Γιατί ο Τραμπ “αγκαλιάζει” τον Ερντογάν – Οι σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας στην μετά-Τραμπ εποχή
20/07/2020Μπορεί τελικώς η Τουρκία να αποκλείσθηκε από το πρόγραμμα των μαχητικών F-35, αλλά είναι γεγονός ότι ο πρόεδρος Τραμπ εξαντλεί όλα τα περιθώρια για να αποτρέψει αμερικανικά πλήγματα κατά της Τουρκίας του Ερντογάν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι σχέσεις Ουάσιγκτον-Άγκυρας να μετεωρίζονται τα τελευταία χρόνια μεταξύ μίας κεκαλυμμένης εχθρότητας και μίας τάσης επαναπροσέγγισης.
Η υπόθεση των S-400 έφερε τον κόμπο στο χτένι, με αποτέλεσμα να επικρατήσει στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα το δόγμα “ή S-400 ή F-35”. Δεν οδήγησε, ωστόσο τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις στη ρήξη. Καθοριστικό ρόλο γι’ αυτό έπαιξε αναμφισβήτητα ο πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος επανειλημμένως είχε φθάσει να δικαιολογήσει δημοσίως την αγορά του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος από την Τουρκία.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί ο Τραμπ τηρεί αυτή τη στάση έναντι της Τουρκίας; Ποιος είναι ο λόγος που τον κάνει να είναι τόσο θετικός έναντι του Ερντογάν, όταν αυτός για χρόνια εμφανιζόταν σχεδόν αλαζονικός έναντι των ΗΠΑ; Προφανώς, η απάντηση δεν είναι ότι ο Τραμπ είναι παρανοϊκός, ή ότι η στάση του υπαγορεύεται απλώς από προσωπική συμπάθεια προς τον Τούρκο πρόεδρο.
Κάποιοι αποδίδουν τη στάση του στα προσωπικά επιχειρηματικά του συμφέροντα στην Τουρκία, άλλοι στη θεωρία ότι το καθεστώς Ερντογάν τον “έχει στο χέρι” και τον εκβιάζει και κάποιοι τρίτοι στο ότι ο Τραμπ θαυμάζει ειλικρινώς αυταρχικούς κι αποφασιστικούς ηγέτες τύπου Ερντογάν. Μπορεί τα τρία παραπάνω σενάρια να έχουν μικρότερη ή μεγαλύτερη βάση αληθείας, αλλά δεν αρκούν από μόνα τους να εξηγήσουν τη στάση του Αμερικανού προέδρου.
Επιστροφή στο δυτικό “μαντρί”
Δεν αρκεί, επίσης, ως ερμηνεία το γεγονός ότι στην Ουάσιγκτον επιθυμούν διακαώς να επιστρέψει η Τουρκία εκεί που ήταν μεταπολεμικά. Ειδικά μετά το πραξικόπημα του 2016, οι Αμερικανοί ήταν διατεθειμένοι να έρθουν σε κάποιον συμβιβασμό με τον Ερντογάν, αλλά δεν βρήκαν ανταπόκριση. Όντας πεπεισμένος (όχι αδικαιολόγητα) πως οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τον ανατρέψουν δεν τους εμπιστεύεται. Και επειδή δεν τους εμπιστεύεται δεν επιστρέφει στο δυτικό “μαντρί”.
Η πεποίθηση του Τούρκου προέδρου πως οι Αμερικανοί τον έχουν προγράψει, τον εξώθησε να εναγκαλισθεί, ως γεωπολιτικό αντίβαρο, τον Πούτιν, παρά τα αντιτιθέμενα συμφέροντα Ρωσίας-Τουρκίας στη Συρία, στη Λιβύη και όχι μόνο. Η αμοιβαία πλέον κρίση εμπιστοσύνης βαθαίνει το ρήγμα που έχει δημιουργηθεί στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, αλλά δεν τις οδηγεί σε ρήξη, επειδή ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά θέλει να κόψει τις γέφυρες.
Προφανώς, ο Ερντογάν ποτέ δεν πρόκειται να πει ρητά ότι τα σπάει με τη Δύση. Μπορεί σε τακτικό επίπεδο και να συμπλέει με τις ΗΠΑ (π.χ. στη Λιβύη) και τους Ευρωπαίους, αλλά μέχρις εκεί. Αυτό ισχύει παρά το γεγονός ότι έχει ανάγκη τη Δύση για να αντιμετωπίσει την επιδεινούμενη οικονομική κρίση στην Τουρκία. Στην πραγματικότητα, ο Τούρκος πρόεδρος επιδιώκει να ισορροπήσει μεταξύ ΗΠΑ, Ευρώπης, Ρωσίας και εν μέρει Κίνας, προσπαθώντας παραλλήλως να αναγορευθεί σε ηγετική μορφή του Ισλάμ.
