Η Γερμανία ενώπιον της μετάβασης στη μετά-Μέρκελ εποχή
26/04/2021Επί σχεδόν δύο δεκαετίες, η Άνγκελα Μέρκελ έχει κυριαρχήσει στη γερμανική πολιτική σκηνή. Κατά τη διάρκεια της αδιαμφισβήτητης κυριαρχίας της, “έκαψε” στην εκεί πολιτική αρένα όχι μόνο πολιτικούς αντιπάλους της, αλλά και στελέχη του κόμματός της που έτρεφαν αρχηγικές φιλοδοξίες. Δεν υπήρχε εύφορο έδαφος για κανέναν από τότε που αναδείχθηκε πρώτα σε πρόεδρο των Χριστιανοδημοκρατών και μετά σε καγκελάριο.
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που η επικείμενη αποχώρησή της λειτουργεί καταλυτικά. Ήδη αρχίζει να διαμορφώνεται το νέο πολιτικό τοπίο της Γερμανίας, εν όψει της μετά-Μέρκελ εποχής. Το Eurasia Group, μάλιστα, την κατατάσσει στους δέκα μεγαλύτερους κινδύνους για το 2021. Αλλαγή, όμως, σημαίνει εξέλιξη, ενώ στασιμότητα θάνατο. Η υστεροφημία της Μέρκελ θα κριθεί με την πάροδο του χρόνου από την Ιστορία, όχι από τους συγκαιρινούς της. Μία ανάσα πριν την συνταξιοδότησή της, όμως, η δημοτικότητα του κόμματός της έχει πληγεί. Κάτι η φθορά από τη μακρόχρονη άσκηση της εξουσίας, κάτι η δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης για τη διαχείριση της κρίσης, το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα βρίσκεται στο χαμηλότερο ποσοστό του.
Είναι η πρώτη φορά, που οι Πράσινοι αναδεικνύονται δημοσκοπικά σε πρώτη δύναμη. Έπονται με αξιοσημείωτη διαφορά οι Χριστιανοδημοκράτες-Χριστιανοκοινωνιστές. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι οι Πράσινοι έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να αναζητήσουν κοινό έδαφος με τα άλλα κόμματα, εντείνει τα σενάρια διακυβέρνησης από κοινού με τους Χριστιανοδημοκράτες.
Αχώνευτο για Χριστιανοδημοκράτες
Το σενάριο αυτό μοιάζει δύσκολο, αχώνευτο για πολλούς Χριστιανοδημοκράτες που μέχρι πρότινος αντιμετώπιζαν τους Πράσινους σαν περιθωριακούς με ενοχλητικά σανδάλια και ουτοπικές ιδέες. Κάποιες από αυτές τις ιδέες, όμως, ήταν ανέκαθεν υπέρ της Ελλάδας. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης, οι Πράσινοι αντιστέκονταν στην ανθελληνική προπαγάνδα. Είχαν, μάλιστα, ταχθεί υπέρ της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Η πρότερη αυτή στάση ίσως αποδειχθεί πολύτιμη για τον πολυδιάστατο χαρακτήρα των ελληνογερμανικών σχέσεων (από το εμπόριο και τις επενδύσεις, μέχρι τη διαχείριση της οικονομικής και της προσφυγικής κρίσης) σε περίπτωση που οι Πράσινοι βρεθούν στο τιμόνι της Γερμανίας. Ανήμερα της 200ής επετείου από την Ελληνική Επανάσταση και 80 χρόνια μετά την γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, οι Πράσινοι ζήτησαν από τη γερμανική κυβέρνηση την επανεξέταση του ζητήματος των αποζημιώσεων και του αναγκαστικού δανείου.
Θετική έχει υπάρξει η θέση τους και για τα εθνικά θέματα. Στις αρχές του 2020 είχαν επικρίνει τη μη πρόσκληση της Ελλάδας στη διεθνή διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη. Η ίδια η Ανναλένα Μπέρμποκ είχε χαρακτηρίσει τον αποκλεισμό της Ελλάδας «στα αλήθεια λάθος». Διαφοροποιούνται και σε άλλα από την πολιτική της Μέρκελ. Οι Πράσινοι θέλουν να σταματήσουν την κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2, που σχεδιάζεται να μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στην Γερμανία. Επίσης, είναι πολύ πιο επικριτικοί έναντι της Κίνας. Ήταν το μόνο κόμμα που αντιτάχθηκε στην απόφαση της Μέρκελ να επισπεύσει την έγκριση μιας επενδυτικής συμφωνίας ανάμεσα στην ΕΕ και την Κίνα. Η μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη, όμως, διαφορά τους με τη νυν καγκελάριο είναι η λιτότητα, ο βασικός πυλώνας της γερμανικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Ο ευνοούμενος της Μέρκελ
Για την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος κονταροχτυπήθηκαν ο Άρμιν Λάσετ και ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Σέντερ. Εντέλει, επικράτησε ο πρώτος, παρ’ ότι μόνο ο ένας στους τρεις ερωτηθέντες σε δημοσκόπηση, πιστεύει ότι πρόκειται για καλή επιλογή. Είναι ο ευνοούμενος της Μέρκελ, υποστηρικτής της πολιτικής της, με αποτέλεσμα γερμανικά Μίντια να αναφέρονται στην εξέλιξη αυτή με τον εξής περιπαικτικό τρόπο: «Η Άνγκελα φεύγει, αλλά η Μέρκελ παραμένει»!
