Ρήγματα στο γερμανικό “nein” – Επιμένει η Μέρκελ
03/04/2020Ρωγμές άρχισαν να εμφανίζονται στη Γερμανία στο ηχηρό “όχι” της Μέρκελ σε ό,τι αφορά την έκδοση κοινών ευρωπαϊκών ομολόγων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, οι οποίες πλήττουν ιδιαίτερα τον φτωχό ευρωπαϊκό νότο. Η καγκελάριος, ωστόσο, η οποία έχει και τον τελικό λόγο, παραμένει αμετακίνητη στις θέσεις της, παρότι η Ευρώπη φλερτάρει με τη διάλυση και ο γερμανικός Τύπος εμφανίζεται διχασμένος.
Μετά τους Πράσινους, ηγετικά στελέχη των οποίων τάχθηκαν υπέρ της έκδοσης “κορωνοομολόγων”, τη θέση αυτή υποστήριξε σήμερα και ο δήμαρχος του Βερολίνου, Μίχαελ Μιούλερ. Έτσι, αφού πρώτα ζήτησε «να χρησιμοποιηθούν όλα τα χρηματοπιστωτικά εργαλεία», προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες της πανδημίας, υποστήριξε ότι ειδικά για αυτήν την περίπτωση τα κοινά ευρωπαϊκά ομόλογα μπορούν να συμβάλουν στην άμβλυνση των οικονομικών συνεπειών.
Ο Μιούλερ, ο οποίος είναι και πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στο κρατίδιο του Βερολίνου, ανέφερε μάλιστα ότι αυτή είναι η θέση του τοπικού SPD και κάλεσε όλους τους φορείς λήψης αποφάσεων των Σοσιαλδημοκρατών να ταχθούν υπέρ των κοινών ευρωπαϊκών ομολόγων.
Την ίδια ώρα, το μήνυμα ότι η συζήτηση για την έκδοση ευρωομολόγου παραμένει ανοιχτή επιχείρησε να στείλει και ο πρεσβευτής της Γερμανίας στην Ελλάδα, Ερνστ Ράιχελ. Σε συνέντευξή του στην “Καθημερινή”, ο Ράιχελ είπε ότι η απόρριψη του ευρωομολόγου δεν ήταν, σε καμία περίπτωση, κατηγορηματική. Πρόσθεσε, ωστόσο, στη συνέχεια ότι η ΕΚΤ είναι αυτή που αποφασίζει για τη νομισματική πολιτική της Ευρωζώνης και όχι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας ή η γερμανική κυβέρνηση.
Τρομάζει η ύφεση
Η Μέρκελ είναι αντίθετη με την έκδοση ευρωομολόγου γιατί η οικονομία της Γερμανίας επιτρέπει στην κυβέρνηση του Βερολίνου να δανείζεται με αρνητικά επιτόκια και δεν δείχνει διατεθειμένη να πληρώσει ακριβότερα δάνεια, για λογαριασμό και άλλων. Από την άλλη, το κοινό νόμισμα δίνει τη δυνατότητα στις γερμανικές τράπεζες, που επίσης δανείζονται με σχεδόν μηδενικά επιτόκια, να κερδοσκοπούν δανείζοντας τον ευρωπαϊκό νότο.
Η Γερμανία δεν έχει όμως μόνον τράπεζες. Είναι μία χώρα με επιθετική οικονομία, η οποία βασίζεται στις εξαγωγές, από τις οποίες τουλάχιστον το 50% κατευθύνεται σε χώρες της ΕΕ. Το γεγονός αυτό σημαίνει αυτομάτως ότι η Γερμανία δεν μπορεί να παραμείνει μια ισχυρή οικονομία, έχοντας γύρω της μια ολοκληρωτικά καταστραμμένη Ευρώπη. Και είναι ακριβώς αυτή η διάσταση του προβλήματος που εξηγεί τις διαφοροποιήσεις και αφήνει κάποιες χαραμάδες για έναν συμβιβασμό. Ειδικά μετά την κάθετη απόρριψη από την Ιταλία των προτάσεων που ήδη κυκλοφορούν και θέλουν κυρίως τη Ρώμη, στην παρούσα φάση, να “τρέχει” στον ΕΜΣ και sτην επιτήρηση.
Ήδη άλλωστε, ο πρώην επιτελάρχης της καγκελαρίου και νυν υπουργός Οικονομίας, Πέτερ Αλτμάιερ, εκτιμά ότι στο πρώτο εξάμηνο του έτους η γερμανική οικονομία θα συρρικνωθεί κατά περίπου 8%, ελπίζοντας σε μια σταθεροποίηση στο δεύτερο εξάμηνο και σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2021.
