Oι προγραμματικές δηλώσεις στη σκιά της ενισχυμένης εποπτείας
28/07/2019Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, άφησαν για αργότερα αυτά που αποτελούν τον πυρήνα του προεκλογικού της προγράμματος, δηλαδή την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και την επίτευξη ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης 4%. Η τακτική αυτή, δεν είναι άσχετη με τις συναντήσεις του οικονομικού επιτελείου με τους εκπροσώπους των θεσμών, με την ευκαιρία του συνεδρίου του Εκονομιστ. Η μείωση των πλεονασμάτων δεν θα διεκδικηθεί άμεσα, καθώς αυτό προϋποθέτει διασφάλιση των εσόδων και επιτάχυνση της ανάπτυξης.
O Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε ότι θα προωθήσει μεταρρυθμίσεις που θα του επιτρέψουν να διεκδικήσει μείωση των πλεονασμάτων το 2020. Επέλεξε να δώσει έμφαση στη μείωση των φόρων και προανήγγειλε ιδιωτικοποίηση δικτύων της ΔΕΗ. Οι ειδήσεις στην ομιλία του ήταν η μείωση του ΕΝΦΙΑ από φέτος τον Αύγουστο, η συμμετοχή επιχειρήσεων στη ρύθμιση των 120 δόσεων και το σχέδιο εκσυγχρονισμού της Διοίκησης.
Ωστόσο, οι αλλαγές στην φορολογία, που είναι το βασικό του επιχείρημα για την τόνωση της ανάπτυξης, θα κλιμακωθούν σε δύο φάσεις. Το γεγονός αυτό δεν ευνοεί τον διπλασιασμό του ρυθμού ανάπτυξης στο 4%, που έχει θέσει ως στόχο για την επιτυχή έκβαση της διαπραγμάτευσης για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Βέβαια δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά χωρίς να έρθει σε ρήξη με τους θεσμούς, αφού οι φορολογικές ελαφρύνσεις που σχεδιάζει η κυβέρνηση, η επίπτωσή τους στον προϋπολογισμό και η ύπαρξη ή μη δημοσιονομικού κενού, είναι καθοριστικοί παράγοντες για την επίτευξη του συμφωνημένου στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ.
Το Eurogroup, όταν συζήτησε την εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών δεσμεύσεων της Ελλάδας στη βάση της ενισχυμένης έκθεσης επιτήρησης της 27ης Φεβρουαρίου, «χαιρέτισε την έγκριση του προϋπολογισμού για το 2019, ο οποίος προβλέπεται να εξασφαλίσει τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% και την ολοκλήρωση των σημαντικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένων βασικών πωλήσεων». Oι σχετικές συζητήσεις επομένως παραπέμπονται για τον Σεπτέμβριο, όταν θα επιστρέψουν οι θεσμοί στην Αθήνα, ενώ η κυβέρνηση θα καταθέσει Προϋπολογισμό με τήρηση του 3,5%.
Η ενισχυμένη εποπτεία
Το μήνυμα αυτό έλαβε το επιτελείο της κυβέρνησης κατά τις επαφές των ημερών που προηγήθηκαν. Οι “θεσμοί” στις δημόσιες τοποθετήσεις τους, τόνισαν πως θα πρέπει πρώτα να αποδειχθεί ότι επιταχύνεται η ανάπτυξη, ότι εφαρμόζεται μια φιλοεπενδυτική πολιτική και πως εξαλείφονται οι καθυστερήσεις στις δεσμεύσεις που περιλαμβάνει η ενισχυμένη εποπτεία. Μετά θα ληφθούν αποφάσεις περί πρωτογενών πλεονασμάτων. Ο Κλάους Ρέγκλινγκ μάλιστα, έδωσε έμφαση στη διασφάλιση των εσόδων και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Την επομένη της ομιλίας του πρωθυπουργού, σε συνέντευξη σε κυριακάτικη εφημερίδα αναφέρει “χρειαζόμαστε περισσότερες λεπτομέρειες για να δούμε αν οι αριθμοί βγαίνουν“.
Σημειώνεται πως σύμφωνα με τις προβλέψεις της Κομισιόν, η Ελλάδα κινδυνεύει να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή της ως προς το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2019, μετά τα δημοσιονομικά μέτρα του Μαΐου 2019. Εκτιμάται πως προκύπτει δημοσιονομικό κενό ύψους 0,6% του ΑΕΠ, ενώ οι προβλέψεις για τη μεγέθυνση του 2019 (ΕΕ: 2,1%, ΙΟΒΕ 1,8%) υπολείπονται του 2,5% που υπάρχει στον προϋπολογισμό.
