αγροτιά.
Οι πληγές της ελληνικής γεωργίας
Ειδικότερα, οι πληγές της ελληνικής γεωργίας, που αποτελούν χρόνια διαρθρωτικά άλυτα προβλήματα και συνιστούν το αγροτικό πρόβλημα της Ελλάδος, το οποίο συνδέεται ιστορικά με την μορφή, τον τύπο και την πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένουν “αθεράπευτες” και μπορούν να ταξινομηθούν ως εξής: Πρώτον – η μόνιμη εξάρτηση και ο αντίστοιχος προσανατολισμός της γεωργικής παραγωγής, λόγω της εξαρτησιακής δομής και σχέσης του ελληνικού περιφερειακού καπιταλισμού.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το λεγόμενο Αγροτικό Παράδοξο. Αυτό οφείλεται στην μόνιμη υπερτροφική ανάπτυξη της φυτικής παραγωγής, που αντιπροσωπεύει το 65% της παραγωγής, η οποία είναι πλεονασματική στην εσωτερική αγορά σε σχέση με τους άλλους κλάδους της γεωργίας, ζωικός, δασικός, αλιευτικός, που αντιπροσωπεύουν το 30%, 1,5% και 2,5% αντίστοιχα της παραγωγής, που είναι ελλειμματικοί με συνέπεια τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από άλλες χώρες της ΕΕ.
Τα τελευταία μάλιστα χρόνια αντί αυτή η κατάσταση να βελτιωθεί στοιχειωδώς έχει χειροτερεύσει, αφού πλέον η χώρα εισάγει σε τεράστιες ποσότητες και προϊόντα φυτικής παραγωγής, που για πολλά χρόνια ήταν πλεονασματική, αυξάνοντας το ετήσιο αγροτικό έλλειμμα στο ποσό των επτά δισ. ευρώ.
Δεύτερον: Η χρόνια καθυστέρηση της γεωργίας, που θεωρείται από την παρασιτική ολιγαρχία και το πελατειακό ελληνικό κράτος ως υπολειμματικός κλάδος της οικονομίας. Έτσι παρά την πρωτογενή συσσώρευση πλούτου στη γεωργία με την πολιτική των διαφόρων μεταπολεμικών κυβερνήσεων, αυτός διοχετευόταν στον δευτερογενή και κυρίως στον τριτογενή τομέα και στην κατανάλωση και όχι στον εκσυγχρονισμό και την παραγωγική αναδιάρθρωση της γεωργίας, με αποτέλεσμα αυτή να αναπτύσσεται στο περιθώριο της ελληνικής εξαρτημένης οικονομίας.
Συνέπεια αυτού ήταν η χαμηλή παραγωγικότητα της γεωργίας ως πρωτογενής τομέας, που δεν επέτρεψε την εξασφάλιση πλήρους απασχόλησης σ’ όλους τους απασχολούμενους σ’ αυτόν. Το αποτέλεσμα ήταν η μαζική έξοδος και η μετανάστευση των αγροτών προς τον παρασιτισμό των υπηρεσιών των ντόπιων αστικών κέντρων ή προς την βιομηχανία των μητροπόλεων, μιας και η εγχώρια βιομηχανία αδυνατεί να δημιουργήσει απασχόληση που να μπορεί να τους απορροφήσει, χωρίς όμως και πάλι να υπάρξει σοβαρή ανάπτυξη και βελτίωση των αποδοχών αυτών που παρέμειναν στην γεωργία.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το φαινόμενο της γήρανσης του αγροτικού πληθυσμού σήμερα στην Ελλάδα αφού το 34,2 των αγροτών είναι πάνω από 55 χρόνων. Χωρίς καμμιά αμφιβολία ένα από τα σημαντικότερα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής γεωργίας σήμερα είναι η προβληματική ένταξη νέων και δυναμικών ηλικιών στον παραγωγικό ιστό της αγροτικής μας οικονομίας, που πλήττεται από γήρανση, σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατικής Υπηρεσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η προσπάθεια νέων αγροτών να δημιουργήσουν ανταγωνιστικές εκμεταλλεύσεις με χρήση νέων τεχνολογιών και νέων δράσεων, αποτελούν την ισχνή μειοψηφία και βυθίζονται και αυτές μέσα στη θάλασσα των προβλημάτων συνολικά του αγροτικού τομέα.
Κερασάκι στην τούρτα ο ΟΠΕΚΕΠΕ
Τρίτον: Απουσία πολιτικής γης με στόχο την δημιουργία βιώσιμων γεωργικών κλήρων στους πραγματικούς παραγωγούς αγρότες.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω είναι το 80% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων της χώρας να αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης και είναι προβληματικές επιχειρήσεις, ενισχύοντας και την τάση ανισότητας στο εσωτερικό της ελληνικής αγροτικής τάξης. Το 60% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στη χώρα μας καλλιεργεί λιγότερα από 30 στρέμματα η κάθε μια, που αντιστοιχούν στο 25% περίπου της καλλιεργούμενης έκτασης στην Ελλάδα. Αντίθετα το 5% των αγροτικών εκμεταλλεύσεων καλλιεργούν το 25% του συνόλου της καλλιεργούμενης γης.
