Πόσους νόμους μπορεί να αφομοιώσει μια κοινωνία;
02/12/2019Την περίοδο της Τρόικας, ένας ξένος τεχνοκράτης είχε αναρωτηθεί off the record «πόσους νόμους μπορεί να αφομοιώσει μια κοινωνία;», διαπιστώνοντας την τεράστια παραγωγή νέων νόμων που επέβαλαν οι δανειστές στην Ελλάδα. Ανεπίσημες εκτιμήσεις ανεβάζουν την παραγωγή νόμων από το 1975 μέχρι σήμερα πάνω από τις 5.000! Έτσι προκύπτουν δύο εύλογα ερωτήματα: Πρώτον, η θεσμική αυτή κατάσταση διασφαλίζει τη δυνατότητα του πολίτη να είναι νόμιμος; Δεύτερον, η τεράστια αυτή πολυνομία διασφαλίζει την ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας;
Μια γεύση του μεγέθους της ελληνικής γραφειοκρατίας δόθηκε από μελέτη του Παρατηρητηρίου Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ) που καταμέτρησε 171.500 ρυθμίσεις μεταξύ 1975-2005, δηλαδή 20 ρυθμίσεις την ώρα! Σε τριάντα χρόνια παρήχθησαν 3.450 νόμοι, 20.580 προεδρικά διατάγματα, 114.905 υπουργικές αποφάσεις, 24.010 αποφάσεις Περιφερειών και 8.575 αποφάσεις διοικητικών αρχών!
Ο ρυθμιστικός αυτός “πληθωρισμός” δημιούργησε, σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, ένα υπέρογκο βάρος που επωμίζονται οι ελληνικές επιχειρήσεις και το οποίο είναι δυσανάλογα υψηλό για τις μικρομεσαίες, και το οποίο φέρνει τη χώρα μας στη δυσμενέστερη θέση μεταξύ των 17 χωρών της Ευρωζώνης, με το κόστος να ανέρχεται στο 4,4% του ΑΕΠ, ή στα 7,8 δισ. ευρώ (10,6 δισ. δολάρια).
Σύμφωνα με την έρευνα των Δ. Α. Σωτηρόπουλου και Λεων. Χριστόπουλου “Πολυνομία και κακονομία στην Ελλάδα. Ένα σχέδιο για ένα καλύτερο και αποτελεσματικότερο κράτος” (εκδ. διαΝΕΟσις, 2017), για την περίοδο 2001-2015 καταγράφονται περίπου 750 νόμοι και 3.452 Προεδρικά Διατάγματα. Σύμφωνα με την Ένωση για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝΥΠΕΚΚ) από το 2010 μέχρι τον Αύγουστο του 2018 έχουν ψηφιστεί 714 μνημονιακοί νόμοι, 60.000 μνημονιακές διατάξεις και έχουν εκδοθεί 300.000 υπουργικές αποφάσεις προς υλοποίηση των ψηφισμένων νόμων.
Το παραλυτικό κόστος της γραφειοκρατίας
Τις άγριες εποχές του τροϊκανού ελέγχου (2012), προέκυψε το εξής καταλυτικό στοιχείο. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τα οποία συμφωνούν ΟΟΣΑ και ΔΝΤ, η αποτίμηση του κόστους της γραφειοκρατίας στην χώρα μας ανέρχεται σε 16 δις. ευρώ ετησίως! Αυτό σημαίνει ότι τη δεκαετία 2001-2011 το κόστος ήταν περί τα 170 δις. ευρώ και αντιπροσωπεύουν το 50% του συνολικού μας δημοσίου χρέους.
Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μία μείωση κατά 25% της γραφειοκρατίας θα αυξήσει το ΑΕΠ κατά 1,4% και θα βελτιώσει την παραγωγικότητα και την απόδοση του κόστους εργασίας, απελευθερώνοντας σημαντικά κεφάλαια στην οικονομία. Η ενίσχυση αυτή του ΑΕΠ υπολογίζεται σε περίπου 3,4 δισ. ευρώ, όσο περίπου ξένες άμεσες επενδύσεις που εισήλθαν στη χώρα μας το 2017, ήτοι 3.597 εκατ. ευρώ.
