Μηδαμινές οι ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα
24/09/2017του Κώστα Μελά –
Οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) στην Ελλάδα είναι διαχρονικά πολύ χαμηλές. Την περίοδο 1990-2016 κυμαίνονται περίπου στο 1% του ΑΕΠ, ετησίως. Το ποσοστό είναι πολύ χαμηλό και τοποθετεί την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις των χωρών του ΟΟΣΑ και όχι μόνο σύμφωνα με τα στοιχεία του οργανισμού της UNCTAD του αρμόδιου οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών.
Την περίοδο από την ένταξη της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ (2002), έως την έναρξη της ελληνικής κρίσης (2009), οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων ανήλθαν σε περίπου 15 δισ. ευρώ σωρευτικά, ή 0,9% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο ετησίως. Την περίοδο των μνημονίων (2010-16), το ύψος των ξένων επενδύσεων σωρευτικά ήταν 8,4 δισ ευρώ, ή περίπου 1,2 δισ. ευρώ ετησίως. Ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 0,6% κατά μέσο όρο ετησίως.
Συγκριτικά με άλλες ανταγωνίστριες χώρες, στην ΕΕ των 28 και στην Ευρωζώνη, οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα υπολείπονται σημαντικά ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Η σύνθεση των άμεσων ξένων επενδύσεων
Σχετικά με τη σύνθεση των ξένων επενδύσεων μπορούν να αναφερθούν τα παρακάτω: Οι εισροές την περίοδο πριν από την κρίση (2001-2008) αφορούσαν στην πλειονότητά τους εξαγορές ελληνικών επιχειρήσεων, εκ των οποίων αρκετές ήταν πρώην δημόσιες επιχειρήσεις. Ένα μικρό ποσοστό αφορούσε πιο παραγωγικές επενδύσεις, όπως τη δημιουργία νέων, ή την επέκταση υφιστάμενων επιχειρήσεων.
Αντίθετα, κατά την περίοδο 2009-2012, στη διάρκεια της κρίσης, καταγράφηκε έντονη αύξηση των εισροών ξένων επενδύσεων για ίδρυση εταιρείας, ή αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Αντιστοίχως καταγράφηκε επιβράδυνση των επενδύσεων για εξαγορές και συγχωνεύσεις.
Την τελευταία τετραετία (2013-16) τόσο οι άμεσες ξένες επενδύσεις για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου όσο και αυτές με τη μορφή εξαγορών και συγχωνεύσεων παρέμειναν υποτονικές. Η εξέλιξη αυτή μερικώς συνδέεται με την αυξημένη πολιτικοοικονομική αβεβαιότητα και τις καθυστερήσεις στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων. Όλα τα παραπάνω συνάγονται από τα στοιχεία του παρακάτω διαγράμματος.
Στη μεταποίηση κατευθύνθηκε μόλις το 6,8% των συνολικών εισροών ξένων επενδύσεων την περίοδο 2003-16, δηλαδή σε απόλυτα νούμερα 1,6 δισ. ευρώ. Τα στοιχεία δείχνουν με απόλυτη ακρίβεια ότι ο μεταποιητικός τομέας της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελεί πόλο έλξης των ξένων επενδύσεων με δυσμενή αποτελέσματα για τον τομέα. Αντιθέτως στις υπηρεσίες κατευθύνθηκαν 18,1 δισ. ευρώ, ή το 77,32% του συνόλου των εισροών ξένων επενδύσεων. Στον τομέα του ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου το 6,9% του συνόλου, ή 665 εκατ. ευρώ.
Που υστερεί η Ελλάδα
Η Ελλάδα υστερεί σε πρωτογενείς (greenfield) άμεσες ξένες επενδύσεις έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ισοζυγίου πληρωμών, οιξένες επενδύσεις για ίδρυση νέας παραγωγικής μονάδας ήταν μόλις 194 εκατ. ευρώ την περίοδο 2001-08 (1% των συνολικών ξένων επενδύσεων) και 178 εκατ. ευρώ την περίοδο 2009-12 (4% του συνόλου). Παρατηρήθηκε αποεπένδυση ύψους 585 εκατ. ευρώ (-8%) την περίοδο 2013-15.
Εξίσου αποθαρρυντική είναι η εικόνα που προκύπτει από πίνακες του ΟΗΕ, όπου η αξία των επενδύσεων σε νέες παραγωγικές μονάδες στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερη σε σύγκριση με τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης με προγράμματα προσαρμογής ή γειτονικές ανταγωνίστριες χώρες. Το μεγαλύτερο μέρος των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα πραγματοποιείται από χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ.
Για το σύνολο της περιόδου 2001-15, το μεγαλύτερο μέρος των εισροών επενδύσεων στην Ελλάδα προήλθε από χώρες της ΕΕ και συγκεκριμένα από την Ευρωζώνη (περίπου 80% του συνόλου), με τη Γαλλία και τη Γερμανία να αντιπροσωπεύουν από κοινού το ήμισυ των συνολικών ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα.
Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια (2013-15) το μερίδιο της Ευρωζώνης μειώθηκε αισθητά προς όφελος άλλων χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, όπως οι ΗΠΑ, η Ελβετία και ο Καναδάς. Σημειώνεται ότι, λόγω του μικρού μεγέθους των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, η επίδραση μεμονωμένων συναλλαγών επί του συνόλου των ξένων επενδύσεων είναι ιδιαίτερα μεγάλη.