Αυτή η εσωτερική ανισοκατανομή στο κοινωνικό στρώμα των αγροτών δημιουργεί οικονομικές ανισότητες, αφού το 80% των εργαζομένων αγροτών πραγματοποιούν καθαρό κατά κεφαλήν εισόδημα ίσο προς το ¼ του κατά κεφαλήν καθαρού εισοδήματος που πραγματοποιεί το προνομιούχο 20% των αγροτών. Είναι εξόχως χαρακτηριστικό, ότι ακόμη και σήμερα δεν υπάρχει εκκαθαρισμένο μητρώο αγροτών, έτσι ώστε να μην μπορούν να παρεισφρήσουν ανάλογα με τις συνθήκες και τις περιόδους, εξωτικά στοιχεία, με στόχο την κατασπατάληση των αγροτικών πόρων.
Τέταρτον: Η απουσία ενός αξιόπιστου κρατικού μηχανισμού με κοινωνικό έλεγχο, που αφενός θα κατένειμε αντικειμενικά, δίκαια και παραγωγικά τις επιδοτήσεις από την ΕΕ και αφετέρου θα χρηματοδοτούσε με δίκαιο τρόπο παραγωγικές μονάδες ποιοτικών προϊόντων με στόχο κυρίως την προσέγγιση νέων στη σύγχρονη αγροτική παραγωγή.
Η αλήθεια είναι, ότι από τα χρήματα αυτά, που αποτελούσαν μορφές χρηματοδότησης για τις διαρθρωτικές αλλαγές στην καλλιέργεια, ένα μέρος χρησιμοποιήθηκε ορθώς για τη στήριξη του εισοδήματος των αγροτών, ένα μέρος για την έξοδο από τον αγροτικό τομέα αγροτών (έχουμε μείωση των αγροτών από 31% το 1981 σε 22% σήμερα). Χωρίς όμως αμφιβολία το μεγαλύτερο μέρος των επιδοτήσεων αυτών, που σημειωτέον δεν έχουν απορροφηθεί από τη χώρα μας ακόμα στο σύνολό τους, καταληστεύθηκε από τους ενδιάμεσους μεταπράτες και ραντιέρηδες της αγροτικής οικονομίας, χωρίς να γίνει καμία ουσιαστική παραγωγική και ανταγωνιστική αναδιάρθρωση.
Το τεράστιο πρόσφατο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, μέσω του οποίου καταδείχθηκε ότι η κυβέρνηση της ΝΔ από το 2021 άνοιξε τις πόρτες σε όλους τους καραδοκούντες, που μετατράπηκαν σε εγκληματικές οργανώσεις με στόχο την πελατειακή διόγκωση και τη στήριξή της και με αποτέλεσμα την καταστροφική αποδιοργάνωση αυτού του οργανισμού που έχει επιφέρει ήδη δραματικές συνέπειες στη ζωή και στο μέλλον των Ελλήνων αγροτών.
Χρεοκοπία των αγροτικών συνεταιρισμών
Πέμπτον: Η συστηματική υπονόμευση και δυσφήμιση των γεωργικών συνεταιρισμών και του συνεταιριστικού κινήματος στην χώρα μας, λόγω των ισχυρών διαπλεκόμενων παρασιτικών συμφερόντων στην εμπορία και μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ποτέ μέχρι σήμερα δεν υπήρξε η επιλογή ενός κεντρικού μοντέλου ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας με κρατική αρωγή και εποπτεία, που στην περίπτωση της χώρας μας θα ήταν αυτό της λειτουργίας σύγχρονων συνεταιρισμών ή εναλλακτικών ομάδων παραγωγών, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του μικρού κλήρου και του μεγάλου κόστους του μηχανολογικού εξοπλισμού, που σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογίες θα μπορούσαν να απογειώσουν την ποιότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων.
Έκτο: Η καθολική σχεδόν έλλειψη αγροτικής εκπαίδευσης, καθώς και η απουσία αγροτικής έρευνας. Χωρίς καμία αμφιβολία το χαμηλό επίπεδο των τεχνικών γνώσεων και της γενικής μόρφωσης των γεωργών αποτελεί μια από τις μεγάλες αδυναμίες της ελληνικής γεωργίας. Εκτός των άλλων η κατάσταση αυτή κατέστησε τον Έλληνα αγρότη διαχρονικά υποχείριο ψευδών πελατειακών πολιτικών.
Οι παραπάνω δεν είναι οι μοναδικές χρόνιες “πληγές” της ελληνικής γεωργίας, αφού ο πλήρης αφελληνισμός των σπόρων παραγωγής (γενετικό υλικό), οι απαράδεκτες και ληστρικές συνθήκες, που επικρατούν στις αγροτικές επενδύσεις και το τεράστιο κόστος παραγωγής, η παντελής δημιουργική απουσία του υπουργείου Γεωργίας και το ασφαλιστικό γεωργικό ζήτημα, για παράδειγμα, είναι εξίσου σημαντικά προβλήματα, που έχουν συσσωρευθεί σήμερα με εκρηκτικό τρόπο. Όλα αυτά σε συνδυασμό με το δυσμενώς εξελισσόμενο διεθνές περιβάλλον συνιστούν σήμερα την δαμόκλεια σπάθη για την ελληνική γεωργία και τους Έλληνες αγρότες που αγωνιούν για την επιβίωσή τους στα μπλόκα.