Βέβαια η κυβέρνηση δεν θα συνεχίσει την πολιτική των υπερ-πλεονασμάτων που είχε υιοθετήσει ο ΣΥΡΙΖΑ και συγκέντρωνε έσοδα πάνω από το στόχο του 3,5%.
Για την περίοδο 2019-2023, προβλεπόταν στο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής, υπεραπόδοση της τάξης των 3,5 δισ. ευρώ μέχρι το 2022. Σε αυτήν προβλέπεται να στηριχθεί η μείωση φόρων και εισφορών, ενώ παράλληλα σχεδιάζεται η μείωση δαπανών της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ, από την προσαρμογή της εκτέλεσης δαπανών, την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και την υψηλότερη ανάπτυξη. Με τα μέτρα αυτά προβλέπεται να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό και να τηρηθούν οι δεσμεύσεις της ενισχυμένης εποπτείας.
Η πρόκληση της ανάπτυξης
Όμως, για τον διπλασιασμό του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ στο 4% δεν αρκούν οι φοροελαφρύνσεις, ενώ οι μειώσεις δαπανών λειτουργούν στην αντίθετη κατεύθυνση. Χρειάζονται επενδύσεις και αναδιάρθρωση του παραγωγικού υποδείγματος. Αποτελεί πρόκληση επομένως η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Αυτό προϋποθέτει αύξηση των επενδυτικών δαπανών και της ποιότητας του παραγωγικού δυναμικού, ιδίως σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, αλλά και αύξηση του ποσοστού συμμετοχής ιδιωτών και επιχειρήσεων στην οικονομική δραστηριότητα.
Αναμφίβολα, η ελπίδα οικονομικής ανάκαμψης μπορεί να δημιουργήσει την πρώτη περίοδο ευνοϊκό κλίμα, σε συνδυασμό με επιλογές για προώθηση καινοτομίας και με υποστηρικτικές πολιτικές βελτίωσης των υποδομών. Οι δεσμεύσεις των Mνημονίων και η ενισχυμένη εποπτεία όμως, αφήνουν στις ελληνικές κυβερνήσεις περιορισμένο πεδίο για την άσκηση αναπτυξιακής δημοσιονομικής πολιτικής, για την διοχέτευση κεφαλαίων σε ένα σχέδιο βιομηχανικής πολιτικής, σε παραγωγικές επενδύσεις και όχι μόνο σε περαιτέρω πώληση δημόσιας περιουσίας.
Επιπλέον, η χρηματοδότηση της ανάπτυξης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα «κόκκινα» δάνεια και την εξυγίανση των τραπεζών, κάτι που θα πάρει χρόνο, παρά την επιτάχυνση των πλειστηριασμών. Για τους λόγους αυτούς, η κάθοδος των θεσμών τον Σεπτέμβριο, θα είναι καθοριστική για την πολιτική της κυβέρνησης που θα οριστικοποιηθεί στις λεπτομέρειές της μετά την λειτουργία της νέας Κομισιόν τον Νοέμβριο.
Ο οδικός χάρτης
Το καίριο πολιτικό ραντεβού του οικονομικού επιτελείου, έχει καθορισθεί για τη 13η Σεπτεμβρίου, όταν θα συνεδριάσει το Eurogroup. Μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου σχεδιάζεται, η κάθοδος των “θεσμών” στην Αθήνα για την 4η αξιολόγηση. Έως τότε το οικονομικό επιτελείο θα πρέπει να καταθέσει στους “θεσμούς” τον νέο Προϋπολογισμό του 2020, αλλά και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.
Η Ελλάδα δεν είναι σε πρόγραμμα και άρα δεν θα επιβληθεί αυτόματα οποιοδήποτε μέτρο. Ωστόσο, οι θεσμοί θα εκφράσουν την άποψή τους σχετικά με το «τι είναι καλό για την ανάπτυξη», έχοντας μοχλό πίεσης τις επιστροφές των κερδών των ομολόγων που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες. Οι Βρυξέλλες θα εκδώσουν τις παρατηρήσεις τους τον Νοέμβριο, όταν θα έχει ολοκληρωθεί η νέα σύνθεση της Επιτροπής. O στόχος των πλεονασμάτων λοιπόν αφορά το 2020, όταν θα υπάρχουν αποδείξεις για την πορεία της οικονομικής μεγέθυνσης και των δημοσιονομικών μεγεθών και αφού θα έχει ολοκληρωθεί η 4η αξιολόγηση.