Οι Σαουδάραβες γυρίζουν τα τραπέζια ανάποδα και κηρύττουν “πόλεμο” στη Ρωσία
11/03/2020Μία από τις τελευταίες παρενέργειες της επιδημίας του κορονοϊού, όπως τουλάχιστον παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ, εστιάζεται στον πανικό που έχει προκληθεί στις αγορές εμπορευμάτων με επίκεντρο την απότομη καθίζηση των τιμών του αργού πετρελαίου. Όμως στο παρασκήνιο του βομβαρδισμού της κοινής γνώμης, με ενημέρωση σε πραγματικό χρόνο ακόμα και των πλέον παραμικρών εξελίξεων στο ζήτημα της επιδημίας, σοβεί ένας κυριολεκτικά ακήρυκτος πόλεμος με επίκεντρο τις τιμές του αργού πετρελαίου.
Μετά το απροσδόκητο αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων μεταξύ της Μόσχας και του Οργανισμού Εξαγωγών Πετρελαιοπαραγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ) στην Βιέννη, με αντικείμενο τον περιορισμό της παραγωγής αργού κατά 1,5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, ώστε να περιορίσουν την διάχυση των επιπτώσεων στην αγορά ενέργειας, οι Σαουδάραβες αποφασίζουν να επιτεθούν. Εγκαταλείπουν προσωρινά τον ΟΠΕΚ και πλημμυρίζουν τις αγορές με μία απίστευτη προσφορά αργού σε όγκο με συνέπεια την απότομη κατάρρευση των τιμών του Brent κατά 9,5% στα επίπεδα των 45 δολ. ανά βαρέλι.
Περικόπτουν με ελκυστικές προσφορές τις τιμές, τις μεγαλύτερες της τελευταίας εικοσαετίας, προσδοκώντας να αυξήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τον όγκο των πωλήσεών τους.
Οι προσφορές της κολοσσιαίας σαουδαραβικής ARAMCO προς τις αγορές της Ασίας κινούνται με έκπτωση της τάξης των 4-6 δολ. ανά βαρέλι για τις παραδόσεις Απριλίου, ενώ προς τις ανάλογες της Ευρώπης φθάνουν τα 8 δολ. και των ΗΠΑ τα 7 δολ. ανά βαρέλι αντίστοιχα.
Με τους ρωσικούς ομίλους να πωλούν στην Ευρώπη με έκπτωση 2 δολ. ανά βαρέλι, καθίσταται σαφές ότι οι Σαουδάραβες έχουν στο στόχαστρό τους πρώτιστα τους Ρώσους και κατά δεύτερο λόγο τους Αμερικανούς παραγωγούς στον τομέα της άντλησης από ιζηματογενή σχιστολιθικά στρώματα του υπεδάφους.
Παράλληλα, η Σαουδική Αραβία στοχεύει να αυξήσει την παραγωγή αργού από τα 9,7 εκατομμύρια βαρέλια ανά ημέρα στα 10 εκατομμύρια τον Απρίλιο και να συνεχίσει την αύξηση εάν απαιτηθεί έως τα 12 εκατομμύρια, όπως ενημερώνεται το έγκυρο πρακτορείο Bloomberg. Για την αγορά ενέργειας οι αποφάσεις αυτές ισοδυναμούν με κήρυξη πολέμου, αφού από την στιγμή που οι παρενέργειες της επιδημίας τραυματίζουν σοβαρά τις αγορές, η πληθωρική αύξηση της προσφοράς θα τις οδηγήσει στο χάος. Ένα πρώτο δείγμα της υπό διαμόρφωση χαοτικής κατάστασης αναδύεται αμέσως μετά το άνοιγμα των αγορών της Δευτέρας 9 Μαρτίου 2020, με την τιμή του Brent να κατακρημνίζεται στα 36 δολ. και του τύπου WTI (αμερικανικό αργό) προς τα επίπεδα των 27 δολ.!
