Πως οι προσπάθειες του Ντράγκι προσκρούουν στη Γερμανία
30/09/2019Ο Μάριο Ντράγκι στο τέλος Οκτωβρίου θα εγκαταλείψει την προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς ολοκληρώνεται η θητεία του. Η τελευταία του πράξη ως προέδρου περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, σειρά μέτρων επεκτατικής νομισματικής πολιτικής. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε τις προηγούμενες μέρες να αρχίσει να αγοράζει από την 1η Νοεμβρίου ομόλογα ύψους 20 δισ. ευρώ τον μήνα, να μειώσει κατά 10 μονάδες βάσης (στο -0,5%) το επιτόκιο δανεισμού για τα χρήματα που τοποθετούν οι τράπεζες στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Παράλληλα, αποφάσισε να εξαιρέσει σημαντικό μέρος αυτής της πλεονάζουσας ρευστότητας από το αρνητικό επιτόκιο. Επίσης, προσέφερε ακόμη πιο γενναιόδωρους όρους για τα νέα τριετή φθηνά δάνεια (TLTRO) που θα προσφέρει από αυτό τον μήνα στις τράπεζες. Έτσι, ο Ντράγκι βοηθάει τις κυβερνήσεις να χρηματοδοτήσουν την αύξηση των δαπανών τους και τις επενδύσεις τους, διατηρώντας το κόστος δανεισμού σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Όμως, η αύξηση των δαπανών βρίσκεται στα χέρια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Πρέπει αυτές να λάβουν τις αποφάσεις για πρόσθετες δαπάνες. Η ύπαρξη υψηλής ρευστότητας και χαμηλού κόστους δανεισμού αποτελεί το αναγκαίο πλαίσιο για τέτοιου είδους αποφάσεις, αλλά δεν οδηγεί αυτόματα σ’ αυτές. Έτσι το σημαντικότερο σημείο της παρέμβασης Ντράγκι ήταν η προειδοποίηση προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (βλέπε Γερμανία) ότι ήρθε η ώρα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η Ευρωζώνη είναι αντιμέτωπη με παρατεταμένη περίοδο αδύναμης οικονομικής ανάπτυξης και πλέον δεν μπορεί να τα περιμένει όλα από τη νομισματική πολιτική. Συνδέοντας ουσιαστικά τη διάρκεια της προγράμματος αγοράς ομολόγων και τη μελλοντική αύξηση των επιτοκίων δανεισμού με την επιστροφή του πληθωρισμού κοντά στο 2%, ο Ντράγκι έστειλε στις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης το μήνυμα πως, αν επιθυμούν επιστροφή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σε πιο συμβατική πολιτική, καλά θα κάνουν να αναλάβουν τις ευθύνες τους.
Ποιες είναι οι ευθύνες τους; Να ενισχύσουν τις δημόσιες δαπάνες και τις επενδύσεις τους, ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη και κατά συνέπεια και ο πληθωρισμός. Αυτή η εξέλιξη θα επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να θέσει τέλος στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων και να αρχίσει να αυξάνει τα επιτόκια δανεισμού. Το μήνυμα αυτό, βέβαια, εστάλη ιδίως σε όσες χώρες-μέλη έχουν τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο, αλλά και αλλεργία στην επεκτατική και δημοσιονομική πολιτική.
Να, το εγγενές μας πρόβλημα!
Εμφανίζεται στο σημείο αυτό με μεγαλοπρέπεια το εγγενές πρόβλημα στην αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης και της διαχείρισης του ενιαίου νομίσματος: η αποσύνδεση της άσκησης της νομισματικής πολιτικής από την αντίστοιχη δημοσιονομική. Η μακροοικονομική πολιτική για να είναι αποτελεσματική πρέπει να χρησιμοποιεί το κατάλληλο μείγμα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο απαιτείται σε κάθε συγκυρία. Η αποσύνδεση των δύο, δεδομένης της ύπαρξης διαφορετικών κυβερνήσεων και άρα κέντρων αποφάσεων, είναι όχι μόνο αναποτελεσματική, αλλά και πολλές φορές επιζήμια.
Η συνεχής μονοδιάστατη επεκτατική νομισματική πολιτική που ασκεί η ΕΚΤ, δεδομένου ότι δεν συνοδεύεται από τις κατάλληλες δημοσιονομικές πολιτικές έχει και ανεπιθύμητες παρενέργειες: τα χαμηλά επιτόκια καταθέσεων, τα οποία βρίσκονται μια ανάσα από το να περάσουν σε αρνητικό πρόσημο.
Ήδη ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς προειδοποίησε τους Γερμανούς τραπεζίτες ότι εάν αρχίσουν να επιβάλλουν αρνητικά επιτόκια σε ιδιωτικές καταθέσεις, τότε ενδέχεται οι καταθέτες να τις αποσύρουν και να τις μεταφέρουν σε ανταγωνίστριες τράπεζες, ή απλώς να κρύψουν τα μετρητά τους κάτω από το στρώμα. Όμως, η Γερμανία αρνείται πεισματικά να προχωρήσει σε αύξηση των δημοσίων δαπανών, γεγονός που πιθανότατα θα απομάκρυνε αυτό τον κίνδυνο. Θέλει και την πίτα ακέραια και το σκύλο χορτάτο!
Όσον αφορά στην έκκληση του Ντράγκι (και όχι μόνο αυτού) προς τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης να ασκήσουν επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, θα πρέπει να πούμε ότι το να περιμένει κανείς σημαντική δημοσιονομική ενίσχυση από τη Γερμανία και τους συμμάχους της είναι σαν να περιμένει κάποιο θαύμα. Παρότι η Γερμανία βλέπει την οικονομία της στα δύο πρώτα τρίμηνα του 2019 να γλιστράει προς την ύφεση, οι Γερμανοί πολιτικοί (όλων των κατευθύνσεων) φαίνονται αγκιστρωμένοι στο θέσφατο δόγμα “Schwarze nul”.
Αυτό κατά γράμμα σημαίνει “μαύρο μηδέν”, δηλαδή τον απόλυτο ισοσκελισμένο προϋπολογισμό του Βόλφανγκ Σόιμπλε, του βασικού ιδεολόγου του ορθοφιλελευθερισμού, που επέβαλε τις γνωστές πολιτικές λιτότητας στη Ευρωζώνη, οδηγώντας την στη σημερινή κατάσταση. Παρότι Γαλλία και Ιταλία υποστήριξαν την ανάγκη για ενίσχυση της οικονομίας μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής, δεν φαίνεται φως στην άκρη του τούνελ.