Η εκλογή του Λάσετ σηματοδοτεί τη συνέχιση της κεντρώας πολιτικής Μέρκελ, σύμφωνα με τη Deutsche Welle. Στο ίδιο πνεύμα και το Politico με τίτλο «Η εποχή της Μέρκελ ίσως ξεκινάει τώρα». Ο Λάσετ είναι μία περίεργη περίπτωση πολιτικού. Δεν απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης, καθώς συχνά πυκνά καταποντίζεται στις δημοσκοπήσεις. Παρ’ όλα αυτά, με κάποιον τρόπο επιβιώνει. Αυτή του την αντοχή περιέγραψε σαρκαστικά το περιοδικό Spiegel: «Ο αιώνια υποτιμούμενος της πολιτικής έμεινε για μια ακόμη φορά όρθιος». Εκτός από δημοφιλία δεν του περισσεύουν και οι ιδέες. Δεν έχει ακόμα εκφράσει ξεκάθαρες απόψεις για τα εσωτερικά προβλήματα και την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας. Δηλώνει, πάντως, ακραιφνής ευρωπαϊστής.
Μετά την επικράτησή του στην εσωκομματική μάχη των Χριστιανοδημοκρατών, επέκρινε την κυβέρνηση συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών για ολιγωρία αναφορικά με το αίτημα του Μακρόν για εκσυγχρονισμό της ΕΕ. Απέφυγε, όμως, να αναφέρει το όνομα της καγκελαρίου. Προτίμησε να τιμήσει τον Χέλμουτ Κολ. Είχε, μάλιστα, εργαστεί ως παιδί που μοίραζε φυλλάδια υπέρ του πρώην καγκελαρίου, όταν εκείνος είχε αντιμετωπίσει εκλογικά τον Χέλμουτ Σμιτ.
Εντύπωση προκαλεί για έναν επαγγελματία πολιτικό να δηλώνει ότι στην πορεία του έχει αποκτήσει μονάχα φίλους. Κάτι λάθος θα έχει κάνει. Ο 59χρονος Λάσετ προέρχεται από μία λαϊκή καθολική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν ανθρακωρύχος και η μητέρα του νοικοκυρά. Κατάφερε να κάνει εντυπωσιακές σπουδές. Για σύντομο διάστημα εργάστηκε και ως δημοσιογράφος.
O “Τουρκο-Άρμιν” Λάσετ
Η πολιτική του καριέρα αρχίζει, όταν το 1989 εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος στο Άαχεν, ο νεότερος σε ηλικία μέχρι την εποχή εκείνη. Το 1995 εκλέγεται βουλευτής στην Ομοσπονδιακή Βουλή και το 1999 γίνεται ευρωβουλευτής. Εισέρχεται για πρώτη φορά στην κυβέρνηση το 2005, όταν ορκίζεται υπουργός αρμόδιος για την ενσωμάτωση των αλλοδαπών. Τότε κερδίζει και το προσωνύμιο “Τουρκο-Άρμιν”, λόγω της στάσης του υπέρ των μεταναστών.
Για το ζήτημα αυτό έχει διαφοροποιηθεί και από τη Μέρκελ, όταν αυτή πιεζόμενη από την κοινή γνώμη είχε κάνει στροφή 180 μοιρών, μετά το 2015. Είναι επίσης υπέρ του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2. Ως πρωθυπουργός του πολυπληθέστερου κρατιδίου της Γερμανίας (18 εκατομμύρια κάτοικοι) τη Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας απέδειξε ότι είναι καλός στις συνεργασίες.
Πολλοί τον κατηγορούν για τους χειρισμούς του και τις δημόσιες τοποθετήσεις του σε σχέση με την πανδημία. Αρχικά, υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της χαλάρωσης των μέτρων, αλλά τα στατιστικά τον υποχρέωσαν να αλλάξει γνώμη, υποστηρίζοντας ένα «μεταβατικό αυστηρό lockdown». Είναι παντρεμένος με τη Σουζάν Μαλανγκρέ, η οποία ανήκει σε μεγάλο τζάκι του Άαχεν. Έχουν αποκτήσει τρία παιδιά.