Πως o Κεμάλ επινόησε την τουρκική μουσική, κλέβοντας από αλλού
25/08/2019Με την κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας ιδρύθηκε “εθνικό” τουρκικό κράτος στη Μικρά Ασία από τα απομεινάρια του οθωμανικού στρατού και υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ. Όμως, η εκ των άνω συγκρότηση έθνους-κράτους και η επιβολή του σε έναν ετερόκλητο πληθυσμό υπήρξε εξαιρετικά περίπλοκη υπόθεση.
Οι ιθύνουσες ομάδες της εποχής βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα. Έπρεπε να αφομοιώσουν πολλές διαφορετικές θρησκευτικές, αλλά κυρίως εθνοτικές ομάδες, με βάση το ιδεολόγημα της εν πολλοίς επινοημένης τουρκικής εθνικής ταυτότητας. Έτσι, μετά το 1923, με πολιτικές βίαιης καταστολής, αλλά και πρακτικών γλωσσικής και πολιτισμικής αφομοίωσης, μέσω της εκπαίδευσης και της προπαγάνδας που διήρκεσε για δεκαετίες, οι πολύγλωσσοι πληθυσμοί της Μικράς Ασίας μετατράπηκαν σταδιακά και μερικώς σε “Τούρκους εθνικιστές”.
Ανάμεσα σε άλλες πολιτικές αφομοίωσης (επιβολή τουρκικής γλώσσας, επινοημένη ιστοριογραφία, επιβολή τουρκικών τοπωνυμίων και οικογενειακών επιθέτων), στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν ένα ομοιογενές τουρκικό έθνος-κράτος, οι κεμαλικές κρατικές αρχές έθεσαν την μουσική δημιουργία και ακρόαση κάτω από τον αυστηρό έλεγχό τους. Διαδοχικές κυβερνήσεις απαγόρευσαν και κατέστειλαν την δημόσια επιτέλεση τραγουδιών με στίχους στις τοπικές γλώσσες και διαλέκτους π.χ. Ελληνικά Τραπεζούντας (ποντιακά), Αρμενικά, Γεωργιανικά, Τσερκέζικα, Λαζικά, Αραβικά, Κουρδικά κλπ ενώ προέτρεπαν τους πολίτες να τραγουδούν μόνο στα τουρκικά.
Επιπλέον, συγκροτήθηκαν κρατικές επιτροπές που στόχο είχαν να κατασκευάσουν ένα ρεπερτόριο «τουρκικής δημοτικής μουσικής» από τα τραγούδια όλων των λαών του μικρασιατικού χώρου. Έτσι, κατόπιν πολυετών προσπαθειών καταγραφής και συλλογής εκ μέρους του υπουργείου Πολιτισμού, σταδιακά δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων από τραγούδια (περίπου 4.000 τον αριθμό), τα οποία αποτέλεσαν την βάση για την κατασκευή και επινόηση εθνικής «τουρκικής φολκ μουσικής».
Εκτουρκισμός ή λήθη
Οι αρμόδιες επιτροπές αντικατέστησαν σταδιακά τους αρχικούς στίχους των συλλεχθέντων τραγουδιών που ήταν σε άλλες γλώσσες και διαλέκτους (πχ Κουρδικά, Αρμενικά, Αραβικά, Λαζικά, Ποντιακά κ.α.) με νέους στίχους στα τουρκικά. Τα τραγούδια τα οποία δεν κατέστη δυνατόν να αποκτήσουν νέο στίχο στα τουρκικά τέθηκαν εκτός μουσικού αρχείου και οδηγήθηκαν στο περιθώριο και στη λήθη.
Ακόμα και τα τραγούδια τα οποία προέρχονταν από τα τουρκμενικά φύλα της Ανατολίας και τραγουδιόνταν σε διάφορα τουρκικά ιδιώματα, υπέστησαν περαιτέρω γλωσσικό εκτουρκισμό σε μια προσπάθεια να περιορισθούν οι τοπικές ιδιωματικές διαφοροποιήσεις και να δημιουργηθεί ένας κοινός, επίσημος γλωσσικός κώδικας.
Η παρέμβαση του κράτους επεκτάθηκε και στις ίδιες τις μελωδίες και τα όργανα, με τα οποία παίζονταν. Έτσι το υπουργείο Πολιτισμού δημιούργησε ειδικές ομάδες μελέτης και επεξεργασίας των μελωδιών που επρόκειτο να αποτελέσουν το ρεπερτόριο της “εθνικής δημοτικής μουσικής”. Οι ομάδες αυτές όρισαν και επέβαλαν συγκεκριμένους κανόνες και τρόπους επιτέλεσης κάθε μελωδίας, αλλάζοντας έτσι τον ηχητικό χαρακτήρα του κάθε τραγουδιού.
Από την ποντιακή λύρα στον μπαγλαμά
Επιπλέον ο μπαγλαμάς, ως το “εθνικό τουρκικό” μουσικό όργανο, απέκτησε πρωτοκαθεδρία στην επιτέλεση των διαφόρων δημοτικών τραγουδιών στις κρατικές ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές. Η προώθηση μέσα από κρατικά δίκτυα αυτού του εν πολλοίς επινοημένου “εθνικού μουσικού ρεπερτορίου” συνέβαλε στην περιθωριοποίηση άλλων τοπικών μουσικών οργάνων και ηχοχρωμάτων.