Η γραφειοκρατία εκτός από τη διαφθορά παράγει και ένα τεράστιο όγκο δουλειάς για τη Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του υπουργείου Δικαιοσύνης, τον Μάρτιο του 2013 εκκρεμούσαν 29.319 υποθέσεις στο Συμβούλιο της Επικρατείας, 332.809 στα Διοικητικά Πρωτοδικεία (από τις οποίες οι 82.449 αφορούν σε φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις), 37.226 υποθέσεις στο Διοικητικό Εφετείο και 30.365 υποθέσεις δημοσιονομικού ενδιαφέροντος στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Να κλείσουμε τον κατάλογο των στρεβλώσεων που παράγει η γραφειοκρατία με τις δημόσιες συμβάσεις. Για την ολοκλήρωση μιας δημόσιας σύμβασης απαιτείται χρόνος 230 ημερών, ο δεύτερος μεγαλύτερος χρόνος στην ΕΕ των 27, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος προκήρυξης και προετοιμασίας του διαγωνισμού. Ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 108 ημέρες. Οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες εκκαθάρισης στις περιπτώσεις εισαγωγής αγαθών που προορίζονται για εξαγωγή ή ενδοκοινοτική παράδοση, φθάνουν το 1-1,5 έτος.
Έτσι, στην διεθνή κατάταξη διαφάνειας, το 2016 η Ελλάδα παρουσίασε απώλεια έντεκα θέσεων, κατρακυλώντας στην 69η θέση επί συνόλου 168 χωρών. Αντίθετα, το 2017 η Ελλάδα ανέβηκε στην 59η θέση, κερδίζοντας δέκα θέσεις στον Δείκτη Αντίληψης της Διαφθοράς. Ταυτόχρονα καταγράφηκε μείωση στις καταγγελίες για διαφθορά κατά 8,5%. Γενικά οι ειδικοί θεωρούν πως πρόκειται για “μικροδιαφθορά” που δεν αφορά τις υποθέσεις διαπλοκής και ανώτατης διαφοράς, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις δυτικές χώρες.
Το σύνδρομο Χρυσοχοΐδη
Όταν ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης αποκάλυψε ότι δεν είχε διαβάσει το Μνημόνιο Νο 1 που ψήφισε, γιατί ήταν τεράστιο και είχε εμπιστοσύνη στον αρχηγό του, ομολόγησε μια ανομολόγητη πραγματικότητα. Ότι δηλαδή οι βουλευτές δεν ξέρουν τι ψηφίζουν ή εν πάσει περιπτώσει –εκτός από τους εισηγητές– οι περισσότεροι έχουν μια ιμπρεσιονιστική ιδέα του νομοσχεδίου που είναι συνήθως τα τελευταία λόγια της τάξεως των 600 σελίδων (plus, που θα έλεγε κι ο γνωστός συνταγματολόγος).
Αν οι βουλευτές δεν ξέρουν, τότε γιατί να ξέρει και να εφαρμόζει τον νόμο ο πολίτης; Όμως, αυτός είναι που πληρώνει τις συνέπειες του νόμου στην εφορία, στην πολεοδομία, στα γρηγορόσημα κ.ο.κ. Εδώ τίθεται ένα ουσιαστικό πρόβλημα της δημοκρατίας μας. Κι έτσι, φτάνουμε στην ανομία του πολίτη απέναντι σε ένα κράτος εχθρικό, και μη ανταποδοτικό, που το λυμαίνονται οι επιτήδειοι, οι γραφειοκράτες, οι διεφθαρμένοι και η μεγάλη διαπλοκή.
Μια άλλη τραγική πτυχή της νομικής μας κατάστασης είναι η αναγκαιότητα της διαμεσολάβησης ενός ειδικού (δικηγόρου, μηχανικού, λογιστή, φοροτεχνικού, ειδικού στο διαδίκτυο κλπ), καθώς ο μέσος πολίτης δεν μπορεί ούτε να ξέρει, ούτε να καταλάβει, ούτε να πράξει από μόνος του. Κι αυτό είναι ένα τεράστιο κόστος γεμάτος αμοιβές, παράβολα, χαρτόσημα. Μια απλή πράξη χρειάζεται διαμεσολάβηση ιδιώτη κι αυτό συνήθως καταλήγει σε ένα αίσθημα εχθρότητας του πολίτη απέναντι στο απρόσωπο κράτος.
Συνεπώς, ένα από τα μεγάλα εθνικά έργα που έχουμε να κάνουμε ως κοινωνία και Πολιτεία στη μεταμνημονιακή αυτή περίοδο είναι να εκκαθαρίσουμε τους νόμους και φυσικά την άθλια νομολογία που παράχθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια μέσα από τα παραδικαστικά και άλλα κυκλώματα. Πρόκειται για ένα τιτάνιο αναπτυξιακό και δημοκρατικό έργο που θα μπορούσαν να αναλάβουν μερικές επιτροπές σοφών κατατάσσοντας τον νομικό μας βάλτο σε κατηγορίες και εκκαθαρίζοντας βαθιά, σε μεγάλο εύρος και ταυτόχρονα εκσυγχρονίζοντας το ριζικά με προοπτική.