Déjà vu
Πριν από μόλις μία πενταετία, οι Ρώσοι εξακολουθούσαν να επαναπαύονται στο γεγονός ότι διαθέτουν τεράστια αποθέματα, πολύ περισσότερα από όσα έχουν ή θα έχουν την δυνατότητα να καταναλώσουν. Οι πελάτες τους είχαν διασφαλίσει για την χώρα τους μία σχεδόν μηχανική και σχετικά σταθερή γραμμική ανάπτυξη αρκετά ισορροπημένη στο πλαίσιο της διεθνούς οικονομίας. Δυστυχώς, οι συνθήκες αυτές οδηγούν τότε την Μόσχα σε σειρά εκτιμήσεων που παραβλέπουν την πιθανότητα κάποιων άλλων παραγωγών να αποδεχθούν να θυσιάσουν προσωρινά σημαντικά έσοδα ή ακόμα και να υποστούν ζημίες για να χειραγωγήσουν τις τιμές στις αγορές.
Στα τέλη του 2015, το Κρεμλίνο είχε πλέον τη βεβαιότητα ότι η Σαουδική Αραβία με την ανοχή των ΗΠΑ χειραγωγεί συντονισμένα τις τιμές πιέζοντας σε επίπεδα χαμηλότερα των 30 δολ. ανά βαρέλι (με κατώτερη τιμή τα 27 δολ. στις αρχές του 2016) και όπλο της έναν αδυσώπητο πόλεμο τιμών. Το γεγονός βέβαια κρίνεται φαινομενικά εξωπραγματικό από την στιγμή που το μέσο κόστος παραγωγής των Σαουδαράβων κινείται στα 70 δολ., δηλαδή σε υπερδιπλάσια επίπεδα από τις τιμές της αγοράς!
Στο σημείο αυτό οι Ρώσσοι αντιλαμβάνονται πως η σχεδόν αποκλειστική τους εξάρτηση από τα έσοδα των ορυκτών καυσίμων εξελίσσεται σε κίνδυνο πρώτου μεγέθους, με συνέπεια να απειλούνται, όπως και το Ιράν, με βασικό στόχο να εγκαταλείψουν τις επεκτατικές και επιθετικές τους κινήσεις. Στην περίπτωση της Ρωσίας, οι ασύμμετρες πιέσεις μέσω των αγορών αφορούν την Ουκρανία και την Κριμαία, ενώ στην περίπτωση του Ιράν το πυρηνικό του πρόγραμμα. Από την πλευρά τους οι ΗΠΑ σπεύδουν σε στήριξη των Αμερικανών παραγωγών αργού μέσω των μεγάλων τραπεζικών ομίλων, ώστε να απορροφήσουν τους κραδασμούς της αγοράς, χωρίς οδυνηρές επιπτώσεις.
Ο νέος πόλεμος από Σαουδάραβες
Επαναλαμβάνοντας την τακτική του 2015, οι Σαουδάραβες εξαπολύουν μία τρομακτικής κλίμακας επίθεση στην αγορά αργού προσδοκώντας σε πρώτο επίπεδο στην αλλαγή στάσης της Μόσχας στον ενεργειακό τομέα και μία κίνηση καλής θέλησης από τις ΗΠΑ, ώστε να προστατευθούν από τους κλυδωνισμούς οι Αμερικανοί παραγωγοί. Παράλληλα προσδοκούν να διευρύνουν τα μερίδιά τους ειδικά στην Ευρώπη σε βάρος των Ρώσων.
Όμως σε σχέση με το 2015 έχουν μεσολαβήσει κάποια ιδιαίτερα σημαντικά γεγονότα που αφορούν τους δύο μεγάλους παραγωγούς που επιχειρούν να πλήξουν αποφασιστικά οι Σαουδάραβες. Από τα μέσα του 2009 έως τις αρχές του 2018 η εγχώρια παραγωγή αργού πετρελαίου στις ΗΠΑ διπλασιάζεται, με συνέπεια το 2015 οι εισαγωγές να περιορισθούν στο 24% της κατανάλωσης, με περαιτέρω συρρίκνωση στο 19% το 2017.
