Ο αντί-βαρουφακισμός ως έκφραση συμπλεγματικού αριστερισμού
21/06/2019Ξεκαθαρίζω το εξής: το παρόν άρθρο δεν αφορά εκείνους που ασκούν πολιτική κριτική στο Γιάνη Βαρουφάκη και στο ΜΕΡΑ25. Ανήκω άλλωστε σε αυτούς ακριβώς, όχι τώρα αλλά από το Φεβρουάριο ακόμα του 2015, με αρθρογραφία σχετική με τον τρόπο που χειριζόταν η πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τη διαπραγμάτευση με την Τρόικα. Μπορεί πράγματι να ασκήσει κανείς κριτική στην τακτική καθυστερήσεων απέναντι στην Τρόικα, η οποία έφθειρε τη χώρα και τον λαό, χωρίς ταυτοχρόνως να προετοιμάζεται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο Β.
Πολλές απόψεις του Γιάνη Βαρουφάκη υπήρξαν αποσπασματικές, ενώ σε δεδομένες φάσεις δεν επέδειξε το απαιτούμενο πολιτικό αισθητήριο απέναντι ούτε στους Ευρωπαίους, ούτε βέβαια στον Τσίπρα και στη στενή ομάδα του. Κάποιες από τις θέσεις του ΜΕΡΑ25, εν μέρει έχουν ακόμα στοιχεία ενός ευρωπαϊσμού που παραγνωρίζει δομικά στοιχεία της ΕΕ και της Ευρωζώνης, παρότι η θέση του για το ευρώ είναι ενδιαφέρουσα. Κάποιες άλλες παραγνωρίζουν το ζήτημα του ιμπεριαλισμού, ενώ το πρόγραμμα του ΜΕΡΑ25 έχει επίσης έναν έντονα προσωπικό χαρακτήρα, όπως και αρκετές ελλείψεις.
Ωστόσο, η πολιτική κριτική που μπορεί να ασκηθεί τόσο στον ίδιο τον Βαρουφάκη, όσο και στο κόμμα του για τις θέσεις τους, το μοντέλο οργάνωσης ή ακόμα και για την αισθητική και τα πρόσωπα του φορέα είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτήν την ολομέτωπη επίθεση που έχει εξαπολυθεί εναντίον του, από την επομένη των ευρωεκλογών. Πρόκειται για επιθέσεις άλλοτε συμπλεγματικές και άλλοτε αριστερίστικες, όταν βεβαίως δεν προέρχονται από φιλικά προς το ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ Μέσα. Δεδομένου ότι τα δύο αυτά κόμματα έχουν κάθε λόγο να βρεθεί το ΜΕΡΑ25 εκτός Βουλής. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο ίδιος ο Βαρουφάκης περιγράφεται ως πράκτορας του ιμπεριαλισμού, ως μνημονικός και ως μια από τις αιτίες των κατοπινών δεινών από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Πρόκειται για μια από τις συνήθεις εκρήξεις ανθρωποφαγίας, που δυστυχώς μεγεθύνονται μέσα από τον παραλογισμό των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπου τα πάντα αναλύονται σε 10 γραμμές και χωρίς την παραμικρή ανάγκη απόδειξης. Θυμίζουν τις επιθέσεις που είχε δεχθεί η ΛΑΕ τον Σεπτέμβριο του 2015 και οι οποίες –μαζί με τις τρομακτικές αδυναμίες του εγχειρήματος– πέτυχαν να βρεθεί το αντιμνημόνιο από κυρίαρχο πολιτικά, στο περιθώριο, κατά την τελευταία τετραετία.
Ο αντι-βαρουφακισμός και η ιδιοκτησιακή αντίληψη
Πρώτον, είναι να απορεί κανείς γιατί το κόμμα του Βαρουφάκη και ο ίδιος δέχονται τόσες επιθέσεις για το 2015 (από τη Δεξιά σήμερα) αν τελικά είναι πεμπτοφαλαγγίτης του κατεστημένου. Δεύτερον, όταν τέτοιου είδους επιθέσεις προέρχονται από παλιούς συντρόφους και συναδέλφους υπουργούς του Βαρουφάκη, οι οποίοι κατά το επίμαχο διάστημα της υπουργίας του σιωπούσαν, προδίδεται ο συμπλεγματισμός του τύπου να «ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα». Υποδεικνύουν δε και μια μικρόνοα, ιδιοκτησιακή αντίληψη: «αν το αντιμνημόνιο δεν είναι αυτό που εμείς θέλουμε και δεν εκφράζεται από το δικό μας φορέα, καλύτερα να μην υπάρχει».
Πρόκειται γι’ αυτόν τον ίδιο παραγοντισμό και την κοντόθωρη νοοτροπία, που έχει καταδικάσει σειρά πολιτικών φορέων στην αφάνεια και στον μαρασμό. Επιπλέον, όμως, καταδεικνύει και τον καταστροφικό αριστερισμό μιας σειράς προσώπων και ομάδων. Ο Βαρουφάκης δεν υποστήριξε ποτέ ότι είναι κάποιος κομμουνιστής επαναστατημένος. Πολιτεύθηκε ως ένας αριστερός σοσιαλδημοκράτης και παραμένει τέτοιος.
Μπορεί σε κάποιους να μην αρέσει, αλλά το αντιμνημόνιο, ως το πιο γνήσιο λαϊκό κίνημα της Μεταπολίτευσης συμπεριλάμβανε και τέτοιους. Και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από επίδοξους επαναστάτες, όπως και ανθρώπους και δυνάμεις πολλών άλλων προελεύσεων. Η ιστορική συγκυρία και οι υποκειμενικές δυνατότητες καθόρισαν ποιος είχε σε κάθε φάση την ηγεμονία.