Για παράδειγμα, μελωδίες που μέχρι τότε παίζονταν με την ποντιακή λύρα από τους τοπικούς Τραπεζούντιους μουσικούς, άρχισαν να παρουσιάζονται με μπαγλαμά στις κρατικές εκπομπές και δημόσιες εκδηλώσεις. Τα “τουρκικά δημοτικά τραγούδια” που παρουσιάζονται από τους κρατικούς καλλιτέχνες μέχρι και σήμερα στη δημόσια τουρκική τηλεόραση ΤRΤ, αποτελούν εν πολλοίς προϊόντα των κρατικών πολιτικών δημιουργίας εθνικού μουσικού ρεπερτορίου.
Σταδιακά άρχισαν να επινοούνται και να διαδίδονται ψευδοθεωρίες οι οποίες χρησιμοποιούνταν από την κρατική προπαγάνδα για να παρουσιάζεται η ποντιακή λύρα ως όργανο τουρκικό, το οποίο “έκλεψαν οι Έλληνες από τους Τούρκους”. Η πλήρης διαστρέβλωση των ιστορικών και πολιτισμικών πραγματικοτήτων αποτέλεσε βασικό εργαλείο για την επιβολή και μερική νομιμοποίηση του τουρκικού εθνικισμού στον Μικρασιατικό χώρο και στους πληθυσμούς του.
Στόχος ήταν η δημιουργία κοινών μουσικών εμπειριών και η επινόηση, κατασκευή και ενίσχυση μιας ενιαίας τουρκικής εθνικής συνείδησης ανάμεσα σε πολίτες με πολύ διαφορετικές γλωσσικές, πολιτισμικές, ιστορικές και γεωγραφικές αναφορές. Αυτές οι πολιτικές για την μουσική συνέχισαν να εφαρμόζονται για αρκετές δεκαετίες, μέχρι και τα τέλη του 1990.
Η αναγέννηση της μουσικής και των εθνοτικών ταυτοτήτων
Το φαινόμενο της έθνικ μουσικής στην Τουρκία άρχισε να κάνει πιο έντονη την παρουσία του τα τελευταία 15 περίπου χρόνια. Ειδικά μετά την άνοδο του ισλαμικού κόμματος ΑΚΡ στην εξουσία (2002) σταδιακά επιδείχθηκε σχετική ανεκτικότητα στη δημόσια χρήση στίχων σε γλώσσες και διαλέκτους που δεν ήταν τουρκικές. Μέχρι τότε η ηχογράφηση και δημόσια διακίνηση τραγουδιών σε οποιαδήποτε από τις μη τουρκικές γλώσσες της Ανατολίας ήταν νομικά απαγορευμένη. Κυρίως, όμως, ήταν πολιτικά και ηθικά στιγματισμένη σαν “διαμελιστική προπαγάνδα”.
Παρά τις δεκαετείς κρατικές πολιτικές μουσικής και στιχουργικής ομογενοποίησης οι επιμέρους μουσικές κουλτούρες κατάφεραν να επιβιώσουν, έστω και πολύ τραυματισμένες. Έτσι τα τελευταία χρόνια έκαναν δημόσια την εμφάνισή τους CD με τραγούδια στα Κουρδικά, Αραβικά, Αρμενικά, Χέμσιν Αρμενικά, Λαζικά, Ασσυριακά, Γεωργιανικά, Τσερκέζικα καθώς και σε άλλες τοπικές γλώσσες.
Ιδιαίτερη δημοφιλία άρχισαν να αποκτούν τα τραγούδια με ποντιακή λύρα και με στίχους στα ελληνικά Τραπεζούντας, ή ρωμαίικα, όπως τα αποκαλούν οι σημερινοί της κάτοικοι, δηλαδή τα γνωστά σε εμάς ποντιακά. Η αναγέννηση και η ακρόαση ποντιακής μουσικής στην Τουρκία συνοδεύεται και από εντονότερο ενδιαφέρον για την περιθωριοποιημένη τοπική και οικογενειακή ιστορία του ελληνόφωνου τραπεζουντιακού πληθυσμού. Ο ήχος της ποντιακής λύρας προκαλεί νοσταλγία για μια αίσθηση του υπάρχειν και του ανήκειν που έτεινε να εξαφανιστεί, λόγω των κρατικών πολιτικών καταστολής και αφομοίωσης.
Η άνοδος του ενδιαφέροντος και η ακρόαση ποντιακής μουσικής, μετά από δεκαετίες απαγορεύσεων, αλλάζει τον τρόπο που αρκετοί δίγλωσσοι πολίτες της χώρας (ομιλητές της μητρικής τους τραπεζουντιακής ελληνικής διαλέκτου και της επίσημης τουρκικής) αντιλαμβάνονται την ιστορία και τον εαυτό τους. Παράλληλα, ακούγοντας ποντιακή μουσική διαμορφώνουν σταδιακά και ένα νέο αίσθημα του ανήκειν που αμφισβητεί τις κυρίαρχες αφηγήσεις του τουρκικού εθνικισμού περί μουσικής κληρονομιάς, ταυτότητας και εθνικής ιστορίας.
Η περίπτωση των μουσουλμάνων ελληνόφωνων Τραπεζουντίων της σημερινής Τουρκίας, οι οποίοι είναι απόγονοι των εξισλαμισμένων ελληνικών πληθυσμών του Πόντου, παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τις διαδικασίες εθνοτικής αναγέννησης των ιθαγενών πληθυσμών που υπέστησαν αποικιακή κατάκτηση και πολιτικές εξόντωσης και αφομοίωσης.