Μάλιστα στο τελευταίο τρίμηνο του 2019 οι εξαγωγές αργού των ΗΠΑ, υπερβαίνουν για πρώτη φορά τις ανάλογες εισαγωγές σε όγκο, με προοπτική να κινηθούν κατά το 2020 στα επίπεδα των 750.000 βαρελιών ανά ημέρα, με αποτέλεσμα πλεόνασμα της τάξης του 8% στο ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών αργού! Παράλληλα μαζί με τον Καναδά (5%) οι ΗΠΑ ελέγχουν το 23% της παγκόσμιας παραγωγής.
Από την άλλη πλευρά, μετά το 2015 και με αφετηρία την επέμβαση της Μόσχας στη Συρία, εμφανίζονται οι μεγάλοι ρωσικοί όμιλοι στον τομέα της ενέργειας σε μία μεγάλης κλίμακας επιχείρηση συντονισμού και ελέγχου σε περιοχές παραγωγής αργού και φυσικού αερίου, ώστε να αποκτήσουν κυρίαρχη θέση στον ενεργειακό τομέα.
Στα τέλη του 2019, οι Ρώσοι πέραν του μεριδίου τους στην παγκόσμια παραγωγή αργού που ανέρχεται στο 13% ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα ενεργειακές περιοχές της Βενεζουέλας, του Ιράν, του βορείου Ιράκ, της Λιβύης και της Συρίας δηλαδή αθροιστικά το 8,2% της παγκόσμιας παραγωγής. Η άμεση συνέπεια αυτών των εξελίξεων επικεντρώνεται στο γεγονός ότι και αυτοί ελέγχουν το 21,2%.
Στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο ΟΠΕΚ ελέγχει το 43,5% της παγκόσμιας παραγωγής, αλλά μετά τον αιφνιδιασμό των Σαουδαράβων έχει στην πράξη διαλυθεί. Ένα αξιοπρόσεκτο σημείο της νέας σύγκρουσης σχετίζεται με τον χρόνο, καθώς μετά τις ανακοινώσεις του ΟΠΕΚ κατά τον Μάιο του 2014 (αφετηρία του πολέμου τιμών), θα απαιτηθεί ένα περίπου δεκαπεντάμηνο για να οδηγηθούν οι τιμές στα κατώτατα επίπεδά τους.
Σε επίπεδα τρόμου
Στον νέο πόλεμο, η καθίζηση διαρκεί μόλις δύο χρηματιστηριακές συνεδριάσεις, χωρίς να διαφαίνεται ένα ορατό τελικό επίπεδο που ίσως φθάσει προς τα 20 δολ. ανά βαρέλι. Επιπλέον, η Σαουδική Αραβία δεν συσπειρώνει όπως την προηγούμενη φορά τα μέλη του ΟΠΕΚ, γεγονός που επιβαρύνει ακόμα περισσότερο το κλίμα, από τη στιγμή που οι παραγωγοί στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου για να διασφαλίσουν τα μερίδια αγοράς.
Η διάχυση των επιπτώσεων αυτού του πολέμου ήδη διακρίνεται στην αγορά των ομολόγων που από τις 6 Μαρτίου 2020 έχουν υποστεί κυριολεκτικά ενδόρρηξη των αποδόσεών τους με το μέτρο του κινδύνου έναντι της αξίας (Value at Risk-VaR) να αναρριχάται κυριολεκτικά σε επίπεδα τρόμου.
Από τη στιγμή μάλιστα που η πιστωτική χαλάρωση πιέζει τα επιτόκια των ομολόγων σε χαμηλά επίπεδα, οι κεντρικές τράπεζες οφείλουν να κινηθούν προς τον σχεδιασμό προγραμμάτων υποστήριξης των προθεσμιακών συμβολαίων της αγορά αργού (Oil Futires), ώστε να αποτρέψουν την γενική καθίζηση των χρηματιστηριακών αγορών και την επικίνδυνη απειλή του αποπληθωρισμού που συνεπάγεται την ανάδυση ευρύτερων χρηματοοικονομικών (και όχι μόνον) κινδύνων.