Δεν ευθύνεται ο Βαρουφάκης
Δεν ευθύνεται ο Βαρουφάκης –ο οποίος άλλωστε το 2015 υποστήριξε τη ΛΑΕ– για το ότι η τελευταία πέτυχε να εκμηδενιστεί, ούτε για το ότι η Ζωή Κωνσταντοπούλου κατέγραψε ένα κακό εκλογικό ποσοστό στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Απλώς, σε αυτή τη φάση της γενικευμένης ήττας και υποχώρησης, ένας λόγος σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης, αλλά με σαφείς αιχμές, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη επικοινωνιακή ικανότητα, προβάλλει ως πιο πειστικός στους πολίτες.
Υπάρχει, βεβαίως, μια άλλη εστία κριτικής, η οποία διατείνεται πως ο Βαρουφάκης θα εξελιχθεί τελικά σε ανάχωμα της λαϊκής δυσαρέσκειας. Η άποψη αυτή παρότι σοβαρή, είναι λανθασμένη:
Πρώτον, βασίζεται σε μια σειρά εικασιών, οι οποίες μέχρι σήμερα δεν έχουν επιβεβαιωθεί. Ο Βαρουφάκης διαχώρισε τη θέση του στη μνημονική στροφή του Τσίπρα και υπήρξε ένας από τους λίγους που ήταν αποφασισμένοι να συνεχίσουν τη σύγκρουση με την ΕΕ, προκειμένου να υπερασπιστούν το ΟΧΙ του ελληνικού λαού. Δεν είναι σαφές γιατί επί της αρχής είναι λιγότερο αξιόπιστος από οποιονδήποτε άλλον διεκδικεί να του αναγνωριστεί ότι κατά τις κρίσιμες εκείνες στιγμές παρέμεινε συνεπής προς τη λαϊκή ετυμηγορία. Το ρόλο του αναχώματος θα μπορούσε πολύ καλά να τον έχει διαδραματίσει και τότε.
Δεύτερον, ακόμα και αν ήθελε τελικά να αποδειχθεί δόλιος και ανάχωμα, αυτό αναιρεί τη χρησιμότητα και τη σημασία που μπορεί να έχει η είσοδος του κόμματός του στη Βουλή σήμερα; Ή για να το θέσουμε αλλιώς, θα ήταν προτιμότερο το ΠΑΣΟΚ να μην είχε τιμωρηθεί ποτέ για τα δύο πρώτα μνημόνια και ο προ της κρίσης δικομματισμός να συνέχιζε την πορεία του αδιατάρακτος, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκε όντως ανάχωμα της λαϊκής ριζοσπαστικότητας της περιόδου 2010-2012; Η αντίληψη αυτή είναι βαθιά ηττοπαθής, μοιρολατρική και αντί-ιστορική.
Χειρότερη η Βουλή χωρίς Βαρουφάκη
Η ρηγμάτωση στον κατεστημένο συσχετισμό δυνάμεων, την οποία σε μια δεδομένη στιγμή μπορεί να επιφέρει ένας φορέας ή ένα κίνημα, συνιστά ζήτημα διαφορετικό από την τυχόν κατοπινή του εξέλιξη και τον ενδεχόμενο ρόλο του ως παράγοντα ‘παλινόρθωσης’, εφόσον εγκαταλείψει τις αρχικώς ριζοσπαστικές και προοδευτικές θέσεις του. Εναπόκειται στα πλέον προοδευτικά, λαϊκά στρώματα και στην ωριμότητα αυτών, να υπερασπιστούν τη ριζοσπαστικότητα των φορέων και των κινημάτων και να αντιμετωπίσουν τις συντηρητικές αναδιπλώσεις τους.
Η ωριμότητα αυτή όμως επιτυγχάνεται όχι μέσα από διαρκείς ήττες και απογοητεύσεις, προκειμένου ο λαός τελικά να αναγνωρίσει τη ‘σωτηρία’ στο πρόσωπο του γνήσιου επαναστάτη αλλά και μέσα από νίκες και ρηγματώσεις, που αποσυντονίζουν τον κατεστημένο συσχετισμό δύναμης. Με άλλα και με απλά λόγια, μήπως θεωρούμε πως μια Βουλή με το ΜΕΡΑ25 θα είναι χειρότερη από μια Βουλή χωρίς καμία αντιμνημονική φωνή ή κόμμα; Μια τέτοια Βουλή ήταν η απερχόμενη.
Η ύπαρξη ενός φορέα που θα θέτει ζητήματα αλλαγής εξωτερικής πολιτικής, έστω σε έναν περιορισμένο βαθμό, χρέους –δημοσίου και ιδιωτικού– άλλου μοντέλου ανάπτυξης, εν δυνάμει ρήξης με την Ευρωζώνη και που θα ασκεί πίεση εξ αριστερών τόσο στη ΝΔ, όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ, υπό ποια έννοια δεν συνιστά θετική εξέλιξη σε σύγκριση με την προηγούμενη Βουλή; Η απάντηση –παρ’ όλες τις τυχόν επιφυλάξεις– είναι πως πράγματι συνιστά θετική εξέλιξη η είσοδος του ΜΕΡΑ25 στη Βουλή.
Το ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα θα έπρεπε να μας χαροποιεί και όχι να μας στρέφει στη λογική της υπεράσπισης του ‘μαγαζιού’ μας. Εν κατακλείδι, ο χώρος του αντιμνημονίου έχει μια δυνατότητα να βρίσκεται και πάλι στη Βουλή. Όσοι, λοιπόν, δεν θεωρούν ασήμαντη την κοινοβουλευτική διαδικασία θα πρέπει να αναρωτηθούν ποιον τελικά εξυπηρετεί αυτός ο φανατικός αντι-βαρουφακισμός.