Στο πλαίσιο αυτό και για να αποτρέψει την αναβίωση σχέσεων εξάρτησης από τη Δύση, ο Ερντογάν φροντίζει με τη ρητορική του να καλλιεργεί στο εσωτερικό της χώρας του αντιδυτικά αισθήματα, με βασικό επιχείρημα ότι η Δύση επιδιώκει τον ακρωτηριασμό της Τουρκίας μέσω του Κουρδικού. Επεκτείνεται μάλιστα και στο ιδεολογικό επίπεδο, χρησιμοποιώντας ισλαμικά στερεότυπα για να αναβιώσει και παροξύνει τα αντιδυτικά αισθήματα στην τουρκική κοινή γνώμη. Πιο πρόσφατο δείγμα η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Και στον φόντο η Ρωσία
Ας ξαναγυρίσουμε, λοιπόν, στο αφετηριακό ερώτημα: γιατί ο Τραμπ –σε αντίθεση με το αμερικανικό βαθύ κράτος– είναι τόσο θετικός έναντι του Τούρκου ομολόγου του; Χωρίς να παραγνωρίζω τους προαναφερθέντες λόγους, η εκτίμησή μου είναι ότι αυτό συνδέεται με τον τρόπο που βλέπει τις αμερικανορωσικές σχέσεις. Με άλλα λόγια, η διελκυστίνδα στην Ουάσιγκτον για τις κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας και ευρύτερα για το πως πρέπει να αντιμετωπισθεί ο Ερντογάν, στην πραγματικότητα είναι ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα των αντιθέσεων που παράγονται από μία διαφορετική θεώρηση που έχει ο Αμερικανός πρόεδρος από το αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο για τη σχέση με τη Μόσχα.
Υπενθυμίζω ότι ο Τραμπ είχε πριν εκλεγεί πρόεδρος καταστήσει σαφή την πρόθεσή του να προσεγγίσει τον Πούτιν, με σκοπό να δημιουργήσει ένα είδος γεωπολιτικής περικύκλωσης της Κίνας. Να κάνει, δηλαδή, το αντίστροφο από ό,τι είχε κάνει το δίδυμο Νίξον-Κίσσινγκερ τη δεκαετία του 1970, όταν είχε προσεγγίσει την υπανάπτυκτη τότε Κίνα του Μάο για να περικυκλώσει την τότε Σοβιετική Ένωση. Όταν ο Τραμπ εξελέγη το προσπάθησε, αλλά προσέκρουσε στα γνωστά εμπόδια που τους έθεσε στο εσωτερικό το αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο.
Ο Τραμπ δεν θεώρησε την αγορά των S-400 “αιτία πολέμου”, κυρίως επειδή βλέπει διαφορετικά τη Ρωσία, ως δυνάμει συνοδοιπόρο των ΗΠΑ στην προσπάθεια περικύκλωσης και ανάσχεσης του κινεζικού “Δράκου”. Εάν τον άφηναν, λοιπόν, θα ήταν διατεθειμένος, όπως έδειξε και με τις κατά καιρούς δηλώσεις του, να αποδεχθεί την προμήθεια του ρωσικού πυραυλικού συστήματος, όπως επίσης και μία από κοινού με τη Μόσχα και την Άγκυρα διευθέτηση στο μέτωπο της Συρίας. Οι κινήσεις του, άλλωστε, σ’ αυτό το μέτωπο το έδειξαν καθαρά.
Άλλοι άνεμοι στο αμερικανικό κατεστημένο
Στην Ουάσιγκτον, όμως, εξαρχής φυσούσαν αντίθετοι άνεμοι και μάλιστα η έντασή τους ολοένα και μεγαλώνει. Το αντιρωσικό κλίμα στο κατεστημένο της εθνικής ασφάλειας είναι τόσο ισχυρό που επικαθορίζει και τη στάση έναντι της Τουρκίας. Το ζήτημα των S-400, λοιπόν, ήταν η κορυφή του παγόβουνου. Στην πραγματικότητα, το μεγάλο αμάρτημα του Ερντογάν είναι ο γεωπολιτικός εναγκαλισμός του με τον Πούτιν.
Ο Τραμπ ήταν εξαρχής “μαύρο πρόβατο” όχι μόνο για τους Δημοκρατικούς, αλλά σε μεγάλο βαθμό για ολόκληρο το αμερικανικό κατεστημένο. Ο αλλοπρόσαλλος χαρακτήρας του, η στενά επιχειρηματική νοοτροπία του στον χειρισμό κρατικών υποθέσεων, η περισσή άγνοιά του και οι προκλήσεις του προστέθηκαν στις “αιρετικές” αντιλήψεις του για τη διεθνή σκηνή, οι οποίες παρέμειναν μέχρι το τέλος ανεπεξέργαστες και χοντροκομμένες και ως εκ τούτου αντιπαραγωγικές.
Παρόλα αυτά, ο Τραμπ ήταν φαβορί για επανεκλογή μέχρι την εκδήλωση της πανδημίας. Ο τρόπος, όμως, που την χειρίσθηκε, σε συνδυασμό με τις αντιδράσεις του στην υπόθεση της δολοφονίας Φλόιντ τον έφθειραν σε βαθμό που να μετατραπεί σε φαβορί των προεδρικών εκλογών ο θεωρούμενος πολιτικά καμμένος υποψήφιος των Δημοκρατικών Μπάιντεν. Εάν, όπως όλα δείχνουν, ο Τραμπ χάσει τις εκλογές, η Ουάσιγκτον θα επαναπροσδιορίσει την πολιτική της έναντι της Τουρκίας, χωρίς προς το παρόν να είναι σαφές πόσο αυτή θα σκληρύνει.