Παραλλήλως σημειώνει, ότι «η μείωση του ΑΕΠ φέτος θα είναι πιθανότατα μεγαλύτερη από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009 (5,7%)» και προσθέτει όμως ότι τους επόμενους μήνες η γερμανική οικονομία θα χρειαστεί ένα «ευρύ πακέτο ώθησης» και όχι μια «εφάπαξ στήριξη». Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW), Μαρσέλ Φράτσερ, ο οποίος όμως είναι περισσότερο φειδωλός στις προβλέψεις, καθώς υποστηρίζει ότι κανένας δεν μπορεί να υπολογίσει, σήμερα, το βάθος της ύφεσης που θα προκαλέσει η πανδημία.
Η γερμανική αυτοβιομηχανία
Από την άλλη, οι χώρες της ΕΕ δεν είναι μόνον καταναλωτές των τελικών γερμανικών προϊόντων. Είναι, παραλλήλως, προμηθευτές προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής, πρώτων υλών και κυρίως εξαρτημάτων για την γερμανική βαριά βιομηχανία. Ιδιαίτερα των αυτοκινητοβιομηχανιών που έχουν ήδη αναστείλει τη λειτουργία τους, θέτοντας δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους σε καθεστώς εργασίας περιορισμένου χρόνου, όχι μόνο για να περιοριστεί η εξάπλωση του κορωνοϊού, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι “πάγωσαν” οι παραγγελίες.
Η φοβερή και “δυσκολοχώνευτη” από τον Τραμπ γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία κινδυνεύει όμως άμεσα από την κατάρρευση των προμηθευτών της, οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονται σε άλλες χώρες. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η VW συνεργάζεται με 800 προμηθευτές μόνο στην Ισπανία και στην Ιταλία.
Αυτό ήταν και το μεγάλο πρόβλημα που έθεσαν οι εκπρόσωποι των μεγαλύτερων γερμανικών αυτοκινητοβιομηχανιών σε διευρυμένη υπουργική τηλεδιάσκεψη, στην οποία ζήτησαν από τον υπουργό Οικονομικών Σολτς να «βγάλει γρήγορα τα μπαζούκα». Για την ώρα πάντως, όπως και σε άλλες χώρες, οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες κατασκευάζουν μάσκες και αναπνευστήρες.
Σε ιστορικό δίλημμα
Η πανδημία και οι καταστροφικές οικονομικές συνέπειές της έχουν αναδείξει όλες τις “αδυναμίες” πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε το κοινό νόμισμα, οι οποίες είχαν φανεί βέβαια και στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2009. Τώρα, ωστόσο, η κατάσταση είναι διαφορετική και σοβαρότερη, καθώς θέτει υπαρξιακά ζητήματα για το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Η αποχώρηση της Βρετανίας, η άρνηση της Ιταλίας να αποδεχθεί ευρωπαϊκή βοήθεια με μνημόνια και το μπλοκ των εννέα ηγετών που ζητά κοινά ομόλογα, δηλαδή αμοιβαιοποίηση του νέου χρέους, άρα και της ευθύνης απέναντι σε αυτό, φέρνουν το Βερολίνο μπροστά σε δύο επιλογές: Ή θα θυσιάσει μέρος της οικονομικής ισχύος του για να διασώσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, παραμένοντας ηγέτιδα δύναμη, ή θα το καταστρέψει, οδηγούμενο στη συνέχεια στην “αυτοκτονία”, μέσω ενός υπερβολικά ενισχυμένου μάρκου.
Τον παραπάνω προβληματισμό θέτει μεγάλο μέρος του, περιφερειακού κυρίως, γερμανικού Τύπου, υποστηρίζοντας ότι τα δεδομένα που διαμορφώνονται πρέπει να μπουν “στο ζύγι”. Τα δημοσιεύματα αυτά υποστηρίζουν ότι πρέπει να εξαντληθούν όλα τα υφιστάμενα εργαλεία, με τα ευρωομόλογα να παραμένουν στο τραπέζι, έστω και με περιορισμούς σε ό, τι αφορά τη διάρκειά τους και τον τρόπο χρήσης των ποσών που θα αντληθούν από αυτά. Υπάρχουν βεβαίως και δημοσιεύματα που παραπέμπουν στην γνωστή απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης, η οποία απαγορεύει τα κοινά κρατικά ομόλογα, άρα και την κοινοτικοποίηση της ευθύνης για το νέο χρέος. Μια απόφαση, πίσω από την οποία θωρακίζεται και η Μέρκελ.