Η περίοδος 2015-16
Πως εξελίχθηκαν οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το συνασπισμό ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ; Σύμφωνα με τα στοιχεία του παρακάτω πίνακα, το 2015 οι εισροές επενδύσεων μειώθηκαν σχεδόν κατά 50% σε σχέση με το 2014 και ακόμη περισσότερο σε σχέση με το 2013. Οι λόγοι θα πρέπει να αναζητηθούν, πρωτίστως, στην πολιτική αβεβαιότητα που κυριάρχησε, αλλά και στις οικονομικές επιλογές της κυβέρνησης.
Η χωρίς σχεδιασμό αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων και το πλήθος των ιδεολογημάτων που αποτελούσαν τον πυρήνα της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής προκάλεσαν μια άνευ προηγουμένου αναστάτωση στη χώρα. Το 2016 παρουσιάζεται σημαντική αύξηση της εισροής επενδύσεων. Το ύψος τους έφθασε στα 2,8 δισ ευρώ, ξεπερνώντας όχι μόνο το ύψος του 2015, αλλά και του 2014 και του 2013. Η εξέλιξη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε λιγότερο αρνητικά “επανεπενδυθέντα κέρδη”.
Οι σημαντικότερες συναλλαγές το 2016, αφορούν:
α) Την εξαγορά του ΟΛΠ από την COSCO Group (Χονγκ Κονγκ), 368,5 εκατ. ευρώ.
β) Την πώληση από την Τράπεζα Eurobank του 80% της συμμετοχής της στη Eurolife ERB Insurance Group Α.Ε. Συμμετοχών στην Costa Luxembοurg Sarl (Λουξεμβούργο) 324,7 εκατ. ευρώ.
γ) Την πώληση του 88,5% των μετοχών της Astir Palace Βουλιαγμένης Α.Ξ.Ε. στην Apollo Investment Holdco Sarl (Λουξεμβούργο), 444 εκατ. ευρώ.
Όμως τόσο το 2015, όσο και το 2016 το 88,9% και το 89,3% των εισροών κατευθύνθηκαν στις υπηρεσίες (πίνακας). Στο μεταποιητικό τομέα κατευθύνθηκαν μόνο το 0,3% και το 2,3% αντίστοιχα.
Το α’ εξάμηνο του 2017, στην κατηγορία των άμεσων επενδύσεων, η εισροή έφθασε τα 2,1 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2016 και 2015. Περίπου το 1,3 δισ. ευρώ προέρχεται από την εξαγορά των περιφερειακών αεροδρομίων από την FRAPORT.
Συμπέρασμα
Δεν αποτελεί είδηση ότι η αλλαγή της παραγωγικής βάσης χρειάζεται επέκταση σε καινοτόμα προϊόντα σύγχρονης τεχνολογίας, η οποία μπορεί να παρασχεθεί κυρίως μέσω των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των άμεσων ξένων επενδύσεων που αυτές πραγματοποιούν. Μάλιστα, ο κύριος όγκος τους πραγματοποιείται μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών.
Η σημασία του γεγονότος αυτού είναι μεγάλη, γιατί ο βαθμός διάδοσης των νέων τεχνολογιών αποτελεί μέσο εκσυγχρονισμού της οικονομίας. Οι χώρες όπου κατευθύνονται οι ξένες επενδύσεις με ενσωματωμένη υψηλή τεχνολογία δεν είναι χαμηλού εργατικού κόστους, αλλά υψηλής παραγωγικότητας και συνήθως υψηλής ποιότητας ανθρωπίνου κεφαλαίου.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα οι ξένες επενδύσεις αποτελούν δυσεύρετο είδος τα τελευταία 40 έτη. Δηλαδή, πρόκειται για μια μεγάλη ιστορική περίοδο, η οποία αφήνει εμφανώς τα ίχνη της αμφιβολίας και για τις μελλοντικές εξελίξεις. Δεν είναι τυχαίο το ότι η Τράπεζα Ελλάδος υπογραμμίζει, με εύσχημο τρόπο, ότι μια βασική αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις αποτελεί «η υλοποίηση των προθέσεων των πολυεθνικών επιχειρήσεων για παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα».
Επιπροσθέτως είναι σχεδόν αδύνατον να μεταβληθεί το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας με τις εισρέουσες επενδύσεις να κατευθύνονται σε ποσοστό κοντά στο 90% σε υπηρεσίες και μάλιστα χρηματοοικονομικές, διαχείρισης ακινήτων και ιδιωτικής αγοράς ακινήτων. Ακόμη περισσότερο, όμως, είναι σχεδόν αδύνατον να συμβάλλουν αποφασιστικά οι ξένες επενδύσεις στην αλλαγή της παραγωγικής βάσης της χώρας, με βάση τα διαπιστούμενα ποσοτικά δεδομένα.
Το ύψος των ξένων επενδύσεων, ως ποσοστό του ΑΕΠ, εξακολουθεί να κυμαίνεται γύρω από τον ιστορικό ετήσιο μέσο όρο, δηλαδή περίπου γύρω στο 1%. Όμως, σύμφωνα με την λογική του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, οι ξένες επενδύσεις έχουν ποσοτικά και ποιοτικά έναν ιδιαίτερο ρόλο στη μεγέθυνση της οικονομίας. Από τα υπάρχοντα στοιχεία, ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται.