Εισοδηματικές ανισότητες – Ο δείκτης Gini δεν είναι και τόσο “genius”
31/01/2020Τα τελευταία περίπου σαράντα χρόνια –από τα μέσα της δεκαετίας του 1980– το παγκόσμιο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα παρουσιάζει εμφανή μεγάλη αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων. Για πολλά χρόνια στη διάρκεια του 20ου αιώνα, οι εξελίξεις ήταν εντελώς διαφορετικές και οι οικονομικές ανισότητες μειώνονταν.
Ωστόσο, είναι τόσο μεγάλο το μέγεθος των αλλαγών πλέον, ώστε όλοι οι μεγάλοι πολυμερείς διεθνείς οργανισμοί (World Bank, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ, World Economic Forum, ΟΗΕ, κτλ) έχουν αναγάγει το ζήτημα των ανισοτήτων σε πρώτη προτεραιότητα εκεί που λίγα χρόνια πριν “σφύριζαν” αδιάφορα.
Μάλιστα, υπογραμμίζουν με έμφαση ότι χωρίς τη μείωση των οικονομικών ανισοτήτων είναι αδύνατον να υπάρξει «στέρεη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη». Το μεγάλο πρόβλημα συνίσταται στη μέτρηση των ανισοτήτων. Είναι κάτι το σύνηθες όταν επιχειρούμε να υπολογίσουμε κοινωνικά και οικονομικά μεγέθη.
Ο συντελεστής Gini είναι ο βασικός δείκτης που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των οικονομικών ανισοτήτων, από τους παραπάνω αναφερόμενους διεθνείς πολυμερείς οργανισμούς. Ο συγκεκριμένος δείκτης έχει ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να καταλάβουμε γιατί χρησιμοποιείται ευρέως.
Ο συντελεστής Gini
Ο συντελεστής Gini μετρά την ανισότητα διαμέσου της δημιουργίας ενός λόγου μεταξύ δύο μεγεθών. Είναι, δηλαδή, ένα απλός αριθμός, που συγκρίνει την εξέλιξη της ανισότητας σε μια χώρα ικανοποιώντας τα παρακάτω κριτήρια:
- Ανωνυμία: δεν μπορούμε να συνάγουμε ποιοι κερδίζουν πολλά ή ποιοι κερδίζουν λίγα.
- Ανεξαρτησία κλίμακας: δεν λαμβάνει υπόψη του το μέγεθος της οικονομίας μιας χώρας, ή αν είναι πλούσια ή φτωχή.
- Ανεξαρτησία από το μέγεθος του πληθυσμού κάθε χώρας.
Όπως συμβαίνει με όλους του παρόμοιους δείκτες σχετικής μορφής, (που υπολογίζονται ως ο λόγος μεταξύ δύο άλλων μεγεθών) παρουσιάζει το όριο να παραμένει αμετάβλητο εάν το εισόδημα των πλουσίων και το εισόδημα των φτωχών αυξάνονται με την ίδια αναλογία. Συνεπώς, δεν λαμβάνει υπόψη του το άνοιγμα της ψαλίδας των απόλυτων αξιών, που στην πραγματικότητα αυξάνει.
Για παράδειγμα, έχουμε δύο ανθρώπους με διαφορετικά εισοδήματα. Ο μεν Νίκος έχει εισόδημα 10.000 ευρώ και ο δε Στάθης 100.000 ευρώ. Συνεπώς, υπάρχει μια διαφορά 90.000 ευρώ. Αν και οι δύο διπλασιάσουν το εισόδημά τους, ο συντελεστής Gini δεν πρόκειται να μεταβληθεί παρά το γεγονός ότι η διαφορά του εισοδήματος μεταξύ του Νίκου και του Στάθη αυξήθηκε από 90.000 ευρώ σε 180.000 ευρώ.
Μείωση φτώχειας, αύξηση ανισότητας
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι μπορεί η φτώχεια να μειώνεται (ή κάτι παρόμοιο) αλλά η ανισότητα σε απόλυτα νούμερα να αυξάνεται. Ας πάρουμε ένα άλλο πραγματικό παράδειγμα. Το 2010, η Ολλανδία (με κατά κεφαλή εισόδημα 42.183 δολάρια) και το Μπαγκλαντές (κατά κεφαλή εισόδημα 1.693 δολάρια) είχαν το ίδιο συντελεστή εισοδήματος Gini 0.31. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο, διότι η ποιότητα ζωής δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη.
Ο συντελεστής Gini μπορεί να είναι ο ίδιος σε δύο χώρες με το ίδιο συνολικό εισόδημα αλλά με διαφορετική κατανομή εισοδήματος (βλ. Fernando G. De Maio, “Income inequality measures”, 2007). Ας δούμε ένα οριακό, αλλά σημαντικό παράδειγμα για να το καταλάβουμε. Από τη μία έχουμε μια οικονομία συντελεστή Gini 0,5 στην οποία τα μισά νοικοκυριά δεν έχουν εισόδημα και στα άλλα μισά ισοκατανέμεται ολόκληρο το εισόδημα.
Έχουμε όμως και οικονομία στην οποία ένα νοικοκυριό κατέχει το μισό του εισοδήματος και το υπόλοιπο ισοκατανέμεται στα εναπομένοντα νοικοκυριά, αλλά και πάλι συντελεστή Gini 0,5. Πρόκειται για δύο διαφορετικές κοινωνίες που έχουν, όμως, τον ίδιο συντελεστή Gini. Επομένως γνωρίζοντας το συντελεστή Gini δεν έχουμε εικόνα της κατανομής του εισοδήματος. Φυσικά, δεν αποδίδουμε καμία ευθύνη στη χρησιμοποίηση του συντελεστή Gini, απλά πρέπει να γνωρίζουμε τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματα του.