Πώς η Ισλανδία ανίχνευσε τον Covid-19 στον πληθυσμό
13/04/2020Δεν είναι μόνο η τακτική των εκτεταμένων τεστ που βοηθά την χώρα των 364 χιλιάδων κατοίκων να διαχειριστεί την πανδημία. Έχοντας εξετάσει 1 στους 10 πολίτες, οι αρχές της Ισλανδίας βασίζονται σε ένα “έξυπνο” μοντέλο ανίχνευσης κρουσμάτων και εφαρμογής μέτρων περιορισμού. Παρόλο που το Ρέικιαβικ δεν βρίσκεται σε lockdown -καταστήματα και εστιατόρια λειτουργούν κανονικά- η τακτική του, μέχρι στιγμής, φαίνεται να αποδίδει.
Οι Ισλανδοί έδωσαν από την πρώτη στιγμή έμφαση στην ανίχνευση των κρουσμάτων και την ενημέρωση του κοινού. Σύμφωνα με την ηλεκτρονική πλατφόρμα της ισλανδικής Διεύθυνσης Υγείας, που ενημερώνεται καθημερινά, ως τις 12 Απριλίου οι αριθμοί είχαν ως εξής:
- 1701 επιβεβαιωμένα κρούσματα, εκ των οποίων 804 βρίσκονταν σε απομόνωση, 39 στο νοσοκομείο και 9 διασωληνωμένοι σε ΜΕΘ.
- 35.253 τεστ έχουν διεξαχθεί σε όλη τη χώρα, ήτοι περίπου το 10% του πληθυσμού.
- 2861 άτομα βρίσκονταν σε καραντίνα.
- 8 νεκροί.
Ως αποτέλεσμα των μαζικών τεστ είναι η κατάταξη της Ισλανδίας στις χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά κρουσμάτων, αλλά με πολύ μικρό ποσοστό θνησιμότητας, που κινείται γύρω στο 0,004%. Αξιοσημείωτη είναι η ανακάλυψη των ειδικών της φαρμακευτικής deCODE genetics -θυγατρικής της αμερικανικής Amgen- ότι οι ασυμπτωματικοί ασθενείς φτάνουν το 50%. Επίσης, μέσω γενετικής αλληλούχισης, εντόπισαν 40 μεταλλάξεις του κορωνοϊού, κάτι που διευκολύνει τη διαπίστωση της γεωγραφικής του προέλευσης. Ήδη κατέγραψαν τρεις χώρες, την Αυστρία, την Ιταλία και τη Βρετανία.
Η εφαρμογή που έλυσε το πρόβλημα της ανίχνευσης
Το μικρό νησιωτικό κράτος έχει αποσπάσει τα εύσημα των ειδικών, εντός και εκτός συνόρων, αφενός για την ταχύτατη κινητοποίηση των αρχών αφετέρου για τη διαφάνεια και δημοσιοποίηση λεπτομερών δεδομένων, με καθημερινή ενημέρωση του κοινού. Όπως δήλωσε στους New York Times, ο Γκιάρταν Ρέιν Γιάλσον, στέλεχος της Διεύθυνσης Υγείας, «περισσότεροι άνθρωποι αναρρώνουν παρά μολύνονται», ενώ προσέθεσε ότι η χώρα του διαθέτει επαρκές υγειονομικό υλικό.
Βασικό, όμως, εργαλείο των ισλανδικών αρχών στην αντιμετώπιση της πανδημίας ήταν το Rakning C-19, μια εφαρμογή ανοιχτού κώδικα (διατίθεται για Android και iOS) που επιτρέπει στους επιδημιολόγους να παρακολουθούν τα κρούσματα και να ανιχνεύουν πιθανά νέα κρούσματα. Αν ο χρήστης της εφαρμογής διαγνωστεί με κορωνοϊό, του ζητείται συναίνεση για να παρακολουθείται η θέση του μέσω GPS. Στη συνέχεια οι αρχές χρησιμοποιούν τις πληροφορίες των μετακινήσεών του και ζητούν τη βοήθειά του για να συστήσουν καραντίνα σε όλους όσοι ήρθαν σε επαφή μαζί του.
Το γεγονός ότι η εφαρμογή είναι ανοιχτού κώδικα και μπορεί οποιοσδήποτε να δει αναλυτικά το λογισμικό και τον τρόπο λειτουργία της, συνετέλεσε στο να μην υπάρξουν διαμαρτυρίες περί προσωπικών δεδομένων.
Επιλεκτικό lockdown, ελεύθερη μετακίνηση
Από την άλλη μεριά, οι Ισλανδοί έχουν δεχθεί την ίδια κριτική που διατυπώθηκε και για το “σουηδικό μοντέλο”, λόγω της άρνησής τους να εφαρμόσουν απαγόρευση κυκλοφορίας και ολικό lockdown. Οι παιδικοί σταθμοί και τα δημοτικά σχολεία παραμένουν ανοιχτά και τα εστιατόρια λειτουργούν με λιγότερα τραπεζοκαθίσματα. Επίσης, τα σύνορα είναι ανοιχτά και οι μετακινήσεις επιτρέπονται. Ωστόσο, έχουν απαγορευτεί οι συγκεντρώσεις άνω των 20 ατόμων, ενώ έχουν κλείσει κολυμβητήρια, γυμναστήρια, παμπ και μουσεία και η γενική οδηγία είναι να τηρούν όλοι δύο μέτρα απόσταση.
Ο επικεφαλής επιδημιολόγος της χώρας, Θόρολφιρ Γκίντνασον, επεσήμανε ότι αυτός ο συνδυασμός «αυστηρών μέτρων και ραγδαίας ανίχνευσης» είναι πιο βιώσιμη επιλογή, επειδή οι αρχές μπορούν να εντοπίσουν ανθρώπους που νοσούν χωρίς να το ξέρουν. Άλλωστε, «μπορείς να προκαλέσεις πολλά προβλήματα στην κοινωνία [με το lockdown] και δεν ξέρω αν οι άνθρωποι θα το δέχονταν αυτό για πολλούς μήνες. Θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τι θα συμβεί στις χώρες που εφαρμόζουν ακραία μέτρα», σχολίασε.
Πάντως, πέρα από τη χρήση της εφαρμογής και την τακτική των μαζικών τεστ, σίγουρα η Ισλανδία επωφελείται από μια σειρά ευνοϊκών συνθηκών, όπως για παράδειγμα το μικρό πληθυσμό της και ότι είναι αραιοκατοικημένη. Και φυσικά, διαθέτει ένα εξαιρετικά οργανωμένο και ικανό σώμα αντίδρασης έκτακτης ανάγκης, με μικρούς χρόνους αντίδρασης “συνηθισμένο” να ανταποκρίνεται σε περιπτώσεις ηφαιστειακών εκρήξεων, χιονοστιβάδων και ακραίων καιρικών συνθηκών.